Η ζωντανή αποτύπωση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, μια γυναίκα που περπατάει στο 106ο έτος της ηλικίας της, με την αθωότητα και τη γλυκύτητα όμως ενός μικρού κοριτσιού, είναι η κυρία Ελεονώρα Αγαπητού. Τι κι αν βαδίζει ήδη τα πρώτα χρόνια του δεύτερου αιώνα της; Είναι υγιής, είναι οξυδερκής, είναι διαυγής, είναι αυτοεξυπηρετούμενη, είναι ένας ευχαριστημένος και πλήρης άνθρωπος, με 4 παιδιά, 7 εγγόνια και 9 δισέγγονα. Η ζωή της βέβαια δεν ξεκίνησε σε δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα. Αυτήν την ιστορία διηγηθηκε, όταν στα εννιά της χρόνια ξεριζώθηκε από «την πατρίδα» για να στιβαχτεί σε ένα καραβι και να φτάσει στην Κρήτη μέσω Μυτιλήνης.
Τα χρόνια που κουβαλά στην πλάτη της δεν της στέρησαν τη μνήμη, την κρίση, το χιούμορ, ούτε καν την παιδικότητα ή την ευαισθησία. Η κ. Ελεονώρα Αγαπητού περιγράφει τις στιγμές του ξεριζωμού, τις σκηνές στο λιμάνι της Σμύρνης, την προσωπική της ιστορία που δεν διαφέρει πολύ από τις ιστορίες των χιλιάδων προσφύγων της Μικράς Ασίας.
Ο πρώτος σταθμός του πλοίου ήταν η Μυτιλήνη, ως πιο κοντινός προορισμός. Από την οικογένεια της 9χρονης Ελεονώρας χάνεται μέσα στο πλήθος η μικρότερη αδερφή της. Οι αγωνιώδεις αναζητήσεις της μάνας ήταν άκαρπες, ώσπου κάποιος τους είπε ότι ένα μικρό κοριτσάκι ψάχνει τους δικούς της σε ένα άλλο χωριό της Λέσβου. Η οικογένεια ξανασμίγει και αποφασίζει να πάρει το πλοίο για την Κρήτη, για να ξεκινήσει εκεί μια καινούργια ζωή, σε έναν φιλόξενο τόπο.
Ο πατέρας της Ελεονώρας έχει χαθεί «στην πατρίδα». Είναι το μεγάλο αγκάθι, η πληγή που ακόμα και σήμερα στα 106 της χρόνια τρέχει μόλις την αγγίξει κανείς. Χωρίς να καταλάβει ότι εκείνη τη στιμή τον αποχωριζόταν για πάντα, ο πατέρας χάθηκε μετά από μαι διαταγή των τούρκων στρατιωτών.
Κάθε μικρασιάτης έχει να εξιστορήσει τις ομορφιές που άφησε πίσω του, τα μεγαλοπρεπή σπίτια των πόλεων, τα ασβεστωμένα χωριά, τις λουλουδιασμένες αυλές, τους νοικοκυρεμένους δρόμους. Αναμνήσεις βαθιά χαραγμένες στη μνήμη και περασμένες στις επόμενες γενιές μικρασιατών.
Η ζωή στην καθημερινότητά τους ήταν όμορφη, η συνύπαρξη με τους τούρκους αρμονική και δύσκολα μπορούσε κανείς να φανταστεί το άδοξο και ζοφερό τέλος αυτής της ζωής.
Πώς φαίνεται στα μάτια ενός μικρού παιδιού να αρπάζει κάποιος τα υπάρχοντα της οικογένειας και στη συνέχεια οι δικοί του να το κρύβουν στο ταβάνι για να μην το αρπάξουν οι Τούρκοι;
Με την ψυχραιμία που φέρνει ο χρόνος, η κ. Ελεονώρα κάνει μια αποτίμηση των λόγων της καταστροφής, χωρίς ποτέ να μπορεί να κρύψει την πίκρα της.
Ποιος ειναι ο προσωπικός απολογισμός της ζωής μιας γυναίκας που έζησε πάνω από εκατό χρόνια, με ό,τι αυτά έφεραν μαζί τους;
Έχει ιδιαίτερη αξία να μάθει κανείς πώς βλέπει μια γυναίκα, που έχει ζήσει την προσφυγιά στο πετσί της, τους σύγχρονους πρόσφυγες που βρίσκουν ή δεν βρίσκουν ποτέ το δρόμο τους προς την ειρηνική Ευρώπη. Κάθε φορά που ένα παιδί πνίγεται στα κύματα, η κ. Ελεονώρα θυμάται τον μικρό εαυτό της στο δρόμο της προσφυγιάς.
Δείτε το βίντεο της συνέντευξης ΕΔΩ