Η πρόσφατη πυρκαγιά στη Βόρεια Χίο άφησε πίσω της καμένα δάση, στάχτη και – το σημαντικότερο – μια ολόκληρη κοινότητα σε απόγνωση. Ο βραβευμένος συγγραφέας και αγρότης Γιάννης Μακριδάκης κατέγραψε με σπαρακτικά λόγια το προσωπικό και συλλογικό σοκ των κατοίκων της Βολισσού: τις δικές του ελιές που τροφοδοτούσαν την οικογένειά του από το 2010, τα κατεστραμμένα ελαιοτριβεία, το βενζινάδικο-«εικονοστάσι» του χωριού, ακόμη και έναν δρυ πεντακοσίων χρόνων που χάθηκε για πάντα.
«Φέτος θα αγοράσουμε λάδι. Πρώτη φορά, όσα χρόνια είμαι αγρότης, θα αγοράσω λάδι», γράφει, δίνοντας το μέτρο της απώλειας.
Ολόκληρη η ανάρτηση έχει ως εξής:
Οι ελιές που βλέπετε στις φωτογραφίες είναι δικές μου. Βρίσκονται στις περιοχές Λιβάδι και Ψειρού, Βολισσού. Από αυτές μαζεύω το λάδι μου από το το 2010, όταν ήρθα να ζήσω εδώ. Φέτος θα αγοράσουμε λάδι. Πρώτη φορά, όσα χρόνια είμαι αγρότης, θα αγοράσω λάδι.
Σαν κι εμένα όλοι εδώ. Χάσανε τα περισσότερα λιόδεντρα. Στην Αρχόντισσα, μου λέει ένας φίλος, δεν μου έμεινε ούτε μια ελιά. Καήκανε όλες μέχρι τη ρίζα.
Τα δύο ελαιοτριβεία της περιοχής δεν πρόκειται να ανοίξουν φέτος. Πώς θα δουλέψουν αυτοί οι άνθρωποι, πώς θα ζήσουν; Πώς θα είναι το φθινόπωρο φέτος, που δεν θα υπάρχει εδώ ο κόσμος που κάθε χρόνο μαζεύει τις ελιές του πριν φύγει για Χριστουγεννόσκολα στην Αθήνα;
Πώς θα είναι η ζωή μας δίχως το βενζινάδικο του Νικολή, που κάηκε ολοσχερώς; Ξέρετε τι ήτανε ο Νικολής για εμάς εδώ στην άκρη του κόσμου ; Για μια απλή βλάβη στο αλυσοπρίονο, μέχρι εξεζητημένες επισκευές κάθε είδους ή για να γεμίσουμε καύσιμα τα μηχανήματα μας; Κάθε μέρα, λέγαμε μεταξύ μας μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι πρέπει να περνάμε από τον Νικολή σαν να είναι εικονοστάσι, να κάνουμε ενα σταυροκόπημα, να του αφήνουμε τον οβολό μας και να φεύγουμε, έτσι λέγαμε. Για να μένει εδώ, να μη φύγει ποτέ από δω. Διότι αν φύγει, τι θα απογίνουμε εμείς, με το κοντινότερο πρατήριο καυσίμων, μηχανουργείο και συνεργείο στα 40χλμ απόσταση μέσα από τα βουνά;
Τι θα κάνουμε τώρα;
Στην τελευταία φωτογραφία βλέπετε τον μεγάλο δρυ και την αποθήκη ενός καλού μου γείτονα. Δεν έμεινε ούτε ένα κατσαβίδι για να πάω στη δουλειά , μου λέει, 40-50 χιλιάρικα η ζημιά. Αυτό που θέλανε το κάνανε. Να μας διωξουνε από δω. Ήρθε ο Περιφερειάρχης και ο Δήμαρχος στην πλατεία, θα κάνουμε το καλύτερο δυνατό, μας είπανε. Τι θα κάνετε ρε; Δες τούτον εδώ τον δρυ. Είναι πεντακοσίων χρόνων, μπορείς να τον ξανακάνεις;
Ο άνθρωπος έχασε το βιος του, τη δουλειά του αλλά του έμεινε η ψυχή ζωντανή και μπορεί να θρηνεί για τον δρυ.
Αυτοί είμαστε.



