Μετά το τέλος της συνάντησης στη Γενεύη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν σημείωσε χαρακτηριστικά ότι ο τόνος της συνόδου του με τον Ρώσο ηγέτη Βλαντίμιρ Πούτιν ήταν «θετικός», αλλά διαβεβαίωσε ότι τον προειδοποίησε ενάντια σε οποιαδήποτε παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές.
«Είπα με σαφήνεια ότι δεν θα ανεχτούμε απόπειρες παραβίασης της δημοκρατικής κυριαρχίας μας ή αποσταθεροποίησης των δημοκρατικών εκλογών μας και ότι θα απαντήσουμε», τόνισε ο Μπάιντεν στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά τη σύνοδο της Γενεύης.
«Έκανα όσα είχα πει» στη σημερινή συνάντηση, υπογράμμισε και προσέθεσε ότι δεν είναι προς το συμφέρον κανενός ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος και αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει ο Ρώσος ομόλογός του. Παραδέχτηκε όμως ότι δεν υπάρχει η αφελής αίσθηση πως όλα είναι μια χαρά.
Για το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Αμερικανός πρόεδρος είπε ότι θα βρίσκονται «πάντα στο τραπέζι». «Το θέμα δεν είναι να στοχοθετήσουμε τη Ρωσία όταν παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αφορά το ποιοι είμαστε εμείς. Πώς μπορώ να είμαι πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και να μην καταγγέλλω την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;» διερωτήθηκε.
Ο Μπάιντεν υποστήριξε ότι οι ενέργειες του Ρώσου ηγέτη «υποβαθμίζουν» τη θέση της χώρας στην παγκόσμια σκηνή. «Πώς θα φαινόταν αν εμείς εμπλεκόμαστε σε δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκεται εκείνος; Υπονομεύεται η υπόληψη μιας χώρας που επιδιώκει απελπισμένα να διασφαλίσει ότι θα διατηρήσει τη φήμη της ως μεγάλης παγκόσμιας δύναμης», πρόσθεσε.
Επιστροφή των πρεσβευτών
Από την πλευρά του ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε ότι συμφώνησε με τον Αμερικανό ομόλογό του συμφώνησαν στην «πραγματιστική» πρώτη σύνοδό τους να ξαναρχίσουν τις συνομιλίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών και να επιστρέψουν οι πρεσβευτές τους, που είχαν ανακληθεί νωρίτερα φέτος, στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον αντίστοιχα.
Ο Πούτιν έκρινε ότι η πρώτη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του ήταν εποικοδομητική, «χωρίς εχθρότητα», αλλά δεν ανακοίνωσε κάποια συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Οι συζητήσεις στη Βίλα Λα Γκρανζ, στις όχθες της λίμνης Λεμάν, κράτησαν λιγότερο από τέσσερις ώρες – πολύ λιγότερο από όσο ανέμεναν οι σύμβουλοι του Μπάιντεν.
Ο Ρώσος ηγέτης χαρακτήρισε τον 78χρονο Μπάιντεν «έμπειρο» πολιτικό, σημειώνοντας ότι «μιλούν την ίδια γλώσσα», αλλά πρόσθεσε ότι δεν υπήρξε φιλία αλλά ένας πραγματιστικός διάλογος γύρω από τα συμφέροντα των δύο χωρών. Είναι «δύσκολο να πει» αν οι σχέσεις της Ρωσίας με τις ΗΠΑ θα βελτιωθούν, αλλά σχολίασε ότι υπήρξε μια «αχτίδα ελπίδας» όσον αφορά την αμοιβαία εμπιστοσύνη τους. Οι δύο ηγέτες δεν προσκάλεσαν ο ένας τον άλλον στην Ουάσινγκτον ή τη Μόσχα.
Επιθυμία να καταλάβουν ο ένας τον άλλο
Ο 68χρονος Πούτιν, ο πρώτος που μίλησε στους δημοσιογράφους, είπε ότι η συζήτηση ήταν «ειλικρινής και άμεση», υπογραμμίζοντας όμως ότι δεν πρόκειται για διαγωνισμό. «Σε πολλά θέματα οι εκτιμήσεις μας διαφέρουν, αλλά οι δύο πλευρές έδειξαν μια επιθυμία να καταλάβουν η μία την άλλη και να αναζητήσουν μέσα για την προσέγγιση των θέσεών τους», πρόσθεσε.
Μοναδική ένδειξη μιας πιθανής αποκλιμάκωσης, ο Πούτιν είπε ότι συμφώνησε με τον Μπάιντεν να επιστρέψουν στις πρωτεύουσες οι πρεσβευτές που είχαν ανακληθεί για διαβουλεύσεις νωρίτερα φέτος. Έκρινε επίσης ότι είναι πιθανή μια «συμβιβαστική λύση» για ανταλλαγή κρατουμένων.
Ο Πούτιν παραδέχτηκε ότι αναφέρθηκαν στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά αμέσως μετά εξαπέλυσε επίθεση στις ΗΠΑ για το θέμα αυτό: μίλησε για την εισβολή στο Κογκρέσο, στις 6 Ιανουαρίου, για έναν βομβαρδισμό αμάχων στο Αφγανιστάν αλλά και για την αστυνομική βία σε βάρος των Αφροαμερικανών.
Στο επίκεντρο ο Ναβάλνι
Όσον αφορά την τύχη του ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, αφού νοσηλεύτηκε στη Γερμανία με δηλητηρίαση –για την οποία κατηγορεί το Κρεμλίνο– ο Πούτιν σχολίασε: «Ο άνθρωπος αυτός γνώριζε ότι παραβίαζε τον νόμο που ισχύει στη Ρωσία» και ήξερε τι θα συνέβαινε αν επέστρεφε στη χώρα του.
Ο Ρώσος πρόεδρος είπε επίσης ότι Ρωσία και ΗΠΑ φέρουν ευθύνη για την πυρηνική σταθερότητα και θα ξεκινήσουν συνομιλίες για πιθανές αλλαγές στη συνθήκη New START (Νέα Συμφωνία για τη μείωση των στρατηγικών όπλων) η ισχύς της οποίας πρόσφατα παρατάθηκε.
Ουάσινγκτον και Μόσχα θα πρέπει επίσης να ξεκινήσουν συνομιλίες για την κυβερνοασφάλεια, πρόσθεσε, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι οι περισσότερες κυβερνοεπιθέσεις προέρχονται από τις ΗΠΑ.