Συνέντευξη στην εφημερίδα “Εποχή“, στον δημοσιογράφο Παύλο Κλαυδιανό
-Ένα συμπέρασμα από αυτή την πυκνή εβδομάδα σε συμβάντα ποιο θα ήταν;
Ο στόχος μας, δηλαδή να προχωρήσει η διαδικασία στο πλαίσιο της 20ης Φεβρουαρίου, επετεύχθη. Συμφωνήσαμε για την αναγκαιότητα άμεσης προώθησης μεταρρυθμίσεων που έχουν κεντρική θέση στο πρόγραμμά μας, όπως η αντιμετώπιση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, η αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα στην κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης λειτουργίας του, με μεγαλύτερη διαφάνεια. Αποσαφηνίστηκε ότι ουδείς ζητά από την ελληνική κυβέρνηση να ολοκληρώσει την πέμπτη αξιολόγηση ή να εφαρμόσει το e-mail του κυρίου Χαρδούβελη.
Δέχθηκαν, επίσης, το πλαίσιο διεξαγωγής των διαβουλεύσεων που προτείναμε για την επόμενη περίοδο, με την ελληνική πλευρά να έχει την κυριότητα (ownership) για τις μεταρρυθμίσεις που θα προωθηθούν, τις πολιτικές να συζητούνται στις Βρυξέλλες και τα τεχνικά κλιμάκια στην Αθήνα να έχουν αποκλειστικά ρόλο συλλογής στοιχείων. Οι εταίροι μας αναγνώρισαν, τέλος, ότι στην Ελλάδα υπάρχει ανθρωπιστική κρίση και συμφώνησαν να συμβάλλουν οικονομικά στην αντιμετώπισή της. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς αναγνωρίζει (((αποτελεί παραδοχή αποτυχίας των πολιτικών των Μνημονίων και άρα συμφωνία για))) την ανάγκη να γυρίσουμε σελίδα.
-Υπό το φως των σφοδρών αντιστάσεων στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και προσπάθειας να γυρίσει προς τα πίσω το περιεχόμενό της, προς το μνημόνιο μπορούμε να πούμε ότι ήταν – και ήταν – μια καλή για μας συμφωνία; Αν ναι, συνεχίζει να υπάρχει τώρα ο ίδιος συσχετισμός για να τη σταθεροποιήσει υλοποιημένη ή άλλαξε;
Αντέξαμε τρεις διαδοχικές πιέσεις οι οποίες για κάποιους θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανυπόφορους κραδασμούς στην παρούσα κυβέρνηση. Αντέξαμε και ξεπεράσαμε την πίεση αναφορικά με τις καταθέσεις στις τράπεζες και μάλιστα με απόλυτα λογικό τρόπο, με αποτέλεσμα και οι ίδιοι οι πολίτες να συμπεριφερθούν με ψυχραιμία και εμπιστοσύνη. Αντέξαμε και ξεπεράσαμε επίσης τη δραματική υστέρηση των εσόδων, που είχε σχεδιάσει αποχωρώντας η προηγούμενη κυβέρνηση, ελπίζοντας σε αριστερή παρένθεση. Ο τρίτος τομέας πίεσης, ο οποίος αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, αφορούσε το αν η Ελλάδα θα έβρισκε τα χρήματα να καλύψει όχι μόνο τις ανάγκες σε μισθούς και συντάξεις, αλλά και τις διεθνείς υποχρεώσεις της.
Παρά τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη οι πιέσεις συνεχίστηκαν, με κάποιους να επιδιώκουν την ακύρωσή της στην πράξη. Αυτό αποτελεί απάντηση σε όσους έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι η συμφωνία ήταν μια μεγάλη υποχώρηση από την πλευρά της νέας κυβέρνησης – αν ήταν όντως έτσι, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να επιδιώκει την ακύρωσή της η άλλη πλευρά.
Τα επιχειρήματα και η πολυδιαςτατη πολιτική συμμαχιών που αναπτύχθηκε αποδείχθηκαν απολύτως επαρκή, ώστε να ακυρωθεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση της συμφωνίας και να ξεκινήσει η υλοποίησή με νεα συγκεκριμένα βήματα σε συμφωνία με τους εταίρους.
-Η γεωπολιτική διάσταση στην ελληνική περίπτωση είναι δεδομένο. Πώς μπορεί, όμως, να αξιοποιηθεί, με δεδομένη την ευαισθησία του πεδίου αυτού, χωρίς να προκληθούν βλάβες, κύριες ή και παράπλευρες; Λαμβανομένου υπόψη ότι ο μόνος πραγματικός σύμμαχος όταν τίθεται ζήτημα Grexit ή και περαιτέρω λιτότητας είναι οι ΗΠΑ. Πώς κρίνεις ότι χειριστήκαμε ως τώρα αυτή τη διάσταση;
Αναφέρθηκα ήδη στην πολυδιάστατη πολιτική συμμαχιών που ακολουθούμε. Είδατε τα αποτελέσματά της. Κάποιοι υποστήριζαν ότι είμαστε μόνοι μας στην ΕΕ, ότι ο συσχετισμός είναι 18-1 στο Eurogroup κλπ. Στην πράξη δείξαμε ότι δεν είναι έτσι. Ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να κάθεται σε ένα τραπέζι με τους ηγέτες των δύο μεγαλύτερων ετέρων μας και τους επικεφαλής των κοινοτικών οργάνων και όχι μόνο να μην αισθάνεται μόνος αλλά η συζήτηση να καταλήγει σε συμφωνία, στη βάση των απόψεων που είχαν από την αρχή διατυπωθεί από εμάς ως βιώσιμη λύση.
Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας είναι μια εξαιρετικά σημαντική διάσταση, την οποία αντιλαμβάνονται και παραδέχονται δημόσια όλο και περισσότεροι από τους συνομιλητές μας. Είναι μια βασική πτυχή της πολιτικής συζήτησης που βρίσκεται σε εξέλιξη, μια πτυχή που νομίζω ορθώς αναδείξαμε. Ειδικά τώρα, που η χώρα βρίσκεται στη μέση ενός τριγώνου αστάθειας, με την κρίση στην Ουκρανία βόρεια, στην Αφρική νότια και δυτικά και στη Μ. Ανατολή ανατολικά, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να αναδεικνύει τα προτερήματα της Ελλάδας ως παράγοντα σταθερότητας, δημοκρατίας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.
-Ως τώρα τον όρο «ρήξη» τον «διαχειριζόταν» πολιτικά η από εδώ πλευρά. Τώρα τον αποδίδουμε (συνέντευξη Τσίπρα) στην άλλη, ως «πρόθεση σε μέρος» της άλλης πλευράς, στους «ακραίους εκπροσώπους των δανειστών».
Ποτέ δεν μιλήσαμε προεκλογικά για διάθεση ρήξης με κάποιον από τους εταίρους ή τους δανειστές μας. Αυτό που υποσχεθήκαμε και ήδη πράττουμε είναι να κάνουμε ότι χρειαστεί για να εγκαταλειφθούν οριστικά οι αδιέξοδες πολιτικές των Μνημονίων.
Η νέα κυβέρνηση είναι η πρώτη στην Ευρώπη με ξεκάθαρα αντινεοφιλελεύθερη ατζέντα. Αυτό είναι λογικό να γεννά διαφωνίες στις συζητήσεις που έχουμε με τις άλλες κυβερνήσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων συνεχίζουν να έχουν νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Αυτό, όμως, είναι μια πολιτική συζήτηση, που αναγνωρίζει τις διάφορες και επιζητά Μεαςα από διάλογο τη σύνθεση των απόψεων, στην κατεύθυνση αμοιβαία επωφελών λύσεων.
Όσο για τις αντιδράσεις από το εξωτερικό που αναφέρατε (και για τις οποίες μίλησε πρόσφατα και ο πρωθυπουργός), είναι λογικό να προκύπτουν καθώς το νεοφιλελεύθερο κατεστημένο που κυριαρχούσε απόλυτα μέχρι σήμερα, νιώθει να αμφισβητείται. Αυτό που δεν είναι θεμιτό είναι να υπονομεύεται ο διάλογος και να μην υπάρχει διάθεση εξεύρεσης κοινού τόπου αλλά να επιδιώκεται η ρήξη.
-Αν υπάρχει στρατηγική πολιτική αντίθεση όχι απλώς έλλειμμα κατανόησης, πώς μπορούμε να το υπερβούμε αυτό; Η ελλ. πλευρά ζητά να γίνει αποδεκτό ότι η προηγούμενη πολιτική έχει αποτύχει σε Ελλάδα και Ευρώπη. Μπορεί να υπάρξει κοινή λύση, επομένως; Σε ποια σημεία μπορεί να αναζητηθεί και πώς;
Ήδη οι εταίροι μας αποδέχθηκαν την αποτυχία των προηγούμενων πολιτικών, μιλώντας ανοικτά για την ανθρωπιστική κρίση που αυτές προκάλεσαν και συμφωνώντας να συμβάλλουν στην αντιμετώπισή της. Πέραν του προφανούς οικονομικού οφέλους (2 δισ. ευρώ μόνο φέτος) η παραδοχή αυτή έχει μεγάλη πολιτική σημασία, καθώς δεν μπορεί να συνεχίζουμε κάτι που όλοι συμφωνούμε ότι προκάλεσε ανθρωπιστική κρίση.
Οι εταίροι μας συμφώνησαν ότι ο μόνος αρμόδιος να καθορίσει τις πολιτικές στην Ελλάδα είναι η ελληνική κυβέρνηση. Γι’ αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό που το κοινό ανακοινωθέν της Πέμπτης αναφέρει με σαφήνεια ότι στην ελληνική πλευρά ανήκει η κυριότητα (ownership) των μεταρρυθμίσεων. Με τους εταίρους και τους δανειστές συζητάμε την πολιτική κατεύθυνση και στη συνέχεια εμείς αποφασίζουμε και πράττουμε. Αυτά αφορούν το εσωτερικό. Η κυβέρνηση που ψήφισαν οι Έλληνες θα είναι εκείνη που θα κυβερνά τον τόπο.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πιστεύουμε ότι αρκετές από τις πολιτικές που επικράτησαν τα προηγούμενα χρόνια τροφοδοτούν αντί να αντιμετωπίζουν την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ τα έλεγε αυτά εδώ και χρόνια, όταν ακόμα ήταν ένα μικρό κόμμα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Σήμερα η πλειοψηφία του ελληνικού λαού μας έφερε στην κυβερνηςη. Προφανώς αυτό δεν σημαίνει ότι υποχρεούνται να τις υιοθετήσουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που λογοδοτούν στους δικούς τους πολίτες. Σημαίνει, όμως, ότι για πρώτη φορά θα ξεκινήσει αυτός ο διάλογος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Και ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί μπορούν να αλλάξουν, καθιστώντας κυρίαρχες απόψεις που προηγουμένως φαίνονταν απομονωμένες. Υπό αυτό το πρίσμα αισιοδοξούμε ότι θα αλλάξουν οι συσχετισμοί στην Ευρώπη, ακριβώς όπως άλλαξαν στην Ελλάδα.
-Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο που ίσως προεκλογικά το ευχόμαστε αλλά είχαμε χίλιους φόβους. Διευρύνθηκε, αμέσως μετά το αποτέλεσμα, η βάση υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ, της κυβέρνησης και με ενεργά χαρακτηριστικά. Μάλιστα φαίνεται – έστω και μειούμενη κάπως – να «παρακολουθεί» τη διαπραγμάτευση και να τη «στηρίζει πολιτικά». Έχει αποδεχθεί και τον στόχο του «έντιμου συμβιβασμού» επειδή θεωρεί εμάς, όμως έντιμους. Αν αυτή η ανάλυση είναι σωστή πού αποδίδεις το φαινόμενο; Πόσο μπορεί να αντέξει; Πώς μπορεί να διαφυλαχθεί;
Η κυβέρνηση κατάφερε με τις πρώτες κινήσεις της να συσπειρώσει γύρω της ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ διανοηθεί ότι θα στηρίξουν μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής αριστεράς, σήμερα επενδύουν τις ελπίδες τους σε αυτή.
Πρόκειται για μία από εκείνες τις ιστορικές στιγμές που οι κοινωικες διεργαςιες οδηγούν σε μια βαθιά πολιτικη μεταστροφή αναδιατάσσοντας τους συσχετισμούς στην κοινωνία.
Οι πολίτες αυτοί αναγνωρίζουν σε μας τη συνέπεια στις θέσεις και τις προτάσεις μας, καθώς και την καθαρότητα στο λόγο αλλά και τιην προοπτική ρηξης με τις κυρίαρχες δομές συμφέροντων.
Χρέος μας είναι να μην τους απογοητεύσουμε. Όχι μόνο επειδή αυτό θα υπονόμευε τη δυναμική που αναπτύσσει η Αριστερά στον τόπο αλλά και επειδή θα επέφερε ένα βαρύτατο πλήγμα στη δημοκρατία μας. Οι πολίτες τους τελευταίους μήνες δείχνουν να πιστεύουν ξανά στους θεσμούς και να δείχνουν αυξημένο ενδιαφέρον για την πολιτική. Εμείς θέλουμε να τους κάνουμε να δουν διαφορετικά και τη σχέση τους με το κράτος, αναμορφώνοντας τη δημόσια διοίκηση και θέτοντάς την στην υπηρεσία του πολίτη και όχι επιμέρους συμφερόντων. Καθώς θα κινούμαστε στην κατεύθυνση αυτή, η σχέση με τους πολίτες θα δυναμώνει, επιτρέποντας στον τόπο να γυρίσει σελίδα, εγκαταλείποντας τα βάρη που μας κληροδότησε ο δικομματισμός των προηγουμένων 4 δεκαετιών.
-Μοιάζει η κυβέρνηση να έχει πετύχει το μείζον (προηγούμενη ερώτηση) δηλαδή της διευρυμένης στήριξης αλλά πάσχει στα «δεύτερα», «τρίτα», «τέταρτα» κτλ θέματα. Αποκαλύφθηκε ότι δεν υπήρχαν, επεξεργασμένες θέσεις ή και εκεί όπου υπήρχαν κάποτε τώρα κάμπτονται. Προκύπτουν και πυκνά – συχνά διαφωνίες. Κυρίως στο κόμμα όλα αυτά καταγράφονται με πικρία, αλλά προέχει το μείζον τώρα η διαπραγμάτευση. Πώς προκύπτουν όλα αυτά, τι υποδηλώνουν και πόσο μας βλάπτουν;
Κατ’ αρχάς για το θέμα των διαφωνιών. Χαρακτηριστικό του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ανέκαθεν η συνύπαρξη διαφορετικών απόψεων και η αναζήτηση κοινών τόπων. Τα χρόνια που προηγήθηκαν καταφέραμε να οικοδομήσουμε ένα αρκετά αποτελεσματικό πλαίσιο κοινής λειτουργίας, τόσο σε επίπεδο θεσμών όσο και σε πολιτική κουλτούρα. Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με νέες, πρωτόγνωρες προκλήσεις. Είναι απολύτως λογικό να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Όσο για τις θέσεις, βεβαίως και υπάρχουν. Έχουν εκφραστεί αναλυτικά στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ενώ αποτυπώνονται και στην επιστολή Βαρουφάκη και φυσικά στο εν εξελίξει νομοθετικό έργο της κυβέρνησης .
Υπάρχει και κάτι άλλο. Επιθυμούμε να προχωρήσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Ο διάλογος στον οποίο καλούμε τις πολιτικές δυνάμεις δεν είναι προσχηματικός – άρα δεν θέλουμε να τον προκαταβάλουμε ανακοινώνοντας αναλυτικές θέσεις που δεν επιδέχονται βελτιώσεις. Σαφώς και έχουμε τις απόψεις μας. Σαφώς και έχουμε την εντολή του ελληνικού λαού να τις εφαρμόσουμε. Ως δύναμη όμως που επιθυμεί να καλλιεργήσει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση στο κοινοβούλιο και πρωτίστως στον ελληνικό λαό. Την έχουμε απόλυτη ανάγκη για το δύσκολο έργο ανόρθωσης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
-Το πώς θα πορευθεί το ΑΕΠ το 2015 είναι κρίσιμο ζήτημα, πολλαπλά. Να μην βαδίσουμε στο κάτω πόδι του L. Πώς μπορούμε να το πετύχουμε αυτό; Με τι όρους και δράσεις; Πόσο μπορεί να βοηθήσουν οι θεσμοί της ΕΕ; Ίσως κάποιοι τρίτοι;
Βασική προϋπόθεση για να ανακοπεί η ύφεση και να αποφευχθεί μια μακρά περίοδο μαρασμού είναι η διακοπή των πολιτικών λιτότητας. Γι’ αυτό μας ψήφισε ο ελληνικός λαός και αυτό το αποδέχθηκαν πλέον οι εταίροι μας. Στη βάση αυτή θα κάνουμε τα επόμενα βήματα για να μεταστραφει η οικονομία. Πρέπει άμεσα να απαλλάξουμε επιχειρήσεις και νοικοκυριά από τα βάρη που συσσώρευσαν οι αδιέξοδες πολιτικές του παρελθόντος. Η ρύθμιση των «κόκκινων δανείων» και των χρεών έχει αυτή τη στόχευση.
Πρέπει, επίσης, να διοχετεύσουμε πόρους στην οικονομία, ώστε αυτή να «ανασάνει» και να αναπτυχθεί. Ακόμα και πριν την κρίση πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό σε σταθερή βάση είχαν μερικές χιλιάδες επιχειρήσεις, την ώρα που στην οικονομία υπάρχουν 800.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εμείς θέλουμε αυτό να αλλάξει, προσανατολίζοντας προς τους μικρομεσαίους και τη νεα επιχειρηματικότητα τόσο τους κοινοτικούς πόρους όσο και την τραπεζική χρηματοδότηση. Αυτό, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται εδώ και δεκαετίες ο τόπος (αντιμετώπιση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της γραφειοκρατίας, ρήξη με την διαπλοκή, αναδιάρθρωση κρατικού μηχανισμού), θα επιτρέψουν στην οικονομία να «ανοίξει βήμα», με τα οφέλη να διαχέονται στο σύνολο της κοινωνίας, ξεκινώντας από κάτω.
-Κόκκινα δάνεια. Μιλάμε ουσιαστικά για ένα σχέδιο με τρεις στόχους. Ο πρώτος είναι να ανασάνουν δανειολήπτες και επιχειρήσεις. Ο δεύτερος είναι να επανεκκινήσουν τη δραστηριότητά τους οι επιχειρήσεις και ο τρίτος να θωρακιστεί περαιτέρω το τραπεζικό σύστημα. Πότε θα υποβληθεί το σχετικό νομοσχέδιο και σε τι πόρους θα στηριχθεί;
Το σχέδιο αποβλέπει στη δημιουργία ενός δημόσιου φορέα διαχείρισης κόκκινων στεγαστικών δανείων. Ο φορέας θα ξεκινήσει να λειτουργεί με κεφάλαιο που θα αξιοποιηθεί για να αποκτηθούν τα δάνεια από τις τράπεζες. Οι τράπεζες ήδη έχουν εγγράψει προβλέψεις ζημιών, οπότε το συνολικό εξυγιαντικό αποτέλεσμα θα είναι πολλαπλάσιο. Προτεραιότητα έχουν βέβαια τα νοικοκυριά που βρίσκονται κάτω ή κοντά στο όριο της φτώχειας. Ο φορέας θα εξετάζει κάθε περίπτωση και θα αποφασίζει ανάλογα τις ρυθμίσεις. Όταν οι δανειολήπτες είναι σε θέση να εξυπηρετούν τα δάνειά τους, ο φορέας θα εισπράττει έσοδα και θα έχει πόρους για την αυτοχρηματοδότησή του. Χρονικά υπολογίζουμε ότι η πρότασή μας θα είναι έτοιμη σε 4 με 6 μήνες.
Επιθυμούμε, επίσης, να απαλλάξουμε τις επιχειρήσεις από συςςωρευμενα βάρη που ξέκοψαν λόγω της κριςης και αςυνατουν να εξυπηρετηςουν. Έχοντας αυτό στο μυαλό, θα προωθήσουμε όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να «ανασάνουν» διατηρώντας τη μέριμνα για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Ποια είναι η στρατηγική ανάπτυξης για το μέλλον;
Θέλουμε να προσανατολίσουμε τους πόρους της οικονομίας στην εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων, του δυναμικού ανθρώπινου δυναμικού, με παράλληλη ενίσχυση της εξωστρέφειας και των εγχώριων διαςυνδςεων. Προτεραιότητα θα έχουν τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, που αξιοποιούν το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας που σήμερα διαρρέει στο εξωτερικό. Μα Θέλουμε επίσης, στο πλάι του ιδιωτικού τομέα και της δημόσιας παρέμβασης να αναπτυχθεί ένας τρίτος πυλώνας της οικονομίας, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία. Πρόκειται για έναν κλάδο ιδιαίτερα αναπτυγμένο στο εξωτερικό, που όμως στην Ελλάδα ελάχιστα υπήρχε πριν την κρίση. Τα αδιέξοδα που γέννησε η κρίση έβαλαν τους σπόρους να αναπτυχθούν εγχειρήματα αλληλεγγύης. Αυτά θέλουμε όχι μόνο να τα ενθαρρύνουμε αλλά και να βάλουμε τις βάσεις για να ανθίσει η κοινωνική οικονομία, δηλαδή δράσεις που δεν έχουν ως στόχο το ιδιωτικό κέρδος αλλά το όφελος της κοινωνίας συνολικά. Οι δομές αυτές δεν θα πρέπει να υποκαταστήσουν την παρουσία του Δημοσίου αλλά να προστεθούν σε αυτή, επιτυγχάνοντας μια ποιοτική αλλαγή στη διάρθρωση της οικονομίας, που θα εγκαταλείπει τις αδιέξοδες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και θα λειτουργεί προς όφελος των πολλών και ασθενέστερων.