Ο Δρ. Κωνσταντίνος Χαρτζουλάκης, πρώην Διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών, γεωπόνος – ερευνητής, είναι ένας επιστήμονας με βαθιά γνώση στα αγροτικά ζητήματα και στα ιδιαιτέρα χαρακτηριστικά της αγροτικής παραγωγής στην Κρήτη.
Τα τελευταία χρόνια με σειρα ομιλιών που δίνει προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του σε αγρότες με στόχο ο πλούτος της κρητικής γης να αποφέρει τα μέγιστα οφέλη τόσο για όσουςε εργάζονται σε αυτή όσο και για όλη την κοινωνία. Όμως, τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην πορεία αυτή είναι πολλά.
Σε μία μεγάλη συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα μας ο Δρ. Κ. Χαρτζουλάκης περιγράφει τις σπουδαίες δυνατότητες που όμως παιρνούν ανεκμετάλλευτες. Αιτία οι πολλές αγκυλώσεις του παρελθόντος, οι πολλές κακές πρακτικές, οι κακές νοοτροπίες αλλά πρωτίστως η έλλειψη στρατηγικού εθνικού σχεδίου από τις κυβερνήσεις της χώρας.
Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης που δημοσιεύουμε σήμερα αναφέρεται στο ζήτημα των ελαιουργείων σημειώνοντας ότι λόγω εφαρμογης μη ορθών πρακτικών η υποβάθμιση της ποιότητας του ελαιολάδου μπορεί να φτάσει και το 30%.
Θεωρεί ότι η συνένωση των ελαιουργείων σε μεγαλύτερες μονάδες πρέπει να είναι το ζητούμενο αφού θα συμβάλλει στην ποιοτική αναβάθμιση του ελαιολάδου μεγαλώνοντας το οφελος για τον ελαιουργό. Ζητά απο την πολιτεία να δώσει οικονομικά για να προχωρήσουν οι συνενώσεις και ο εκσυγχρονισμός όμως την ίδια κατεύθυνση πρεπει να ακολουθήσουν οι ελαιουργοί «πριν αυτό γίνει από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που σκοπό θα έχουν τον πλήρη έλεγχο της αγοράς του Ελληνικού ελαιολάδου με τις όποιες συνέπειες γι αυτούς και την Έλληνα ελαιοπαραγωγό».
Σχετικά με την εισοδο και άλλων χωρών, όπως η Κίνα, στην παραγωγή ελαιολάδου ο κ. Χαρτζουλάκης τονίσει ότι η παγκόσμια παραγωγή αυξάνεται παράλληλα με την ζήτηση αναφέροντας η κατανάλωση ελαιολάδου θα συνεχίσει να αυξάνεται «γιατί όλο και περισσότεροι καταναλωτές αναγνωρίζουν τις ευεργετικές ιδιότητες του ελαιολάδου στην υγεία του ανθρώπου».
Όμως, η Ελλάδα δε μπορεί να έχει κάποιο ανταγωνιστικό ρόλο στο ζήτημα της μαζικής παραγωγής εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου.
Όπως λέει ο κ. Χαρτζουλάκης, η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί το συγκριτικό της πλεονέκτημα που είναι ο παραδοσιακός ελαιώνας και πρέπει να στραφεί στην παραγωγή πιστοποιημένου υψηλής ποιότητας και ασφάλειας ελαιολάδου.
Για να επιτευχθεί αυτό δεν επαρκεί η ύπαρξη των κατάλληλων ποικιλιών και οι ιδανικες εδαφο-κλιματικές συνθήκες που έχει ο τόπος μας. Στη σύγχρονη εποχή είναι απαραίτητες οι γνώσεις, η επιστημονική έρευνα, η εκπαίδευση και κατάρτιση, η επιχειρηματική οργάνωση και η έρευνα της αγοράς.
Τονίζει οτι είναι ανάγκη η διαμόρφωση στρατηγικής την οποία θα ακολουθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι, από τους παραγωγούς και τους ελαιοτριβείς, τους τυποποιητές, τους εμπόρων και τους εξαγωγείς, που θα πρέπει να τυγχάνει και της στήριξης από την πολιτεία με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Όσον αφορά το χύμα ελαιόλαδο από την Κρήτη που πωλείται στην Ιταλία, ο κ. Χαρτζουλάκης ότι όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα των λανθασμένων πολιτικών που ακολουθήθηκαν από την 10ετία του 80 και δυστυχώς συνεχίζονται μέχρι σήμερα:
«Όταν στην Ελλάδα πάνω από το 80% του ελαιολάδου ήταν εξαιρετικό παρθένο, η ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΗ διακινούσε πάνω από τα 2/3 του ελαιολάδου και η ΕΟΚ έδινε άφθονα χρήματα για την δημιουργία ‘brand names’ , κάποιοι ξεπουλούσαν χύμα το ελληνικό ελαιόλαδο για ψίχουλα στους Ιταλούς για να δημιουργήσουν τα δικά τους ‘brand names’ που επικρατούν μέχρι σήμερα. Γι αυτό και απολαμβάνουν σήμερα μέχρι και διπλάσιες τιμές από του Έλληνες παραγωγούς».
Αναφορικά με την κλιματική αλλαγή και το κατά πόσο κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη χρησιμοποιησης νέων τεχνικών και τεχνολογιών στην καλλιέργεια ο κ. Χαρτζουλάκης είπε ότι «πάντα υπήρχαν προβλήματα στην αγροτική παραγωγή με τα ακραία καιρικά φαινόμενα».
Όμως, από την 10ετία του 1960 και μετά άλλαξαν οι γεωργικές πρακτικές, η μηχανοποίηση επεκράτησε και οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στον αγροτικό χώρο πολλαπλασιάστηκαν ανεξέλεγκτα:
«Η αύξηση της παραγωγής συνοδεύτηκε με την υπερεκμετάλλευση της αγροτικής γης, την υπερλίπανση, την υπεράρδευση, την υπεράντληση, την αλόγιστη χρήση αγροχημικών που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο αγροτικό οικοσύστημα».
Όμως υπάρχουν και ορθές πρακτικές, και υπάρχει και σημααντική τεχνογνωσία. Η πολιτεία οφείλει να βοηθήσει στη διάχυση της γνώσης στους παραγωγούς μέσω δομών που έχει ή θα πρέπει να δημιουργήσει και επιδεικτικών αγρων που θα εγκαταστήσει σε διάφορες περιοχές.
Όπως λεει:
«Η επιμόρφωση των αγροτών στις ορθές πρακτικές είναι επιτακτική και πρέπει να είναι συνεχής».
Σε ερώτηση για το κατά πόσο μπορεί η αγροτική παραγωγή να ξαναμετατραπεί στο δεύτερο αναγκαίο πυλώνα τη οικονομίας της Κρήτης ο κ. Χαρτζουλάκης σημείωσε ότι «η ευημερία, αν όχι και η ύπαρξη ενός λαού συνδέεται με τη διατροφική του επάρκεια»:
«Όταν το 2017 που κλήθηκα στο Ιράν για την ελαιοκαλλιέργεια ρώτησα ένα αξιωματούχο γιατί ασχολείστε με μια καλλιέργεια που είναι επισφαλής λόγω εδαφοκλιματικών συνθηκών μου απάντησε ότι θέλουμε να αυξήσουμε την επάρκεια μας σε φυτικά έλαια για την διατροφή του πληθυσμού σε περίπτωση ενός αποκλεισμού, γιατί το πετρέλαιο …δεν τρώγεται.»
Διαβάστε ολόκληρο το β’ μέρος της συνέντευξης του Δρ. Κωνσταντίνου Χαρτζουλάκη:
ΕΡ.: Στην Ελλάδα φαίνεται ότι δεν υπάρχει ενιαία στρατηγική για τον αγροτικό τομέα. Και πέραν του ελλειμματος στρατηγικής φαίνεται οτι ακόμα και οι πολιτικές αλλάζουν αναλόγως ποιο κόμμα βρίσκεται στην εξουσια. Ας πούμε, στο ζήτημα των ελαιοτριβείων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ταχθεί υπέρ της μείωσης του αριθμού των ελαιοτριβείων τη στιγμή όπου πολλοί αγρότες τονίζουν ότι η ποιότητα του ελαιολάδου εξαρτάται από την άμεση επεξεργασία του, κάτι που μπορούν να προσφέρουν μόνο τα μικρά ελαιοτριβεία. Η μείωση της ποιότητας του ελαιολάδου, μπορεί να δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τον κρητικό παραγωγό και μακροχρόνια οφέλη;
Κωνσταντίνος Χαρτζουλάκης: Όταν δεν υπάρχει εθνική στρατηγική με στόχους με βάση τις δυνατότητες και την παγκόσμια κατάσταση είναι φυσική συνέπεια η αποσπασματική διαχείριση από την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Όσον αφορά τα ελαιουργεία είναι γνωστό ότι η υποβάθμιση της ποιότητας του ελαιολάδου (χημικά και οργανοληπτικά) μπορεί να φτάσει μέχρι 30% και κατ’ άλλους και παραπάνω, λόγω μη ορθών πρακτικών που εφαρμόζονται στα μικρής δυναμικότητας ελαιουργεία, όπως η παραμονή του ελαιόκαρπου στα σακιά για 2-3 μέρες, η μη εφαρμογή των προδιαγραφών υγιεινής και ασφάλειας κατά την επεξεργασία του ελαιοκάρπου, την εξαγωγή και την αποθήκευση του ελαιολάδου. Αυτό γίνεται όχι επειδή το θέλουν οι ελαιουργοί, αλλά επειδή δεν μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά αν εφαρμόσουν αυστηρά, όπως πρέπει τους κανονισμούς λειτουργίας.
Η συνένωση των ελαιουργείων σε μεγαλύτερες μονάδες σε τοπικό επίπεδο θα δημιουργήσει προϋποθέσεις επεξεργασίας του ελαιοκάρπου εντός 24 ωρών από τη συγκομιδή και πλήρους εφαρμογής των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας συμβάλλοντας στην ποιοτική αναβάθμιση του ελαιολάδου και όφελος για τον ελαιοπαραγωγό. Αν η πολιτεία θέλει να συμβάλει στην ποιοτική αναβάθμιση του Ελληνικού ελαιολάδου θα πρέπει άμεσα να δώσει οικονομικά κίνητρα για την συνένωση και εκσυγχρονισμό των μικρών μονάδων. Και οι ελαιουργοί να συνεργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση, πριν αυτό γίνει από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που σκοπό θα έχουν τον πλήρη έλεγχο της αγοράς του Ελληνικού ελαιολάδου με τις όποιες συνέπειες γι αυτούς και την Έλληνα ελαιοπαραγωγό.
ΕΡ.: Βλέπουμε ότι μια σειρά χώρες που δεν είχαν παραγωγή ελαιολάδου πλέον αναπτύσσονται ταχύτατα, όπως η Κίνα. Η Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη το άνοιγμα της αγοράς αλλά και τις συνθήκες παραγωγής που έχουν μείνει πολύ πίσω, μπορεί να είναι ανταγωνιστική;
Κ.Χ.: Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (IOC) η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου αυξάνεται παράλληλα με την ζήτηση τα τελευταία 20 χρόνια. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές, ενώ δυναμικά αυξάνεται η κατανάλωση ελαιολάδου στην Κίνα, τη Ρωσία, την Ινδία, τη Βραζιλία και άλλες χώρες. Και η κατανάλωση θα συνεχίσει να αυξάνεται γιατί όλο και περισσότεροι καταναλωτές αναγνωρίζουν τις ευεργετικές ιδιότητες του ελαιολάδου στην υγεία του ανθρώπου.
Η ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα με τα δομικά προβλήματα που έχει δεν μπορεί να «παίξει» µε ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής στη ‘μαζική’ παραγωγή εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Με συγκριτικό πλεονέκτημα τον παραδοσιακό ελαιώνα, τις ποικιλίες, τις χαμηλές εισροές, κλπ σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε. (Ισπανία, Πορτογαλία) και της Μεσογειακής λεκάνης (Μαρόκο, Τυνησία, Αίγυπτος, κλπ), πρέπει να στραφεί στην παραγωγή πιστοποιημένου υψηλής ποιότητας (συμπεριλαμβανομένης και της οργανοληπτικής) και ασφάλειας ελαιολάδου με σημαντική προστιθέμενη αξία, ιδιαίτερα σήμερα που η παγκόσμια αγορά είναι ελλειμματική.
Υπάρχουν το γενετικό υλικό (ποικιλίες) και οι εδαφο-κλιματικές συνθήκες για να επιτευχθεί ο στόχος. Όμως, δεν φτάνουν. Στη νέα τάξη πραγμάτων είναι απαραίτητες οι γνώσεις, η επιστημονική έρευνα, η εκπαίδευση και κατάρτιση, η επιχειρηματική οργάνωση και η έρευνα της αγοράς. Μια δυναμική ελληνική απάντηση στην επιδιωκόμενη από τους Ισπανούς ‘ελαιοκομική παγκοσμιοποίηση’ θα μπορούσε να είναι η επιλογή, καλλιέργεια και ανάδειξη σε κάθε περιοχή των ντόπιων ελληνικών ποικιλιών, όπου είναι δυνατό. Και βέβαια αυτή τη στρατηγική θα πρέπει να ακολουθήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στην αλυσίδα του ελαιολάδου, παραγωγοί, ελαιοτριβείς, τυποποιητές, έμποροι και εξαγωγείς και να υποστηριχθεί σταθερά από την πλευρά της Πολιτείας με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία και πρωτοβουλίες.
ΕΡ.: Την ίδια στιγμή, είναι γνωστό ότι το Κρητικό λάδι πωλείται επί χρόνια σε πολλές χώρες του εξωτερικού όπου συσκευάζεται και καταλήγει στις αγορές σε πολύ υψηλές τιμές. Τι πρέπει να αλλάξει ώστε να σταματήσει αυτή η έμμεση κλοπή του πλούτου που παράγει η γη;
Κ.Χ.: Είναι το αποτέλεσμα των λανθασμένων πολιτικών που ακολουθήθηκαν από την 10ετία του 80 και δυστυχώς συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Όταν στην Ελλάδα πάνω από το 80% του ελαιολάδου ήταν εξαιρετικό παρθένο, η ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΗ διακινούσε πάνω από τα 2/3 του ελαιολάδου και η ΕΟΚ έδινε άφθονα χρήματα για την δημιουργία ‘brand names’ , κάποιοι ξεπουλούσαν χύμα το ελληνικό ελαιόλαδο για ψίχουλα στους Ιταλούς για να δημιουργήσουν τα δικά τους ‘brand names’ που επικρατούν μέχρι σήμερα. Γι αυτό και απολαμβάνουν σήμερα μέχρι και διπλάσιες τιμές από του Έλληνες παραγωγούς.
Σήμερα δεν είναι 1980 που το Ελληνικό ελαιόλαδο ‘επαιζε΄ σχεδόν μόνο του στην παγκόσμια αγορά. Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας, στόχευση στην ποιότητα με οδικό χάρτη, συστράτευση όλων των εμπλεκομένων, συνέπεια και συνεχή προσπάθεια.
ΕΡ.: Με την κλιματική αλλαγή να παίζει ένα όλο και πιο σημαντικό ρολο και να επηρεάζει την αγροτική παραγωγή, χρειάζονται ανάλογες προσαρμογές στα νέα δεδομένα. Και το ΕΘΙΑΓΕ έχει πραγματοποιήσει πρωτοποριακά πειράμματα για την βελτίωση της παραγωγής της ελιάς υπό τις νέες συνθήκες. Μήπως η κλιματική αλλαγή κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για οργάνωση και συντονισμό των αγροτών αφού πλέον δίχως τα κατάλληλα εργαλεία και την τεχνογνωσία, οι συνέπειες για την παραγωγή θα είναι πολύ πιο σημαντικές; Τι πρέπει να κάνει η πολιτεία;
Κ.Χ.: Η κλιματική αλλαγή υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει αφού οφείλεται κυρίως σε φυσικούς παράγοντες που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Και πάντα υπήρχαν προβλήματα στην αγροτική παραγωγή με τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Από την 10ετία του 60 και μετά άλλαξαν οι γεωργικές πρακτικές, η μηχανοποίηση επεκράτησε και οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στον αγροτικό χώρο πολλαπλασιάστηκαν ανεξέλεγκτα. Η αύξηση της παραγωγής συνοδεύτηκε με την υπερεκμετάλλευση της αγροτικής γης, την υπερλίπανση, την υπεράρδευση, την υπεράντληση, την αλόγιστη χρήση αγροχημικών που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο αγροτικό οικοσύστημα. Το Ινστιτούτο στα πλαίσια προγραμμάτων της Ε.Ε. συμμετείχε προγράμματα για τις ορθές πρακτικές που πρέπει να εφαρμόζονται κάτω από τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν και υπάρχει σημαντική τεχνογνωσία. Αυτό που πρέπει να γίνει από την πολιτεία είναι η διάχυση της γνώσεις στους παραγωγούς μέσω των δομών που έχει ή θα δημιουργήσει και επιδεικτικούς αγρούς που θα εγκαταστήσει σε διάφορες περιοχές. Η επιμόρφωση των αγροτών στις ορθές πρακτικές είναι επιτακτική και πρέπει να είναι συνεχής.
ΕΡ.: Με την πανδημία φανερώθηκε η απόλυτη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό με τις συνεπειες για την ελληνική κοινωνία λόγω της κατάρρευσης του εισοδήματος και της κατακόρυφης αύξησης της ανεργίας σε περιοχές που εξαρτώνται από τον τουρισμό, όπως η Κρήτη, να είναι τρομακτικές. Μπορεί η αγροτική παραγωγή να γίνει ξανά ο δεύτερος αναγκαίος πυλώνας όπου θα στηρίζεται η ελληνική οικονομία;
Κ.Χ.: Η διαχρονική έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος και σχεδιασμού για την αγροτική παραγωγή οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Και η ευημερία, αν όχι και η ύπαρξη ενός λαού συνδέεται με τη διατροφική του επάρκεια. Όταν το 2017 που κλήθηκα στο Ιράν για την ελαιοκαλλιέργεια ρώτησα ένα αξιωματούχο γιατί ασχολείστε με μια καλλιέργεια που είναι επισφαλής λόγω εδαφοκλιματικών συνθηκών μου απάντησε ότι θέλουμε να αυξήσουμε την επάρκεια μας σε φυτικά έλαια για την διατροφή του πληθυσμού σε περίπτωση ενός αποκλεισμού, γιατί το πετρέλαιο …δεν τρώγεται. Η αγροτική παραγωγή στην Κρήτη πρέπει να γίνει ξανά ένας πυλώνας ανάπτυξης και ευημερίας και συνδυάζεται με την τουριστική βιομηχανία. Αρκεί να επενδύσουμε προς αυτή την κατεύθυνση αφού υπάρχουν οι άριστες εδαφοκλιματικές συνθήκες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News και στο facebook και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις