Μια εκτενής επιστημονική έκθεση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) ανοίγει ξανά τη συζήτηση για την προτεινόμενη γραμμή υψηλής τάσης 150 kV Χανιά – Δαμάστα, επισημαίνοντας σοβαρές συγκρούσεις με το χωροταξικό πλαίσιο και σημαντικές περιβαλλοντικές και πολιτιστικές επιβαρύνσεις. Η μελέτη, που παραδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2025 στην Περιφερειακή Ένωση Δήμων (ΠΕΔ) Κρήτης, χαρακτηρίζει το έργο ως «μη βιώσιμο» με την παρούσα χάραξη.
Η έκθεση αποτελεί την πρώτη φάση της μελέτης που εκπονήθηκε από διεπιστημονική ομάδα του ΕΜΠ, υπό τον καθηγητή Δημήτρη Καλιαμπάκο και τους καθηγητές Νίκο Μπελαβίλα, Δημήτρη Δαμίγο, Ειρήνη Κλαμπατσέα και Λευκή Παπαδά.
Η μελέτη ανατέθηκε βάσει προγραμματικής σύμβασης ΠΕΔ Κρήτης – ΕΜΠ, σε συνέχεια της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του ΑΔΜΗΕ, η οποία είχε εγκριθεί από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κρήτης τον Μάιο του 2025.
Το έργο αφορά νέα γραμμή μήκους 101,3 χιλιομέτρων από τον Υποσταθμό Χανίων έως τη Δαμάστα Ηρακλείου, εκ των οποίων τα 96,8 χλμ. είναι εναέρια και 4,5 χλμ. υπόγεια. Στόχος είναι η ενίσχυση της ηλεκτρικής τροφοδοσίας του νησιού και η βελτίωση της ενεργειακής διασύνδεσης.
Η ΠΕΔ Κρήτης ζήτησε τη συνδρομή του ΕΜΠ λόγω των έντονων τοπικών αντιδράσεων και της ανάγκης για ανεξάρτητη επιστημονική αξιολόγηση των επιπτώσεων και των διαθέσιμων εναλλακτικών.
Σαφές συμπέρασμα: Η υπάρχουσα χάραξη δεν είναι βιώσιμη
Η μελέτη δεν αμφισβητεί την ανάγκη ενίσχυσης του ενεργειακού συστήματος της Κρήτης. Ωστόσο διαπιστώνει ότι η προτεινόμενη όδευση παρουσιάζει σοβαρές ασυμβατότητες με το θεσμικό και χωροταξικό πλαίσιο, σημαντικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, άμεσες πολιτιστικές επιβαρύνσεις, έλλειψη συνεκτικής στρατηγικής σε περιοχές διεθνούς προστασίας.
Το συμπέρασμα της επιστημονικής ομάδας είναι κατηγορηματικό: η προτεινόμενη χάραξη, όπως έχει σχεδιαστεί, δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη.
Η λύση, κατά τους μελετητές, βρίσκεται στην επανεξέταση των εναλλακτικών οδεύσεων, στην υπογειοποίηση κρίσιμων τμημάτων και στη θέσπιση ενός μοντέλου ενεργειακής ανάπτυξης που λαμβάνει υπόψη την περιβαλλοντική και πολιτισμική ταυτότητα του νησιού.
Περιβαλλοντικές και πολιτιστικές επιπτώσεις: 112 πυλώνες σε ζώνες ιδιαίτερης αξίας
Η έρευνα καταγράφει μια σύνθετη εικόνα σημαντικών επιβαρύνσεων:
Διέλευση από προστατευόμενες περιοχές
Η γραμμή διασχίζει 39,4 χιλιόμετρα Natura 2000, ενώ πλησιάζει σε απόσταση μόλις 500 μέτρων τον Εθνικό Δρυμό Λευκών Ορέων.
Επηρεάζονται επίσης:
-
τοπίο Φρε – Τζιτζιφές – Νίπος,
-
η Λίμνη Κουρνά,
-
γεωλογικός και φυσιογραφικός σχηματισμός του Ψηλορείτη.
Στο Γεωπάρκο UNESCO Ψηλορείτη η γραμμή εκτείνεται σε μήκος 35 χιλιομέτρων με 98 πυλώνες, τέμνοντας το φυσικό ανάγλυφο και αλλοιώνοντας τη γραμμή του ορίζοντα.
Επιπτώσεις στην πολιτιστική κληρονομιά
Η μελέτη καταγράφει ότι η χάραξη διέρχεται μέσα ή δίπλα σε αρχαιολογικούς και ιστορικούς τόπους, μεταξύ των οποίων Αρχαιολογικός χώρος Ελεύθερνας, Μονή Αρκαδίου, Αρχαία Λάππα, Νεκρόπολη Αρμένων, παραδοσιακά μιτάτα του Ψηλορείτη.
Οι οπτικές επιβαρύνσεις κρίνονται «σημαντικές», με τους μελετητές να επισημαίνουν ότι ενδέχεται να προκληθεί «σοβαρή απομείωση του πολιτιστικού τοπίου» σε μνημεία παγκόσμιας σημασίας.
Σύγκρουση με χωροταξικό και θεσμικό πλαίσιο
Η μελέτη διαπιστώνει ότι η χάραξη παραβλέπει θεμελιώδεις προβλέψεις του Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου Κρήτης (2017), το οποίο δίνει προτεραιότητα στην προστασία ορεινών όγκων, στη διατήρηση της φυσιογνωμίας της ενδοχώρας, σε ήπια μορφή ανάπτυξης.
Παράλληλα, εντοπίζονται ασυμβατότητες με το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού, που απαιτεί αποφυγή διελεύσεων από Natura και αρχαιολογικές ζώνες, καθώς και υπογειοποίηση σε παραδοσιακούς οικισμούς.
Η ΜΠΕ του έργου, κατά το ΕΜΠ, εμφανίζει «επιλεκτική συμβατότητα» με το θεσμικό πλαίσιο, υποβαθμίζοντας ή παρακάμπτοντας κρίσιμες επιπτώσεις.
Διεθνής εμπειρία: Υπογειοποίηση ως βέλτιστη πρακτική
Η έκθεση ενσωματώνει παραδείγματα από ΗΠΑ, Ελβετία, Γερμανία και Αυστραλία, όπου υπόγεια δίκτυα παρουσιάζουν υψηλότερη ανθεκτικότητα, μειώνουν κινδύνους πυρκαγιών, προστατεύουν το τοπίο και την πολιτιστική κληρονομιά.
Η Swissgrid (2024) αναφέρει ότι το 90% των διακοπών ηλεκτροδότησης στην Ευρώπη συνδέονται με καιρικά φαινόμενα που επηρεάζουν αποκλειστικά εναέριες γραμμές.
Στην Ελλάδα, υπενθυμίζεται ότι σημαντικές πυρκαγιές, όπως της Βαρυμπόμπης το 2021, προκλήθηκαν από βλάβες σε εναέρια δίκτυα υψηλής τάσης.
Περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα
Οι μελετητές καταγράφουν επιπτώσεις σε οπτικό και ακουστικό περιβάλλον, βιοποικιλότητα και ορνιθοπανίδα, χρήσεις γης και αξίες ακινήτων, αγροτική παραγωγή και τοπική οικονομία.
Η ανάγκη ουσιαστικής συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στον σχεδιασμό αναδεικνύεται ως κρίσιμη παράμετρος της βιωσιμότητας του έργου.
Η πρόταση του ΕΜΠ: Επανεξέταση και υπογειοποίηση
Το ΕΜΠ εισηγείται ριζική επανεξέταση της όδευσης, υπογειοποίηση στα πλέον ευαίσθητα τμήματα (Ψηλορείτης, Λευκά Όρη, μνημεία Ελεύθερνας και Αρκαδίου), αναθεώρηση του κόστους/οφέλους ώστε να αποτιμώνται και οι «μη χρηματικές αξίες» του τοπίου και του πολιτισμού.
«Δοκιμασία ωριμότητας για την Κρήτη»
Η έκθεση χαρακτηρίζει το έργο ως κρίσιμο σταυροδρόμι για το νησί:
αν η ενεργειακή μετάβαση θα προχωρήσει με σεβασμό στο περιβάλλον και στην πολιτιστική κληρονομιά ή αν θα επικρατήσει μια στενά τεχνοκρατική προσέγγιση.
«Η ενεργειακή ενίσχυση της Κρήτης είναι αναγκαία. Ο τρόπος υλοποίησης, όμως, θα δείξει αν το νησί μπορεί να προχωρήσει σε βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς να υποθηκεύσει τα φυσικά και πολιτιστικά του κεφάλαια», σημειώνει η μελετητική ομάδα.
Επόμενα βήματα
Η Β’ φάση της μελέτης, που θα ολοκληρωθεί το 2026, θα περιλαμβάνει πλήρη τεχνική και περιβαλλοντική συγκριτική αξιολόγηση των εναλλακτικών οδεύσεων, αντιπαραβολή με τη ΜΠΕ του έργου, τεκμηριωμένη βάση για δημόσια διαβούλευση και λήψη πολιτικής απόφασης.
Το ΕΜΠ υπογραμμίζει ότι η έκθεση λειτουργεί ως «εργαλείο τεκμηρίωσης και διαλόγου» και όχι ως απόπειρα αντιπαράθεσης με τον φορέα υλοποίησης.
Το διακύβευμα για την Κρήτη
Η συζήτηση για τη γραμμή 150 kV Χανιά – Δαμάστα δεν αφορά μόνο ένα τεχνικό έργο.
Αγγίζει την καρδιά της σχέσης του νησιού με τον φυσικό και πολιτιστικό του πλούτο, την ποιότητα ζωής στις τοπικές κοινωνίες και το μοντέλο ανάπτυξης που θέλει να ακολουθήσει η Κρήτη τις επόμενες δεκαετίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έκθεση του ΕΜΠ έρχεται να λειτουργήσει ως αφετηρία για έναν αναγκαίο και ώριμο δημόσιο διάλογο.



