17.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Συνομιλώντας με τη Ρέα Γαλανάκη: “Έπρεπε να επιμείνω σε αυτό που με φόβιζε”

Ημερομηνία:

Μια σε βάθος συζήτηση με τη Ρέα Γαλανάκη με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα Η Άκρα Ταπείνωση (εκδ. Καστανιώτη).

Του Κώστα Κατσουλάρη

Με το τελευταίο της μυθιστόρημα η Ρέα Γαλανάκη επιχειρεί, για πρώτη φορά ίσως με τόσο ευθύ τρόπο, να αναβαπτίσει την τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα, την Ελλάδα της κρίσης, μέσα σε πιο παλιά και βαθιά νερά, δίνοντας οξυγόνο και πνοή σε καταστάσεις, εν πολλοίς, αδιέξοδες. Οι ηρωίδες της, δυο γυναίκες που έχουν βρεθεί στο περιθώριο της κοινωνίας, βρίσκονται ξανά στο κέντρο των γεγονότων, τη νύχτα που η Αθήνα τυλίγεται στις φλόγες. Χρησιμοποιώντας το κέντρο της Αθήνας ως διαρκώς μεταβαλλόμενη σκηνή, η Γαλανάκη στήνει ένα πολύτροπο δράμα στο οποίο, όπως και στην πόλη γύρω μας, συνυπάρχουν πολλαπλά επίπεδα εγγραφών. Παράλληλα, διακρίνει κανείς μερικούς χαρακτηριστικούς «τύπους» της Ελλάδας των τελευταίων χρόνων, από τον ασυμβίβαστο αντιεξουσιαστή έως τον αδίστακτο χρυσαυγίτη, κι από τον πολιτικάντη που εξαργύρωσε τη συμμετοχή του στο «Πολυτεχνείο» μέχρι τον βουβό αποσυνάγωγο μιας συκοφαντημένης γενιάς.

Κ.Κ.: Η δράση του βιβλίου σας τοποθετείται κυρίως στην άνοιξη του 2012, σε μια Αθήνα γνώριμη από τους τηλεοπτικούς δέκτες, σε γεγονότα των οποίων ο κουρνιαχτός ακόμη δεν έχει κατακάτσει. Εννοώ, ο εμπρησμός και οι αλλεπάλληλες καταστροφές του Κέντρου, καταστημάτων και κινηματογράφων· η μετατροπή της πόλης σε πεδίο μάχης (ή και άσκησης μικροπολιτικής, εμμέσως, λένε άλλοι), η πυροδότηση και ενίσχυση ενός λαϊκισμού που στράφηκε ευθέως ενάντια στη Δημοκρατία και στη Βουλή (μούντζες προς το κοινοβούλιο και αντικοινοβουλευτικά συνθήματα) και η άνδρωση μέσα και από την ενίσχυση αυτών των ιδεολογιών της Χρυσής Αυγής, μεταξύ άλλων ακροδεξιών ή ακροαριστερών πολιτικών χώρων, καταστάσεις που, ακόμη και σήμερα, διχάζουν για το πολιτικό και κοινωνικό τους νόημα. Εσείς βέβαια θελήσατε να αναδείξετε περισσότερο την απελευθερωτική διάσταση των διαδηλώσεων, το θετικό πολιτικό τους περιεχόμενο, ωστόσο το ερώτημα είναι: δεν φοβηθήκατε να καταπιαστείτε με ένα τόσο θερμό πολιτικό και κοινωνικό υλικό, και ποια μέτρα πήρατε, ως συγγραφέας, για να αποφύγετε τις παγίδες που ενδεχομένως στήνει η παρείσφρηση της ζέουσας επικαιρότητας στη λογοτεχνία;

Ρ.Γ.: Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι στο μυθιστόρημα επικεντρώνομαι εξίσου και στις δυο φάσεις της 12ης Φεβρουαρίου του 2012. Δηλαδή, στην πάνδημη ειρηνική πολιτική διαδήλωση που προηγήθηκε, και κατόπιν στη γνωστή παρεκτροπή της με εμπρησμούς και σημαντικές καταστροφές της Αθήνας. Η αρχική διαδήλωση δεν θα μπορούσε παρά να έχει ένα απελευθερωτικό νόημα για τις δυο ηλικιωμένες γυναίκες για διάφορους λόγους: Την ταυτίζουν με τις ηρωικές διαδηλώσεις της νεότητάς τους. Γνωρίζουν ότι είναι νόμιμο και δημοκρατικό δικαίωμα του πολίτη να διαμαρτύρεται και να διαδηλώνει, ιδίως αν, όπως στην παραπάνω περίπτωση, επρόκειτο να κοπούν οριζόντια, και για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια, κατά άλλα 25% οι συντάξεις των ηλικιωμένων. Οι ηρωίδες μου, που το μαθαίνουν από τύχη, βγαίνουν στον δρόμο κρυφά για να διαμαρτυρηθούν (κι εγώ που έζησα όλη τη δικτατορία, όπως και οι ηρωίδες μου, ξέρω καλά, ξέρω πικρά, τι σημαίνει δημοκρατία). Αισθάνονται απελευθερωμένες επειδή «το σκάνε» από την επιτήρησή τους για να βγουν, γι’ αυτό και χαίρονται σαν παιδιά το σκασιαρχείο τους. Η πρόχειρη επίσης μεταμφίεσή τους προκειμένου να το σκάσουν, τους χαρίζει κι ένα είδος καρναβαλικής απελευθέρωσης.

Απελευθέρωση, χαρά, δημοκρατικό δικαίωμα, όλα διαλύονται στο δεύτερο μισό εκείνης της νύχτας, όταν οι εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις, η πυρπόληση της πόλης, τα κυνηγητό, το χάσιμο της μνήμης από τον πανικό, τις φυλακίζει στον χαοτικό λαβύρινθο των δρόμων.

Φυσικά φοβήθηκα πολύ αυτό το ζέον θέμα. Αλλά ο φόβος δημιουργεί ντροπή, άρα και την επιθυμία να τον ξεπεράσεις – να ένα ακόμη, ας μου επιτραπεί να πω, δίδαγμα από τα χρόνια της δικτατορίας. Να το προσπαθήσεις έστω. Κι επειδή η κρίση με τάραξε αναδιατάσσοντας μέσα μου πολλές παγιωμένες αντιλήψεις, αποφάσισα να καταπιαστώ με ένα εμβληματικό γεγονός της κρίσης, γνωστό σε όλους μας. Αυτό θα αφαιρούσε τα πέπλα για να δω γυμνό το σώμα. Γράφοντας τόσα χρόνια, ήξερα ότι έπρεπε να επιμείνω ακριβώς σ’ αυτό που με φόβιζε, που με αναστάτωνε, έστω και ριψοκινδυνεύοντας κάθε φορά τις ισορροπίες μου. Αυτό σημαίνει για μένα συγγραφέας.

Αλλά για να ποιήσω λογοτεχνία, κι όχι ένα ξύλινο κομματικό λογύδριο ή ένα ηθικοπλαστικό κοινωνικό αφήγημα, σκέφτηκα να δω τα εμβληματικά γεγονότα με λοξή ματιά. Διότι η ματιά αυτή ήταν που θα έκανε το πραγματικό «ακόμη πιο πραγματικό», εάν πρόσθετε στον αναγκαίο ρεαλισμό των γεγονότων και την ερμηνευτική των συμβόλων, των μύθων, των φαντασιώσεων που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτή η λοξή ματιά ήταν που θα έδινε στο τραγικό παρόν την απαραίτητη για την λογοτεχνία (και τον εαυτό μας) διαχρονικότητα, που θα έκανε δηλαδή το εκρηκτικό παρόν Ιστορία.

rea-galanaki-akra tapeinosiΆλλωστε, σκέφτηκα, γιατί να μας χρειάζεται η λεγόμενη απόσταση στη λογοτεχνία, και να μη μας χρειάζεται στον κινηματογράφο, για παράδειγμα; Και γιατί να θεωρούμε «απόσταση» στη λογοτεχνία μόνο τη χρονική απόσταση και όχι τη δημιουργία προσωπείων; Προφανώς δεν κόμισα γλαύκα ες Αθήνας, κάθε άλλο, αφού αυτό συμβαίνει πολύ συχνά στο πολιτικό-κοινωνικό μυθιστόρημα. Με τη μεγάλη, ωστόσο, διαφορά ότι εγώ ήθελα να αποφύγω, όπως ο διάβολος το λιβάνι, τα απλοϊκά συνήθως στερεότυπα του παραπάνω είδους. Επιπλέον «μοίρασα» εκείνη τη λοξή ματιά και στις δυο ηρωίδες μου, δυο μορφωμένες γυναίκες της μεσαίας τάξης που καταστρέφεται με την κρίση. Στο μυθιστόρημα οι δυο τους συγκροτούν ένα αρραγές δίδυμο, μένοντας όμως διακριτές η μια από την άλλη.

Κ.Κ.: Μια από τις δεσπόζουσες στο βιβλίο σας μοιάζει να είναι η υπεράσπιση των πραγματικά αδυνάμων, δίνοντας λόγο στο αληθινό κοινωνικό περιθώριο, σε ανθρώπους «αόρατους», όπως οι άστεγοι και οι «ψυχικά ασθενείς». Σε ποιο βαθμό αυτή η επιλογή σας εξυπηρετεί τις ανάγκες του συγκεκριμένου «πλαισίου» και σε ποιο βαθμό συνδέεται –αν συνδέεται– με τις ευρύτερες απόψεις σας για το ρόλο της λογοτεχνίας στον σύγχρονο κόσμο;

Ρ.Γ.: Σωστά διαβλέπετε μια πάγια λογοτεχνική μου, κι όχι μόνον λογοτεχνική, στάση μου. Με εμπνέουν άνθρωποι (υπαρκτοί ή επινοημένοι, ή κάτι ανάμεσα στα δύο) που αντιμετώπισαν ένα γνήσιο και δραματικό δίλημμα στη ζωή τους και υπέστησαν τις συνέπειες. Που υπήρξαν οριακοί, γι’ αυτό κι αξιοσημείωτοι. Που ξεχάστηκαν από την επίσημη Ιστορία αν και αρκετά σημαντικοί στον καιρό τους, όπως οι ήρωες των καθαρά ιστορικών μυθιστορημάτων μου. Ή, από την άλλη, άνθρωποι που κατάντησαν αόρατοι και βουβοί για τον διαβάτη των κεντρικών δρόμων στη σημερινή Αθήνα, και πλήθυναν πολύ με την κρίση, όπως συμβαίνει στο τελευταίο βιβλίο μου.

Με άλλα λόγια, το ανείπωτο δικό τους αφήγημα, το δικό τους δίκιο, η χροιά της φωνής τους. Αν ίσως ακουστεί ο, επινοημένος έστω από έναν συγγραφέα, λόγος τους, μπορεί να δονήσει συνειδήσεις. Μπορεί να μας κάνει πιο ανθρώπινους. Μπορεί να μας δώσει γνώση, επίγνωση, στοιχεία ταυτότητας, ή να στηρίξει μια δύσκολη στιγμή μας. Μπορεί καμιά φορά να αλλάξει τη ζωή μας. Αλλά μπορεί και να πέσει στο κενό – κανείς δεν ξέρει το αποτέλεσμα από πριν.

Ψάχνω λοιπόν τους λόγους αυτής της επιβεβλημένης αφάνειας, αγλωσσίας και αδικίας για να στήσω εκεί τον λογοτεχνικό μου αργαλειό. Και δουλεύοντας έχω στο νου μου τον αξεπέραστο ορισμό του Αριστοτέλη για την τραγωδία. Όχι ότι δεν μεσολάβησαν τόσα και τόσα στη λογοτεχνία, όχι ότι δεν ειπώθηκαν κι αλλά σπουδαία, πολύ σπουδαία, από τότε.

Κ.Κ.: Αντιμετωπίζετε την Αθήνα πότε ως μεγάλη θεατρική σκηνή (σε κάποιο σημείο λέτε ότι «η τραγωδία έχει αλλάξει, αφορά μόνο τους φτωχούς…»), μες στην οποία κινούνται οι δυο βασικότερες ηρωίδες σας με τα ονόματα Τειρεσία (από το Θηρεσία) και Νύμφη (από το Θεονύμφη), και την ίδια στιγμή ως παλίμψηστο, όπου διαφορετικές «στρώσεις ιστορίας» κάνουν την εμφάνισή τους (όπως και στα ονόματά τους, η μια να «εκπροσωπεί», τρόπον τινά, την αρχαιότητα, και η άλλη τη Χριστιανοσύνη). Από αυτή την άποψη, θα ήθελα να μου πείτε δυο λόγια για την επικράτηση του «χριστιανικών καταβολών» τίτλου «Η Άκρα Ταπείνωση» (που μάλιστα αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα) και τη βαθύτερη σχέση του με το θέμα του βιβλίου.

Ρ.Γ.: Όντως αντιμετωπίζω την Αθήνα σαν την μεγάλη υπαίθρια σκηνή του σύγχρονου δράματος, δηλαδή της κρίσης που ζούμε. Μια τραγωδία που δεν έχει πρωταγωνιστές τους επιφανείς αλλά τον απλό κόσμο. Στην τραγωδία υπάρχει πάντα, θα έλεγα, ένα υπόκωφο παλίμψηστο συμβολισμών, ερμηνειών, μύθων και ιστορικής μνήμης – ποιος θα τολμούσε, άλλωστε, να στοχαστεί και να μιλήσει για την «Αθήνα», αυτό το διαχρονικό και παγκόσμιο σύμβολο, χωρίς τους παραπάνω όρους; Το ψεύτικα ονόματα, οι αλλαγές και οι μεταμφιέσεις όχι μόνο των ηρωίδων μου αλλά και άλλων προσώπων στο μυθιστόρημα, επίσης σχετίζονται με την αντιμετώπιση της Αθήνας σαν υπαίθριας σκηνής θεάτρου, όπου παίζεται η μεγάλη «λαϊκή τραγωδία» των ημερών μας. Για παράδειγμα, το ψευδώνυμο «Τειρεσία» μου επιτρέπει την ψευδομαντική ματιά αυτής της μορφωμένης φιλολόγου, ενώ μας θυμίζει και την παρουσία του μάντη Τειρεσία σε μερικές αρχαίες τραγωδίες, ενώ το ψευδώνυμο «Νύμφη» απηχεί το ερωτικό τραύμα αυτής της αθεράπευτα ερωτευμένης ηρωίδας. Δεν έχει να κάνει με τον χριστιανισμό.

Ο τίτλος όμως του βιβλίου ανασύρεται από τις μεγάλες στιγμές της Βυζαντινής ζωγραφικής. Το Χριστός, η Άκρα Ταπείνωσιςείναι ένα μοτίβο που απεικονίζει την ταπείνωση του Χριστού με τον μαρτυρικό θάνατο ενός κοινού θνητού, προοιωνίζεται όμως και την ανάστασή Του. Ο Χριστός απεικονίζεται είτε μόνος, είτε με δυο γυναικείες μορφές εκατέρωθεν. Στο μυθιστόρημα περιγράφω μια συγκεκριμένη λιτή και αυστηρή εικόνα, βενετοκρητικής σχολής και συγκεκριμένου ζωγράφου, που κοσμεί σε περίοπτη θέση το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.

Κατά την άποψή μου, ωστόσο, κάθε σπουδαίο έργο τέχνης ξεφεύγει εν τέλει από τα όρια της εποχής του, από το θρησκευτικό ή το κοσμικό του πλαίσιο, για να γίνει αποδεκτό και από άλλες εποχές, άλλους ανθρώπους, άλλες προσλήψεις της τέχνης. Αυτό είναι που το καθιστά σπουδαίο.

rea-eleni

Κ.Κ.: Παρούσα στο βιβλίο σας είναι και η σύγχρονη Ιστορία. Από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών που δεσπόζουν σε ορισμένους τοίχους της πόλης μέχρι το μνημείο για τον Σωτήρη Πέτρουλα απέναντι από το Αττικόν, που μοιάζει να κοιτάζει με θλίψη τον φλεγόμενο κινηματογράφο. Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι η ιστορία της ίδιας της πόλης παίζει πραγματικά ρόλο σήμερα; Μήπως η αναζήτηση συναφειών και συσχετίσεων είναι μια εκ των υστέρων «κατασκευή»;

Ρ.Γ.: Η λογοτεχνία είναι από τη φύση της, είναι από πάντα και για πάντα μια κατασκευή, είναι αποτέλεσμα του ποιείν. Για μένα προσωπικά, η Ιστορία κάθε τόπου συνυπάρχει με το παρόν του, άλλωστε σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας έχω κάνει στο Αθήνησι. Ξέρω ότι κανείς τόπος δεν βγαίνει από παρθενογένεση ούτε υπάρχει ανεξάρτητα από το παρελθόν του, δηλαδή από τη νωπή ή και τη μακρινή, ακόμη και τη συμβολική του (μυθολογική) Ιστορία. Και μου αρέσει αυτό, εκτός του ότι ανοίγει πιο πλατιά τον συγγραφικό μου ορίζοντα. Για δώσω ένα απλό παράδειγμα, όποια στιγμή και να δει κανείς το δελτίο της ταυτότητάς του, παρατηρεί ότι, εκτός από τον ίδιο, είναι γραμμένο και ένα μέρος από το παρελθόν του, δηλαδή τα ονόματα των δυο γονέων του, ο χρόνος και ο τόπος γέννησής του, ο τόπος που πλέον ζει, μια διεύθυνση. Όλο αυτό το ανακάτεμα παρελθόντος και παρόντος, το αναπαράγει, με τον δικό της τρόπο η λογοτεχνία.

Κ.Κ.: Οι δυο βασικές ηρωίδες σας ανήκουν στην αποκαλούμενη Γενιά του Πολυτεχνείου, όπως κι ένας δευτερεύων αλλά επίσης σημαντικός ήρωας, ο «Πατριάρχης», θεράπων γιατρός των δυο κυριών, καθώς κι ένας τρίτος, ο Ορέστης, που ανήκει στον αναρχικό χώρο και υπερασπίζεται μια παράδοση «εξέγερσης», που μες στα χρόνια μπορεί να αλλάζει μεθόδους και στόχους. Μέσα από τις σκέψεις και τα αισθήματα αυτών των ηρώων επιχειρείτε να ανοίξετε έναν διάλογο ανάμεσα στη Γενιά του Πολυτεχνείου και τους επικριτές της, με σκοπό κυρίως την υπεράσπισή της, μια κι έγινε τα τελευταία χρόνια ένα είδος «πνευματικής μόδας» να φορτώνεται η ευθύνη για όλες τις παθογένειες και τα δεινά της χώρας στη συγκεκριμένη «γενιά». Ανήκοντας κι εσείς σε αυτή τη «γενιά», αισθάνεστε ότι έχει αδικηθεί στο δημόσιο λόγο των τελευταίων ετών; Πώς απαντάτε στον αντίλογο που λέει που λέει ότι οι άνθρωποι της γενιάς σας (και όχι μόνο οι πολιτικοί) κυριαρχούν στις θέσεις επιρροής, τόσο στα μέσα ενημέρωσης όσο και σε συμβολικούς χώρους, όπως η λογοτεχνία ή οι τέχνες, κι ότι κατά συνέπεια ο δικός τους λόγος ακούγεται πολύ περισσότερο από τον λόγο των επικριτών της;

Ρ.Γ.: Ο δικός μου αντίλογος είναι ότι στην περιώνυμη γενιά του Πολυτεχνείου (ας σημειώσω εδώ ότι εγώ αγγίζω με το ένα χέρι και την πριν από το Πολυτεχνείο γενιά) δεν υπάρχουν μόνο νικητές και διάσημοι, αλλά και πάρα πολλοί νικημένοι, αποτραβηγμένοι, διαψευσμένοι, αόρατοι και βουβοί, μπορεί κι ανέστιοι σε τούτη την τρομερή περίοδο που ζούμε. Αυτοί με ενδιαφέρουν πιο πολύ από τους νικητές και τους επώνυμους, γι’ αυτό και στο βιβλίο μου εκπροσωπούνται από τις «πρωταγωνίστριες», την Τειρεσία και τη Νύμφη. Για να γίνει όμως σαφέστερη η πολυπλοκότητα της γενιάς, υπάρχει στην αντίπερα όχθη και ο «πατριάρχης» που ανήκει στους διεφθαρμένους νικητές της, αλλά και αρκετά άλλα στοιχεία.

Είναι γνωστό επίσης ότι αν, γενικεύοντας απερίσκεπτα, κατηγορείς μια γενιά για όλα τα κακά, θα μπορούσες αντιστρέφοντας τη γενίκευση να πεις ότι απ’ αυτή τη γενιά προέρχονται και όλα τα καλά. Ας θυμηθούμε τον περίφημο διάλογο του αυτοκράτορα Θεόφιλου με την Κασσιανή, όπου της είπε ότι από την γυναίκα προέρχονται όλα τα κακά, για να του απαντήσει εκείνη ότι από την γυναίκα προέρχονται και όλα τα καλά. Το απλό συμπέρασμα είναι ότι οι γενικεύσεις είναι μάλλον επικίνδυνες. Προσθέτω, ωστόσο, ότι στο «για όλα φταίει η γενιά του Πολυτεχνείου», εγώ προσωπικά διακρίνω μια ύπουλη σκοπιμότητα, πολιτική και αντιδημοκρατική σκοπιμότητα.

galanaΌσο για τις Τέχνες και τα Γράμματα (τα υπόλοιπα δεν με αφορούν), πάνω κάτω όλοι ξέρουμε τι αξίζει και τι δεν αξίζει γύρω μας, ακόμη και με την πιθανότητα κάποιου λάθους. Ο χρόνος ήδη ξεκαθάρισε, και συνεχίζει να ξεκαθαρίζει πιο πολύ τα πράγματα. Έτσι συμβαίνει πάντα, με όλες τις «γενιές», μια ρηχή και παντός καιρού κατά τη γνώμη μου ταξινόμηση, που άνθισε στον εικοστό αιώνα. Προσωπικά πιστεύω ότι η πιο αξιόλογη τέχνη λίγη σχέση έχει με το σύνολο της λεγόμενης γενιάς της. Έχει ένα ρηξικέλευθο, μοναχικό και μαζί πολύ στέρεο χαρακτήρα που την εξαιρεί λίγο-πολύ από τις εύκολες κατατάξεις.

Ο διάλογος πάντως των λεγόμενων γενεών σε ένα άλλο επίπεδο είναι χρήσιμος και απαραίτητος, εφόσον δεν έχει παρωπίδες. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα αυτός ο διάλογος είναι ίσως το κεντρικό θέμα, περνά μέσα από την περίπλοκη σχέση μανάδων και γιών, αλλά δεν περιορίζεται μόνον εκεί.

Κ.Κ.: Η νεότερη γενιά εκπροσωπείται από τρεις χαρακτήρες, τον αναρχικό Ορέστη, που στην πορεία ασκεί αυτοκριτική και υιοθετεί πιο μετριοπαθείς πολιτικές θέσεις, την Δανάη, που αναζητά πολιτικές λύσεις με πιο πραγματιστικό τρόπο, μα πάντα στα Αριστερά, και τον Χρυσαυγίτη Τάκη, κρητικής καταγωγής, ο οποίος είναι και ο μόνος ξεκάθαρα και απόλυτα κακός του βιβλίου. Για τους άλλους χαρακτήρες σας που έχουν κι αρνητικά στοιχεία, δηλαδή τον Ορέστη (που φλερτάρει με την «επαναστατική βία», άλλως «τρομοκρατία») και περισσότερο τον «Πατριάρχη» (τον διεφθαρμένο εκπρόσωπο της Γενιάς του Πολυτεχνείου), υπάρχει και μια «δική τους αφήγηση» που, εν μέρει, εξηγεί ή και αμβλύνει την αρνητική τους πλευρά, αναδίνεται δηλαδή μια άλως μεταμέλειας. Τον Χρυσαυγίτη τον αφήσατε εντελώς «στεγνό», να εκφράζεται μόνο μέσα από απάνθρωπες πράξεις, όπως το να χαράζει τον αγκυλωτό σταυρό με το μαχαίρι πάνω στα μπράτσο ενός παιδιού. Σε ποιο βαθμό αυτό αντανακλά μια πολιτικά συνειδητή συγγραφική πράξη («καμιά δικαιολογία για τους χρυσαυγίτες») και σε ποιο βαθμό έτσι σας προέκυψε, γιατί σας ήταν αδύνατον να βρείτε μέσα σας την οποιαδήποτε δικαιολογία για έναν νέο άνθρωπο που εντάσσεται στη Χρυσή Αυγή;

Ρ.Γ.: Τίποτε στα βιβλία μου δεν «προέκυψε έτσι», ούτε καν ένα κόμμα, μια άνω τελεία, ή μια κανονική τελεία – τι να πω για τις λέξεις και τις έννοιες… Εγώ η ίδια είμαι η «πολιτικά συνειδητή συγγραφική μου πράξη», όπως λέτε. Εγώ η ίδια είμαι τα βιβλία μου. Και το υπογραμμίζω. Κάθε τι άλλο είναι ανυπόστατο.

Θα σταματήσω εδώ. Για τα υπόλοιπα υπάρχει ένα μυθιστόρημα.

rea-omokentra

Κ.Κ.: Σε ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου, κι ενώ η Τειρεσία παρακολουθεί ένα γκραφίτι που αναπαριστά μια ζούγκλα, τη βάζετε να λέει από μέσα της τα εξής λόγια: «Στη ζωή μην περιμένεις τη σφαίρα της μιας λέξης, του ενός «ναι» ή του ενός «όχι». Αυτό δεν μπορεί να γίνει στο βασίλειο τούτης εδώ της ζούγκλας, που θάλλει στην καρδιά της σημερινής Αθήνας. Η ζωή μισεί τη σφαίρα των πάσης φύσεως κυνηγών της. Μην κυνηγάς λοιπόν την εύκολη, τη μονολεκτική απάντηση. Θέλει θάρρος.» Τι ακριβώς είναι αυτό που συνειδητοποιεί η ηρωίδα σας σε αυτό το «πέρασμα» και σε ποιο βαθμό συνιστά κι ένα κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη για το πώς να μην διαβάσει το βιβλίο σας (πώς να αποφύγει δηλαδή τις μανιχαϊστικές προσεγγίσεις και να αφεθεί χωρίς προκαταλήψεις στον σύνθετο κόσμο του μυθιστορήματος);

Ρ.Γ.: Σ’ αυτό το «πέρασμα», όπως ωραία το λέτε, η ηρωίδα συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να απαντήσει με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» στην αγωνία που την έχει αρρωστήσει : αν δηλαδή ζει ή δεν ζει ο πατέρας της που πριν από χρόνια χάθηκε πάσχοντας από άνοια, κι αν έφταιγε αυτή που έλειπε εκείνη τη μοιραία στιγμή από το σπίτι. Φυσικά αποτελεί κι ένα κλείσιμο ματιού στον αναγνώστη να αφεθεί χωρίς προκατασκευασμένες αντιλήψεις, χωρίς φανατισμό και δόγματα στην πολυπλοκότητα του μυθιστορήματος, δηλαδή στην πολυπλοκότητα της ζωής μας σήμερα, και να αρχίσει να σκέφτεται. «Καλό βιβλίο είναι αυτό που σε κάνει να σκέφτεσαι», θυμάμαι που είπε πρόσφατα στην παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου στην Αθήνα ο Λεονάρντο Παδούρα, ένας εξαιρετικός συγγραφέςς. Μακάρι, λοιπόν, τα βιβλία να μας κάνουν να σκεφτόμαστε και να μην περιοριζόμαστε σε μονολεκτικές απαντήσεις, σε μαυρόασπρες απόψεις. Μακάρι όταν κλείνουμε ένα καλό βιβλίο, να έχουμε αλλάξει, να έχουμε πάει παραπέρα.

Κ.Κ.: Κι ένα τελευταίο, πιο «συγγραφικό» ερώτημα: Ποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός λογοτεχνικού έργου (μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης) αποφασίζετε μέσα σας τον τρόπο με τον οποίο θα αφηγηθείτε την ιστορία; Αν για παράδειγμα θα βάλετε ένα από τα πρόσωπα, τον κεντρικό ήρωα ή την κεντρική ηρωίδα, να αφηγηθεί την ιστορία από τη δική της πλευρά ή αν θα αλλάζετε οπτικές γωνίες· αν ο αφηγητής σας θα είναι παντογνώστης ή αν θα μοιράζεται μέρος της άγνοιας με τους χαρακτήρες σας· αν η αφήγηση θα ακολουθεί τη χρονολογική τάξη ή θα την ανατρέπει. Έχετε κάποια «μέθοδο» ή κάθε βιβλίο σας φέρει μαζί του και τον τρόπο που θα γραφτεί; Βάλτε μας λίγο, όσο το επιτρέπει αυτή η κουβέντα, στο συγγραφικό σας εργαστήρι…

Rea-Galanaki-dia-xeiros-efis-xenou-portreto

Ρ.Γ.: Έχω την αίσθηση ότι το θέμα που επιλέγω κάθε φορά (θέμα που οπωσδήποτε πρέπει να με συγκινεί και να με αφορά άμεσα) με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί κατά κάποιο τρόπο στην αρχιτεκτονική του βιβλίου, όσο και στη γλώσσα που θα χρησιμοποιήσω. Δεν έχει μείζονα σημασία για μένα αν το θέμα είναι ιστορικό ή σύγχρονο, αν μιλά ο παντογνώστης αφηγητής ή αν υπάρχουν πολλές οπτικές γωνίες, ούτε αν χρησιμοποιήσω μια τεχνική ή αν ανακατέψω διάφορες. Όλοι μας, πάλι, κάτι ξέρουμε από θεωρία λογοτεχνίας, ωστόσο καμιά θεωρία δεν παράγει αυτόματα ένα αξιόλογο λογοτεχνικό έργο – αντίθετα θα έλεγα ότι η θεωρία πρέπει να κρύβεται καλά μες στις ραφές για μη φαίνεται. Οι αρχικές, πάλι, επιλογές του συγγραφέα μπορεί να αλλάξουν ή και να σταματήσουν καθ’ οδόν επειδή ο συγγραφέας ξεκινάει να κάνει ένα ιδιότυπο ταξίδι, κι επειδή τίποτε δεν είναι μηχανιστικό, ούτε εντελώς προβλέψιμο στο γράψιμο. Αυτή άλλωστε είναι και η ομορφιά κι ο πλούτος που αποκομίζει ο συγγραφέας από την περιπέτεια της γραφής. Επίσης να σημειωθεί ότι το γράψιμο γεννάει και ξαναγεννάει την ιστορία που θέλει να πει ο συγγραφέας, κι αυτό πρέπει να το δεχτούμε και το αφουγκραστούμε. Πάντα οφείλει να μελετά ο συγγραφέας σχετικά με το θέμα του, από τα απλά γεγονότα μέχρι τις ιδέες που τα περιστοιχίζουν, γιατί η μελέτη κυριολεκτικά ελευθερώνει το μυαλό και ενισχύει τη δημιουργική φαντασία. Επίσης, πρέπει να γράφει και να ξαναγράφει πάρα πολλές φορές το κείμενό του, για να το ελέγξει τόσο στη λεπτομέρεια της μιας μόνο λέξης όσο και στη συνολική δομή του, προπαντός στο τι θέλει να πει και με ποιο τρόπο θα το πει. Εντυπωσιάζομαι ακόμη σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια συγγραφικής μου παρουσίας, με το πόσο αντιστέκεται η γραφή. Ελευθερία, λοιπόν, κι έλεγχος μαζί, μεγάλος κόπος αλλά κι ευχαρίστηση από μια στιγμή και πέρα.

Αυτά μπορώ να πω, γνωρίζοντας ότι αυτά που διαφεύγουν είναι πολύ περισσότερα.

* Το ζωγραφιστό πορτρέτο της Ρέας Γαλανάκη είναι της Έφης Ξένου.

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΡΕΑΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

bookpress.gr

 

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ