Σκληρή επίθεση στην κυβέρνηση εξαπολύει ο ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών», το οποίο περιγράφει ως υμνητή της χούντας το νέο γενικό γραμματέα τουρισμού Κωνσταντίνο Λούλη, με βάση όσα έχει γράψει ο ίδιος σε βιβλίο.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στο βιβλίο του («Η επιβίωση της Ελλάδας μέσα από διαδοχικά θαύματα», εκδόσεις Ψυχογιός) αναφέρεται στη «φιλική προσωπική σχέση» που απέκτησε με τον Παπαδόπουλο όταν άρχισε να τον επισκέπτεται στη φυλακή, κάτι που, όπως λέει, έκανε τακτικά για 9 χρόνια. O κ. Λούλης δηλώνει σήμερα εντυπωσιασμένος από τις συζητήσεις μαζί του, ενώ πείστηκε και για όλα όσα υποστήριζε ο δικτάτορας:
«Πραγματικά εντυπωσιάστηκα από όσα άκουσα και διασταύρωσα, διαπιστώνοντας πως όλα ήταν τελικά αλήθεια», για να φτάσει να παρουσιάσει μια εξωραϊσμένη εικόνα του Παπαδόπουλου, λέγοντας ότι «ο χρόνος δεν έφτανε για να απορροφήσω τόσα γεγονότα -τα περισσότερα άγνωστα- αλλά και να καταλάβω πως ο πάμφτωχος και προδομένος από στενούς του συνεργάτες, εγκαταλειμμένος από τους ευεργετηθέντες και τιμωρημένος αμείλικτα από τους αντιπάλους του, Γ. Παπαδόπουλος, δεν ήταν όπως τον παρουσίαζαν».
Οσο για τη διασταύρωση, και αυτή ήρθε από τους χουντικούς πραξικοπηματίες: «Για να διασταυρώσω όλα αυτά τα συγκλονιστικά που είχα ακούσει, γνώρισα και μίλησα πολλές φορές με τον Στυλιανό Παττακό, Νικόλαο Μακαρέζο, Ιωάννη Λαδά, Νικόλαο Ντερτιλή, Δημήτριο Ιωαννίδη και Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, καθώς και με βουλευτές που ήταν στην εξεταστική επιτροπή του «φακέλου» της Κύπρου».
Ο Κων. Λούλης αναγνωρίζει μεν ότι «μετά την 21η Απριλίου, όπως ήταν φυσικό, περιορίστηκαν οι δημοκρατικές ελευθερίες» και ότι «πολίτες ταλαιπωρήθηκαν και φυλακίστηκαν» -βέβαια με την υποσημείωση… «επειδή δε μπορούσαν να ανεχτούν την αναστολή των δημοκρατικών ελευθεριών στη χώρα»-, αλλά αναπαράγει όλη την προπαγάνδα υπέρ της χούντας περί «σημαντικών επιτευγμάτων», μεγάλης«οικονομικής ανάπτυξης» και «δημιουργίας μιας ευρείας ευημερούσας μεσαίας τάξης», για να μιλήσει για «μια σημαντική μερίδα ικανοποιημένων από το καθεστώς πολιτών».
Κι ενώ λέει ότι «αρκετοί άλλοι αντιδρούσαν στη στέρηση δημοκρατικών ελευθεριών», τελικά πλάθει μια εικόνα λαοπρόβλητου ηγέτη, λέγοντας πως «πολλοί πιστεύουν ότι αν μέχρι το 1971-1972 ο Γ. Παπαδόπουλος διενεργούσε εκλογές, ακόμα και στον ίδιο στίβο με όλα τα παλαιά κόμματα, θα τις κέρδιζε, λόγω της ικανοποίησης των πολιτών τόσο από την οικονομική ευημερία όσο και από την επιστροφή στη δημοκρατική ομαλότητα».
Για το Πολυτεχνείο λέει ότι «μάταια η κυβέρνηση προσπαθούσε να καταρρίψει τα συνθήματα αυτά [σ.σ. Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία], τονίζοντας ότι ποτέ άλλοτε η χώρα δεν είχε τόσο υψηλό οικονομικό επίπεδο, ότι δεν υπήρχε ανεργία, αντίθετα, υπήρχε μεγάλη προσφορά εργασίας, και πως είχε δημιουργηθεί μια ευρεία ευημερούσα μεσαία τάξη» και επιχειρώντας να το απαξιώσει καταλήγει: «Η σύγκρουση της εξουσίας με τον ανθό της ελληνικής νεολαίας ήταν ένα τραγικό γεγονός με απρόβλεπτες συνέπειες, που τελικά μόνο τα συμφέροντα των “προστάτιδων” δυνάμεων εξυπηρέτησαν».
Στην ίδια προσπάθεια απαξίωσης του Πολυτεχνείου εντάσσεται και η φράση: «Δεν καταγγέλθηκε από τη Σύγκλητο κανένας θάνατος φοιτητή στον χώρο του Πολυτεχνείου. Εκτός Πολυτεχνείου, στην ευρύτερη περιοχή, βρήκαν το θάνατο 12 πολίτες», ενώ φτάνει στο σημείο να χρεώσει στο Πολυτεχνείο και την εισβολή στην Κύπρο ρωτώντας: «Θα συνέβαινε η κυπριακή τραγωδία χωρίς την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου;».
Βέβαια είναι γνωστό ότι -δεν «βρήκαν τον θάνατο»- δολοφονήθηκαν πολύ περισσότεροι πολίτες εκείνη τη βραδιά γύρω από το Πολυτεχνείο, μόνο και μόνο για να διαλυθούν οι λαϊκές συγκεντρώσεις, να απομονωθεί ο χώρος του Πολυτεχνείου και να ανοίξει ο δρόμος στα τανκς.
Αλλά η μεγάλη έγνοια του κ. Λούλη είναι η υστεροφημία του δικτάτορα. «Υπάρχει και η άποψη ορισμένων πως αν ο Παπαδόπουλος φορούσε τον στρατιωτικό του μπερέ “αριστερά”, με την εξάλειψη της ανεργίας και την οικονομική ανάπτυξη που είχε επιτύχει, θα έμενε τελικά στη θετική πλευρά της ιστορίας». Και συνεχίζει: «Είναι γεγονός ότι οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις εξάντλησαν όλα τα περιθώρια τιμωρίας, απορρίπτοντας κάθε ανθρωπιστικό ελαφρυντικό, χωρίς να του αναγνωρίσουν κανένα θετικό στοιχείο κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του».
Για να καταλήξει: «Το γεγονός ότι οι κινηματίες αξιωματικοί (sic) βελτίωσαν το επίπεδο της ζωής των Ελλήνων διαχειριζόμενοι συνετά και έντιμα το δημόσιο χρήμα, φυλακίστηκαν και πέθαναν φτωχοί, εκτιμήθηκε τελικά από ελάχιστους. Οι Ελληνες προτιμούν να επιλέγουν οι ίδιοι τους κυβερνήτες τους, ανεξάρτητα αν αυτοί δικαιώνουν τις επιλογές τους ή τους απογοητεύουν, κάνοντας προβληματική την επιβίωσή τους. Πάνω απ’ όλα εκτιμούν την αξία των δημοκρατικών ελευθεριών», λέει με εμφανή πικρία και φλερτάροντας ανοιχτά με τη δικτατορία.
Με βάση τα παραπάνω ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει ότι «συνιστά πρόκληση για τη Δημοκρατία μας η κυβέρνηση να φιλοξενεί στους κόλπους της έναν υμνητή της δικτατορίας που οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου. Ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να αποπέμψει άμεσα τον κ. Λούλη. Είναι το ελάχιστο που μπορεί να κάνει τρεις μέρες ύστερα από τους εορτασμούς για την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση οι ρητορικές του διακηρύξεις αποδεικνύονται συγχωροχάρτια για τους νοσταλγούς της δικτατορίας των συνταγματαρχών και τις σύγχρονες σκοταδιστικές και αντιδραστικές αντιλήψεις», καταλήγει.
Η απάντηση του γ.γ. Τουρισμού
Στις 10 τελευταίες σελίδες του βιβλίου του παραπέμπει τους «επικριτές» του ο γενικός γραμματέας Τουρισμού κ. Κων. Λούλης.
«Όσοι μου ασκούν κριτική, προφανώς δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο μου που συνιστά μια ψυχρή αποτύπωση των δύο τελευταίων αιώνων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, η οποία περιλαμβάνει και την περίοδο της Χούντας των Συνταγματαρχών.
Τους όψιμους επικριτές μου, τους παραπέμπω στις δέκα τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Εκεί θα βρουν 60 εγκωμιαστικά σχόλια για την αντικειμενική αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων από εκπροσώπους ΟΛΩΝ των κομμάτων του ελληνικού κοινοβουλίου, μεταξύ των οποίων και πρώην υπουργών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι κ. Νίκος Τόσκας και Γιάννης Καραγιάννης», αναφέρει στη δήλωσή του.