Αποφυλακισθείς το 2018 από εγκλεισμό στο Πακιστάν, κατόπιν αιτήματος της αμερικανικής κυβέρνησης, ο πολιτικός ηγέτης των Ταλιμπάν, Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, γεννήθηκε το 1968 στην επαρχία Ουρουζγκάν και μεγάλωσε στην Κανταχάρ, λίκνο των Ταλιμπάν.
Η σοβιετική εισβολή ώθησε τον Μπαραντάρ στο αντάρτικο, όπου πολέμησε στο πλευρό του μονόφθαλμου κληρικού, μουλά Ομάρ, ιδρυτή των Ταλιμπάν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, Ομάρ και Μπαραντάρ αναδεικνύονται υπολογίσιμοι στρατιωτικοί διοικητές μέσα στο χάος και στην ενδημική διαφθορά του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε την αποχώρηση των Σοβιετικών.
Η αμερικανική εισβολή του 2001 και η κατάρρευση του καθεστώτος οδηγεί τον Μπαραντάρ στην παρανομία, αν και παραμένει ενεργός στη λήψη αποφάσεων με την εξόριστη ηγεσία του κινήματος στο δυτικό Πακιστάν. Ο Μπαραντάρ φέρεται να ανήκε στη μικρή ομάδα ηγετικών στελεχών των Ταλιμπάν, τα οποία προσέγγισαν γύρω στο 2005 τον τότε πρόεδρο του Αφγανιστάν, Χαμίντ Καρζάι, προτείνοντάς του την αναγνώριση της κυβέρνησης της Καμπούλ, με αντάλλαγμα τη νομιμοποίηση του αντάρτικου ισλαμικού κινήματος.
Τον Μπαραντάρ συνέλαβαν, όμως, οι πακιστανικές αρχές το 2010, για να τον απελευθερώσουν κατόπιν πιέσεων του τότε Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, το 2018. Εκτοτε, ο Μπαραντάρ διέμενε στο Κατάρ, για να διορισθεί επικεφαλής του πολιτικού γραφείου των Ταλιμπάν.
Παρών στη συμφωνία
Τον Φεβρουάριο του 2020, ο Μπαραντάρ παρίστατο στην υπογραφή της συμφωνίας στην Ντόχα, σύμφωνα με την οποία οι ΗΠΑ θα απέσυραν το σύνολο των στρατιωτικών τους δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Σε αντάλλαγμα, οι Ταλιμπάν δεσμεύθηκαν να μην επιτρέψουν το Αφγανιστάν να γίνει ορμητήριο εξτρεμιστών και επιθέσεων εναντίον αμερικανικών και συμμαχικών στόχων.