Ένα βιβλίο σημαντικό με αφήγηση πραγματικών γεγονότων και προσώπων που έζησαν την Καταστροφή της Μικράς Ασίας.
Ένα βιβλίο, που ίσως έπρεπε τώρα να το βρούμε, γιατί τώρα είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Γιατί τώρα πάλι ο Τούρκος απειλεί τον Ελληνισμό.
Ένα βιβλίο που με λόγια αγάπης και εκτίμησης στο πρόσωπό μας, μας αφιερώθηκε και μας προσφέρθηκε πριν πολλά – πολλά χρόνια.
Και μεις δεν είπαμε ούτε ένα ευχαριστώ στην συγγραφέα του βιβλίου Ελευθερία Μπαντουράκη – Μπολέτη. Που τώρα πια δεν ζει. Που μέσα απ’ την αγνή ψυχή της περιγράφει τα πάθη του ξεριζωμού.
Και αυτό το βιβλίο που ήταν μέσα η ψυχή της μας το πρόσφερε άδολα με λόγια συγκινητικά, λόγια εκτίμησης στο πρόσωπό μας.
Την ευχαριστούμε, έστω και τόσο αργά και μαζί μ’ αυτήν και τους απογόνους της.
Που κάποιοι, που τους γνωρίζαμε και έμεναν πιο κάτω από μας απ’ της «Μαρίνας το Μετόχι» και έμεναν στο «Μετόχι Φυντίκι» δεν ζουν ούτε αυτοί για να τους ευχαριστήσομε.
Ίσως κάποιοι απόγονοι υπάρχουν που τους στέλνομε τον απέραντο σεβασμό μας για την σπουδαία αυτή κυρία, την Ελευθερία Μπαντουράκη – Μπολέτη.
Το βιβλίο αυτό που πριν πολλά χρόνια έφτασε στην εφημερίδα “Αγώνας της Κρήτης”, δεν οικειοποιήθηκε από κανέναν, όμως χωρίς πολύ σκέψη τοποθετήθηκε στην βιβλιοθήκη. Αφέθηκε. Και δεν μάθαμε ποτέ την ύπαρξή του!
Μέχρι που προχτές σκαλίζαμε την βιβλιοθήκη. Το μάτι μας έπεσε στον τίτλο του… Ιωνία… Και μετά στο όνομα της συγγραφέως, που ήταν γνωστή της οικογένειάς μας, του Γιάννη Κωνσταντουδάκη και της Σμυρνιάς μητέρας του Άννας. Και σε μας.
Το τραβήξαμε απ’ τη βιβλιοθήκη. Το ανοίξαμε. Τα δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια μας. Θέ μου, μας το φανέρωσε το βιβλίο τώρα! Τώρα που πάλι μας απειλεί ο Τούρκος. Μας προειδοποιεί!
Ανάμεσα Βουρλά και Σμύρνη ήταν το χωριό της, το Γιαγτζιλάρ. Εκεί γεννήθηκε και γράφει:
«Έχω το δικαίωμα να κλαίω και να πονώ μαζί με τους άλλους για την αγαπημένη γη, της οποίας την ανάμνηση είχα σ’ όλη μου τη ζωή κι όταν ήμουν μικρή χαιρόμουν όταν σε κάθε γιορτινό τραπέζι η ευχή ήταν: Άντε και του χρόνου καλή πατρίδα».
Αναφέρει ονόματα με τα οποία συνδέθηκαν συγγενικά στην Μ. Ασία και οι όποιες οικογένειες μας είναι γνωστές μένουν γύρω στη γειτονιά μας μετά την καταστροφή και την εγκατάστασή τους εδώ. Στο Καράλη στο Βαμβακόπουλο ήταν η οικογένεια Κοκοβλή.
Οι γονείς της Ελευθερίας ήταν ο Κωνσταντής Μπολέτης και η Μαρία Τζομπανάκου. Εδώ, έζησαν ιο απόγονοί τους, δεν ξέρω αν έζησαν και οι ίδιοι στο Μετόχι Φυντίκι.
Γράφει… Και τι δεν γράφει:
«Η γιαγιά ήταν γνήσια Μικρασιάτισσα. Όσο βαθειά και αν προχωρούσες στην οικογενειακή της ιστορία, ανακάλυπτες πως δεν υπήρχαν άλλες ρίζες νησιώτικες ούτε στερεοελλαδίτικες. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Γκιουλ Μπαξέ, πατέρας της ο Κων/νος Βασμαρής και μητέρα της η Σοφία Δημακη (Σημείωση δική μας: Η οικογένεια Βασμαρή έζησε εδώ, στην Πελεκαπίνα) Και οι δύο αυτές οικογένειες πολύ μεγάλες και γνωστές, πατριαρχικές όπως λέγαμε. Γόνος μεγάλης οικογένειας η γιαγιά παντρεύτηκε τον Δημήτρη τον Μπολέτη. Απ’ τον γάμο αυτό γεννήθηκαν πέντε κορίτσια και τρία αγόρια.
Η Ευαγγελία ήταν η πρωτότοκη κόρη τους. Έγινε παπαδιά Παντρεύτηκε τον παπά Γιάννη Τζιμπογιάννη.Εσφαγιάσθη υπό των Τούρκων κατά την μεγάλη καταστροφή. Εκείνη, και τα τρία από τα πέντε παιδιά της.
Ο θείος ο Φραντζέσκος αδελφός της Ευαγγελίας, επρόκειτο να παντρευτεί την κόρη του άρχοντα Γεωργίου Κοκοβλή, ο πρώτος του χωριού. Την Μαρία Κοκοβλή.
Ο Γιώργης Κοκοβλής απ’ το Γιαγτζιλάρ, το μικρό χωριό στην περιοχή της Σμύρνης.
Το σπίτι του άρχοντα Κοκοβλή ήταν το κρυφό σχολειό και ας λένε μερικοί πως δεν υπήρχαν κρυφά σχολειά.
Οι γάμοι έγιναν της Μαρίας και του Φραντζέσκου με πολύ χαρά και μεγάλη συμμετοχή. Μια χαρά που όμως κράτησε λίγο.
Τα νέα απ’ το μέτωπο δεν ήταν ευχάριστα η οπισθοχώρηση είχε αρχίσει. Τα πάντα πάλι τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Φθάνομε στον Αύγουστο του 1922. Στον τραγικότερο μήνα και χρόνο της μακρόχρονης ιστορίας μας. Όταν άρχισε η οπισθοχώρηση στο χωριό μας γίνανε τέρατα και σημεία πολλά. Μη γελάσετε, γιατί αυτά που θα σας διηγηθώ συνέβησαν.
Η είδηση για την καταστροφή που ερχόταν δεν είχε γίνει ακόμα γνωστή στο μικρό χωριό καθότι τα μέσα ενημέρωσης ήταν ελάχιστα και το χωριό αποκομμένο από τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου τα νέα κυκλοφορούσαν πιο εύκολα. Οι άνθρωποι ζούσαν αμέριμνοι και ευτυχισμένοι. Ακόμα δεν υποπτευόταν τίποτα απ’ το κακό που ερχόταν. Πήγαν λοιπόν δυό κοπέλες να θυμιάσουν στην Αγία Τριάδα. Όταν μπήκαν μέσα, μέρα μεσημέρι, σκοτείνιασε σαν να ήταν μεσάνυχτα. Η εκκλησία σείστηκε ελαφρά σαν να γινόταν σεισμός και μια βοή ακούστηκε απ’ τα έγκατα της γης. Τρόμαξαν. Το έβαλαν στα πόδια..
Όταν τα κορίτσια το είπαν μερικοί γέλασαν και άλλοι είπαν πως κάτι κακό θα συμβεί στο χωριό. Ξεκίνησαν πολλοί να πάνε και να εξακριβώσουν του λόγου το αληθές. Το φαινόμενο αυτό επαναλαμβανόταν κάθε μέρα όχι μεμονωμένα αλλά και σε συγκεντρώσεις πολλών ανθρώπων μαζί. Έγινε και μια Κυριακή την ώρα της λειτουργίας οπότε πια, το πίστεψαν όλοι και άρχισαν ν’ ανησυχούν για καλά
Το χωριό είχε αστυνομικό σταθμό με τρεις Κρητικούς αστυνομικούς. Ο ενωματάρχης, ο Στέλιος Μαρουλάκης από την Βιάνο Λασηθίου και οι Αντώνης Χορευτάκης και Ανδρέας Παντελάκης από τα Χορευτιανά και τα Καλεργιανά Κισσάμου. Ο Παντελάκης πίστεψε πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ονειροπαρμένοι και φοβητσιάρηδες και για να τους ξεφοβίσει σηκώθηκε ένα μεσημέρι και πήγε μόνος του στην εκκλησία. Νόμιζε πως κάποις άνθρωπος δημιουργούσε τα επεισόδια για να τρομάξει τους χωρικούς. Μπαίνει μέσα ο Παντελάκης. Του φάνηκε πως είχε σκοτεινιάσει, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ήταν και παλικάρι και δεν φοβόταν τίποτα. Ακούει μια παράξενη βοή. Πάλι δεν το πίστεψε για υπερφυσικό. Προχωρεί στο Ιερό, μπαίνει μέσα και αρχίζει να ψάχνει παντού, όπου έκανε κόγχη το ιερό, κάτω από την Αγία Τράπεζα, παντού, τίποτε. Προχωρεί ανεβαίνει στον γυναικωνίτη. Έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Δεν θα έδινε σε κανέναν το δικαίωμα να τον κοροϊδέψει. Έπρεπε να τους αποδείξει ότι κάτι γινόταν στην εκκλησία αλλά από άνθρωπο.
Όταν ανέβηκε στον γυναικωνίτη το σκοτάδι είχε πυκνώσει και ενώ απ’ τα παράθυρα έβλεπε το φως έξω, τον ολοκάθαρο ουρανό, μέσα δεν έβλεπε τίποτα. Ξαφνικά ένας ελαφρός σεισμός και μια βοή που ερχόταν από τα έγκατα της γης ακούστηκε. Δεν άντεξε, λιποθύμησε. Πέρασαν μέρες να συνέλθει. Είχε καταλάβει ότι κάτι κακό θα γινόταν.
Και κάτι άλλο παράξενο έγινε στο χωριό πριν την καταστροφή. Από τα τριγύρω βουνά άρχισαν να κατεβαίνουν τα ζώα και φοβισμένα πλησίαζαν τους ανθρώπους σαν να ζητούσαν προστασία. Λύκοι, αλεπούδες, τσακάλια, ακόμα και φίδια έμπαιναν στα σπίτια σαν να ήθελαν να φυλαχτούν από μεγάλο κακό.
Επίσης, στο κοπάδι του πατέρα μου συνέβη κάτι το ανεξήγητο. Το διηγόταν όσο ζούσε με δάκρυα στα μάτια. Για τη φύλαξη του κοπαδιού είχε πολλά σκυλιά. Τους μαγείρευαν ξεχωριστά, τους είχαν κάμει κάτι σαν γούρνα στον κορμό ενός δέντρου τον οποίο είχαν ξεκουφίσει, τους έβαζαν μέσα το φαγητό κι έτρωγαν όλα μαζί. Λίγο πριν την καταστροφή, όταν τους έβαζαν το φαγητό στη γούρνα πήγαιναν όλα μαζί να φάνε και τότε γινόταν κάτι περίεργο. Άρχιζαν να μαλώνουν σε σημείο που να τρώει το ένα το άλλο.
Όταν τα χώριζαν οι βοσκοί δεν πήγαιναν να φάνε. Κύκλωναν το κοπάδι κι έβλεπαν όλα μαζί προς την Ανατολή και έκλαιγαν όλα μαζί. Το ουρλιαχτό τους ήταν άγριο και ανατριχιαστικό.
Ο παππούς τότε είπε:
- Το κοπάδι αυτό (δυόμιση χιλιάδες γίδια) πολύ γρήγορα διαλύεται. Δεν θα μείνει τίποτα απ’ ότι βλέπεις. Τα σκυλιά βλέπουν πολύ πιο μακριά από εμάς. Έπειτα το φεγγάρι; Αυτό το φεγγάρι το γεμάτο αίμα τι σου λέει; Θα χυθεί αίμα γιέ μου, πολύ αίμα.
Δυστυχώς η προφητεία του βγήκε αληθινή.
Νίκος Αγγελάκης
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη
Υστερόγραφο: Τα βιβλία αυτά όπως της κας Ελευθερίας Μπαντουράκη – Μπολέτη είναι πολύ σημαντικά για την γνήσια καταγραφή, την αληθινή, της Μικρασιατικής Καταστροφής. Της ιστορίας μας, των παθών μας, των μαρτυρίων που υπέστησαν τότε οι Μικρασιάτες Έλληνες. Οι Ίωνες. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που τα έζησαν και τα κατέγραψαν είναι μάρτυρες που αποδεικνύουν, μαρτυρούν την αλήθεια και μάρτυρες που μαρτύρησαν και βασανίσθηκαν από το βάρβαρο αυτό φύλο των Τούρκων που ακόμα μας παιδεύει. Και δεν έχει σημασία ο λαός. Οι απλοί άνθρωποι. Ένα μεγάλο κομμάτι του λαού όπως όλοι οι λαοί άγεται και φέρεται. Και αυτοί, αρκούν!: