16.8 C
Chania
Saturday, December 21, 2024

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – Του Στρατή Παπαμανουσάκη

Ημερομηνία:

Του Στρατή Παπαμανουσάκη

«Μακεδονία ξακουστή
του Αλεξάνδρου η χώρα
που έδιωξες τους τύραννους
κι ελεύθερ’ είσαι τώρα.

Είσαι και θα `σαι ελληνική
Ελλήνων το καμάρι
κι εμείς θα σ’ αντικρίζουμε
περήφανα και πάλι.

Οι Μακεδόνες δεν μπορούν
να ζούνε σκλαβωμένοι
όλα και αν τα χάσανε
η λευτεριά τους μένει.

Μακεδονόπουλα μικρά
χορέψτε και χαρείτε
προτού κι εσείς στα βάσανα
του κόσμου τούτου μπείτε»

(Εμβατήριο)

Από τα αρχαία ως τα νεότερα χρόνια η ιστορία ένωσε με ισχυρούς δεσμούς Μακεδονία και Κρήτη. Στον στρατό του Αλεξάνδρου, στην πολιορκία των Θηβών, αναφέρονται οι κρήτες τοξότες, με αρχηγό τον Ευρυβώτα, που έπεσε εκεί μαχόμενος. Και στη μεγάλη εκστρατεία κατά των περσών πάλι πολλοί κρήτες τοξότες με αρχηγό τον Ομβρίωνα, συνόδευσαν τον μεγάλο στρατηλάτη. Κι όπως όλοι γνωρίζουν, ο κρητικός ναύαρχος Νέαρχος από τη Λατώ, αγαπημένος φίλος του, οδήγησε τα μακεδονικά πλοία ως τον Ινδό. Αλλά και στον Μακεδονικό Αγώνα, από το 1903 ως το 1908 πάμπολλοι κρητικοί αγωνιστές πολέμησαν εθελοντικά και έπεσαν για την ελευθερία της Μακεδονίας. Και την παραμονή της 26ης Οκτωβρίου 1913 πρώτος μπήκε στη Θεσσαλονίκη ο κρητικός δικηγόρος και πολεμιστής Εμμανουήλ Ξηράς. Στα 1916 οργανώθηκε εδώ το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης με πρωταγωνιστή τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ήρθε στην πόλη η σπουδαία, με ευρωπαϊκή οργάνωση, Κρητική Χωροφυλακή για την τήρηση της τάξης. Και ακολούθησε μετά η Μεραρχία Κρητών, που πολέμησε λαμπρά στο μακεδονικό μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Έσμιξαν έτσι τα χνώτα τους κρητικοί και μακεδόνες, μια κρητική παροικία δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη, κι αργότερα κρητικοί φοιτητές και καθηγητές απόκτησαν στενούς δεσμούς με το Πανεπιστήμιο.

Δύσκολοι όμως οι καιροί για τις σπουδές στη δεκαετία του ΄60, οι υποψήφιοι φοιτητές εξετάζονταν χωριστά για κάθε σχολή, άλλη περίοδο για καθένα από τα δυο τότε Πανεπιστήμια κι όταν τα νυκτερινά λεωφορεία από την Ομόνοια, με 100 δραχμές, μας έφερναν πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Φυσούσε άγρια στον Σιδηροδρομικό Σταθμό ο Βαρδάρης, δυο-τρεις ημέρες διαμονή για τις εξετάσεις, κι επιστροφή, μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα. Από την πόλη σχεδόν τίποτε δεν μας έμεινε τότε, η Εγνατία απέραντη από το μικρό ξενοδοχείο «Τα Γρεβενά», ως την Καμάρα, μεσολαβούσε όμως το Δημαρχείο για τις «συστάσεις» μας στον κρητικό Δήμαρχο Αγγελάκη, και κάτω από το Πανεπιστήμιο ο Λευκός Πύργος, επιβλέποντας την ωραία παραλία του Θερμαϊκού. Αυτό ήταν το πρώτο μου ταξίδι στη Μακεδονία.

Άλλαξε όμως τον επόμενο χρόνο ο τρόπος της εισαγωγής στις ανώτατες σχολές και με το γαλλικό σύστημα του Μπακαλορεά, διάβαζες στις εφημερίδες το όνομά σου, επιτυχών, Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, κι ετοίμαζες τη βαλίτσα σου για το επόμενο ταξίδι. Μόνο που οι εισαγωγές ανακοινώνονταν σταδιακά, ο Παπανδρέου υπουργός παιδείας, με τον Παπανούτσο γενικό γραμματέα, εξαντλούσαν όλα τα περιθώρια των 190 μονάδων βαθμολογίας των εξετάσεων και είχε πια χειμωνιάσει για καλά, κρυσταλλιασμένο το νερό στο χώμα, ελάχιστα δωμάτια ξενοίκιαστα και ακριβό φυσικά το μίσθωμα στην οδό Μητροπόλεως, όταν οι πρωτοετείς, οι Γάϊοι, άρχισαν τα μαθήματα στο μεγάλο αμφιθέατρο. Αξέχαστοι οι καθηγητές, ο Αριστόβουλος Μάνεσης συνέπαιρνε τα μυαλά των φοιτητών, στην ερμηνεία του Συνταγματικού Δικαίου, αντίθετα με τις απόψεις του Σγουρίτσα στην Αθήνα, για τις τεταμένες τότε σχέσεις του λαού και του βασιλιά, μετέδιδε τον ενθουσιασμό του ο Νικόλαος Πανταζόπουλος για το «Ρωμαϊκό Δίκαιο εν διαλεκτική συναρτήσει προς το Ελληνικόν», και για την ιστορική  διαμάχη εθίμου και νόμου, στην «Εισαγωγή εις την Επιστήμην του Δικαίου».

Στριφνή και δύσκολη όμως η οικονομική διδασκαλία του Δημητρίου Δεληβάνη, νεκροταφείο ονομάτων οι κυκλικές διακυμάνσεις και έξω της καπιταλιστικής θεωρίας, εχθρός εξοβελιστέος  συνολικά ο επαναστάτης Κάρολος. Αλλά ευτυχώς υπήρχε και το αντίδοτο, η Ιστορία Οικονομικού Βίου του Παναγιώτη Δερτιλή, ευχάριστη ανάπαυλα στις ιστορικές εξελίξεις του οικονομικού βίου και ευκαιρία για χαλάρωση το όντως χαλαρό μάθημα του. Ωραίο κυριολεκτικά το μάθημα των Γαλλικών, χάρη στην όμορφη δασκάλα μας, κρίμα που δεν θυμάμαι το όνομα της, αλλά έκανε φιλότιμες προσπάθειες να μας μεταδώσει κάτι από τη γλώσσα του Ουγκώ, του Μπωντλαίρ και του Βαλερύ, με αμφίβολα τελικά αποτελέσματα.

Σημαντική είναι η θέση της Θεσσαλονίκης στην ελληνική ιστορία, την οικονομία και τον πολιτισμό της χώρας. Ανάμεσα στον Θερμαϊκό και τον Χορτιάτη, τόπο με μέγιστη στρατηγική αξία, συγκέντρωσε στη Θέρμη, εικοσιέξι μικρές πόλεις ο Κάσσανδρος, το 316 π.Χ. και ονόμασε τη νέα πόλη Θεσσαλονίκη, με το όνομα της γυναίκας του, αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πρωτεύουσα κατόπιν, από το 146 π.Χ.,  της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας, Civitas Libera, δεν απέφυγε τους διωγμούς του Γαλερίου, το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου  και τις σφαγές του Θεοδοσίου στον Ιππόδρομο. Κι όμως αναπτύχθηκε σε πλούτο, πληθυσμό και δύναμη και μπήκε έτσι, από τον 6ο αιώνα, στο στόχαστρο των σλάβων εισβολέων. Δοκίμασε τη φρίκη της καταστροφής, του εξανδραποδισμού και της λεηλασίας των σαρακηνών το 904, των νορμανδών το 1185, των φράγκων το 1204. Περιήλθε μετά στην εξουσία του Αγγέλου Δούκα Κομνηνού, Δεσπότη της Ηπείρου το 1223, ως την κατάληψη της από τον Ιωάννη Καντακουζηνό το 1349, τον εμφύλιο και το κίνημα των Ζηλωτών.

Φωτογραφία: Nafsika G.Unsplash

Συμβασιλεύουσα, κέντρο παιδείας, γραμμάτων και πολιτισμού, της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, πατρίδα των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, φωτιστών των σλάβων, του Αρχιεπισκόπου Ευσταθίου, μεγάλου ομηριστή, του Ιωσήφ Υμνογράφου, του Γρηγορίου Παλαμά, φωτισμένου εκπροσώπου του χριστιανικού ησυχασμού, του σπουδαίου θεολόγου Νικολάου Καβάσιλα, του μεγάλου νομοδιδασκάλου Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου και έπεσε, μετά πολλές προσπάθειες, στα τουρκικά χέρια το 1430. Πέρασε από τη φωτιά του Μακεδονικού Αγώνα το 1904-1908, και ελευθερώθηκε το 1912, ύστερα από τη επιμονή του Βενιζέλου, παρά τη διαφωνία του Διαδόχου Αρχιστρατήγου. Και επιτάχυνε έκτοτε η Ιστορία τα βήματα της στη Θεσσαλονίκη. Δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου, νέος βασιλιάς ο Κωνσταντίνος, Διχασμός της χώρας, Κίνημα Εθνικής Αμύνης, Τριανδρία «Βενιζέλος, Δαγκλής, Κουντουριώτης κι οι τρεις» το 1916, πρωτεύουσα του κράτους η Θεσσαλονίκη, στο πλευρό της Αντάντ, μεγάλη πυρκαγιά το 1917, νέα πόλη, Διεθνής Έκθεση το 1926, Κίνημα του 1935, απεργία καπνεργατών το 1936, Πόλεμος του ΄40, εξόντωση των εβραίων στην Κατοχή, εμφύλιος, αντικομμουνισμός και παρακράτος, δολοφονία του Λαμπράκη το 1963, επιβολή της χούντας και φοιτητικές διαδηλώσεις το 1973, Μεταπολίτευση, Μνημόνια. Και παραμένει ακόμη αναπάντητο το ερώτημα «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο», αλλάζοντας διαρκώς μορφές, στόχους και νοήματα.

Περίπου επτά-οκτώ μήνες κράτησε το δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία, μέχρι να έρθει η μεταγραφή, το επόμενο έτος για τη Αθήνα. Και περιορίστηκε ουσιαστικά στην κεντρική Θεσσαλονίκη, στο Πανεπιστήμιο, στους κοντινούς δρόμους, στη Ροτόντα, στον Άγιο Δημήτριο, στο Διοικητήριο, από τα Λαδάδικα και την Πλατεία Αριστοτέλους, ως την Άνω Πόλη και το Επταπύργιο, σπάνια στις συνοικίες και στα περίχωρα. Μα που καιρός για τα πολυάριθμα αρχαία, βυζαντινά και νεότερα μνημεία της πόλης. Τους μακεδονικούς τάφους στο Δερβένι, και τους άλλους σκορπισμένους μες στην πόλη, τη ρωμαϊκή Αγορά, το Ωδείο, το Γαλεριανό συγκρότημα (Μαυσωλείο-Ροτόντα, Αψίδα, Ανάκτορα, Ιππόδρομος) και τον Ναό της Αφροδίτης. Τα οχυρωματικά τείχη του Θεοδοσίου, το Επταπύργιο (Γεντί Κουλές), τους βυζαντινούς ναούς και τα μοναστήρια (Αχειροποίητος, Αγία Σοφία, Όσιος Δαβίδ, Παναγία Χαλκέων, Μονή Βλατάδων και άλλα), τα βυζαντινά λουτρά και τις κιστέρνες. Τα οθωμανικά μνημεία (Λευκός Πύργος, Τοπ Χανέ), τα τεμένη (Αλατζά Ιμαρέτ, Αλκαζάρ, Γενί Τζαμί, Τζαμί Λεμπέτ), τα λουτρά, τη σκεπαστή αγορά Μπεζεστένι, τον Τουρμπέ Μουσά Μπαμπά, αγίου των Μπεκτασήδων, το ορφανοτροφείο Ισλαχανέ. Τη Μονή Λαζαριστών, τις βίλλες Μορντώχ, Πετρίδη και την Κάζα Μπιάνκα. Και όσο για τα σύγχρονα έργα πάλι, καθόλου δεν τα βλέπαμε ως μνημεία, τον Πύργο του ΟΤΕ στην Έκθεση, τη ΧΑΝΘ, την Πλατεία Αριστοτέλους, τα μουσεία, το εστιατόριο Όλυμπος-Νάουσα, το ζαχαροπλαστείο Ντορέ, το Καφαντάρι, τα παλιά ξενοδοχεία, τα σινεμά, τις Τράπεζες και όλα τα βιομηχανικά αρχιτεκτονήματα. Ζούσαμε όμως μαζί τους, διακριτικά, μαζί με όλη τη Σαλονίκη, τα τραγούδια της, τη μποέμικη ζωή της, το παρόν της τότε, από όπου τώρα οι χιλιάδες αναμνήσεις, η νοσταλγία της εποχής, η μνήμη η αλησμόνητη του τόπου.

Φωτογραφία Jim KalligasUnsplash

«Ό,τι κι αν κάνω δεν μπορώ να σ’ αρνηθώ, /  είσαι το σκίρτημα, το πρώτο καρδιοχτύπι. / Έχω πολλά, μα τι να πρωτοθυμηθώ; / Είσ’ ένας έρωτας που δε μ’ εγκαταλείπει. / Εδώ γεννήθηκε ο έρωτας θεός και σαν παιδάκι παίζει ακόμα στην αλάνα. /Κι όσο κι αν θέλει να σ’ αλλάξει ο καιρός, /θα `σαι για μένα η μεγάλη φτωχομάνα. / Γιατί το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής μου σου ανήκει, /Θεσσαλονίκη μου, γλυκιά Θεσσαλονίκη».

Τρίτο ταξίδι στη Μακεδονία, αρχές της δεκαετίας του ΄70, στρατιωτική θητεία. Και το τραίνο που ξεκίνησε μια χειμωνιάτικη μέρα από την Τρίπολη σταμάτησε στο Κέντρο Διερχομένων στον Σταθμό Λαρίσσης, στην Αθήνα, πριν συνεχίσει την επόμενη για τη Βόρεια Ελλάδα, αδειάζοντας σιγά σιγά τους στρατιώτες στις διάφορες μονάδες τους. Από τη Δράμα, που κανείς μας δεν την ήξερε ως Ύδραμα, με το αρχαίο όνομα της, στην περιοχή των νερών της Ηδωνίδας, φορτωθήκαμε στα Τζαίημς για τη συνέχεια αυτού του ταξιδιού. Κι όσο εμείς διασχίζαμε τον κάμπο προς τον Νότο, ερχόταν ο Διόνυσος να συναντήσει τον Χριστό, το αίμα του παλιού θεού, κατασπαραγμένου από τις μαινάδες, μεταβαλλόταν σε χριστιανική μετάληψη του Εσταυρωμένου, καθώς η αρχαιότητα άφηνε τη θέση της στο Βυζάντιο. Και συνέχιζε και η Δράμα το δικό της, βασανιστικό ταξίδι, με τους σταυροφόρους, οθωμανούς, επαναστάτες, καπνεργάτες, μακεδονομάχους και κομητατζήδες. Τα επόμενα μας ήτανε γνωστά, η πρώτη, δεύτερη και τρίτη βουλγαρική κατοχή (1912-13, 1916-19, 1941-44), η εξέγερση του Σεπτεμβρίου 1941, και η πλημμύρες από αίμα ελληνικό στην περιοχή, που ούτε άπειροι διαμελισμοί του Διονύσου θα μπορούσαν καν να συγκριθούν με τη μεγάλη αυτή καταστροφή. Μαρτυρική πόλη η Δράμα, κι όμως ζούσε με τις πολιτιστικές της εκδηλώσεις, με τα τοπικά της έθιμα στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας, με τα πάμπολλα μνημεία, και με τις μνήμες. Του οπλαρχηγού του ΄21 Δημητρίου Δράμαλη, του μεγάλου της ιεράρχη Χρυσοστόμου Δράμας και μετέπειτα Σμύρνης, του μακεδονομάχου μάρτυρα Άρμεν Κούπτσιου, και τόσων άλλων παιδιών της.

Φωτογραφία Christina DeravedisianUnsplash

Έτσι φθάσαμε στο Τάγμα, στην Ελευθερούπολη, στο παλιό  Πράβι (para via), στην αρχαία Κάτω Οδό, τόπο μαρτυρίου του Μητροπολίτη Γερμανού από τους βουλγάρους. Μια μικρή κωμόπολη, με δυο τρεις ταβέρνες για την έξοδο μας από το στρατόπεδο, κι ένα πενιχρό βιβλιοπωλείο με τις εκδόσεις των αρχαίων του Φέξη. Και με τις εφημερίδες για τους τολμηρούς, μόνο που η αγορά των Νέων τότε κόστιζε φακέλωμα από το άγρυπνο Α2, και μετάταξη από το Ε στο Α, αν δεν ήταν ο κρητικός Διοικητής να το αποτρέψει. Μεσολάβησε ως τόσο μια απόσπαση στη σχολή σιτιστών στη Μεραρχία, στην Καβάλα, κι έτσι όλη η πόλη έγινε το πιο ωραίο δώρο των Χριστουγέννων.

Η Καβάλα ή Καβάλλα, αρχαία Σκαβάλλα, Νεάπολις και Χριστούπολις αργότερα, κτισμένη αμφιθεατρικά  πάνω από την παραλία, άρχισε ως αποικία των Θασίων, τότε που το σημερινό νησί συνδεόταν με χερσόνησο, με την εύφορη πεδιάδα και το με χρυσοφόρο όρος Παγγαίο. Στον δρόμο των ταξιδευτών της εποχής, με το φυσικό της λιμάνι και με την Εγνατία οδό, συνέπεσε  στον ρωμαϊκό εμφύλιο, το φάντασμα του Καίσαρα να παρουσιασθεί στον Βρούτο, στους Φιλίππους, να περάσει απ΄ εδώ ο Απόστολος Παύλος για να ιδρύσει την πρώτη χριστιανική εκκλησία στην Ευρώπη και στα νεότερα χρόνια ο Μεχμέτ Αλή, κατοπινός χεδίβης της Αιγύπτου, να κτίσει εδώ το Ιμαρέτ (Πτωχοκομείο), κοντά στο Κάστρο, τις Καμάρες και τις μεταγενέστερες καπναποθήκες της Καβάλας. Γνωστή από την τουρκοκρατία η πόλη για τα περίφημα μακεδονικά καπνά της, για τη μεγάλη καπνεργατική απεργία του 1896, για τη συμμετοχή στον μακεδονικό αγώνα, και για τις θυσίες της στον αγώνα κατά των βουλγάρων. Και παραμένει η σύγχρονη Καβάλα πάντα, όμορφη πόλη, γραφική, ευγενική, ισορροπώντας την παράδοση με την ανάπτυξη της, μέτρο του παρελθόντος και του μέλλοντος του τόπου.

Με άφθονο τοπικό άσπρο κρασί συνοδεύτηκε ο μπακαλιάρος σκορδαλιά κατά την «αποφοίτηση» μας στην Καβάλα, ήρθε μετά η χειμερινή εμπειρία στα χιόνια του Παγγαίου, οι ασκήσεις τύπου Displays Determination, και η θερινή διαβίωση στη Νέα Πέραμο. Από εκεί, με το απολυτήριο στο χέρι, διέσχισε το πούλμαν ανυπόμονο όλη την Ελλάδα και τέλειωσε αισιόδοξα το τρίτο μας ταξίδι στη Μακεδονία.

Φωτογραφία: Yorgos NtrahasUnsplash

 «Ἔστι μὲν οὖν Ἑλλὰς καὶ ἡ Μακεδονία». Μακεδονία, χώρα των μακεδνών, τόπος των υψηλών, πατρίδα των μακεδόνων, μεταξύ Πίνδου, Ροδόπης, Νέστου, Σκάρδου, Ολύμπου, αρχαία, βυζαντινή και νεότερη Μακεδονία, εκεί που η ιστορία, ο πολιτισμός και η πολιτική παίζουν και σήμερα το παίγνιο των εθνών, των λαών και των γλωσσών, εκεί που οι διπλωμάτες ετοιμάζουν ως ορεκτικό τη «μακεδονική σαλάτα». Η κάθοδος των Ηρακλειδών φαίνεται ως το απώτατο όριο του κόσμου της Μακεδονίας και ο 8ος π.Χ. αιώνας η απαρχή της μακεδονικής δυναστείας, υπό τον Κάρανο ή τον Περδίκκα, Τημενίδες των Ηρακλειδών της Αργολίδας. Ήρθαν κατόπιν οι σπουδαίοι μακεδόνες,  Αλέξανδρος Α΄,  Φίλιππος Β΄, Αλέξανδρος ο Μέγας  και έκλεισε τρισένδοξα η αρχαιότερη ιστορία της Μακεδονίας, για να ανοίξει με τους Διαδόχους το κεφάλαιο της ελληνιστικής περιόδου. Και έμεινε έτσι ο Δημοσθένης και η Όλυνθος και οι Φιλιππικοί και η Χαιρώνεια απλοί σταθμοί, χαμένοι μέσα στην απέραντη αυτοκρατορία των Αντιγονιδών, των Αντιπάτρων, των Σελευκιδών, των Λυσιμαχιδών, των Πτολεμαίων. Και πέρασαν από την Μακεδονία οι ρωμαίοι και έγινε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία χριστιανική και κατέβηκαν απρόσκλητοι οι βάρβαροι στη Βαλκανική και αναγκάστηκε ο Θεοδόσιος να τους ανεχθεί, να τους αφομοιώσει και να τους αποικίσει σε περιοχές της Μακεδονίας. Εμφανίστηκαν έπειτα, τον 8ο αιώνα οι βούλγαροι, ανοίγοντας τον σλαβικό δρόμο για τη Μακεδονία, τον 13ο αιώνα οι φράγκοι, τον 14ο οι σέρβοι και τον 15ο οι τούρκοι, μέχρι την Επανάσταση, που άφησε υπόδουλη τη Μακεδονία, ως το 1912. Παλεύοντας στο μεταξύ τη «Μεγάλη Βουλγαρία» της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, το πραξικόπημα της Ανατολικής Ρωμυλίας, και το βουλγαρικό Κομιτάτο, του  Ίλιτς Ντεν. Και άρχισαν τότε να γεμίζουν αίμα και θυσίες και ηρωϊσμούς οι σελίδες του Μακεδονικού Ζητήματος, να ανοίγουν τα κρυμμένα Μυστικά του Βάλτου και να ελευθερώνεται η ελληνική Μακεδονία. Κι όμως δεν έκλεισε ποτέ ουσιαστικά το Μακεδονικό, το άνοιξαν  ξανά οι παγκόσμιοι πόλεμοι, η «Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία», η λεγόμενη «αυτονόμηση» ή και η «ανεξαρτησία» της Μακεδονίας, και οι βουλγαρικές σφαγές των μακεδόνων. Και παραμένει ακόμη αμφίβολο το νέο καθεστώς της «Βόρειας Μακεδονίας», που προίκισε με ελληνικά εδάφη, ανύπαρκτη εθνικότητα και γλώσσα, αυτό το κράτος στα Σκόπια.

Στο μεταξύ για χρόνια έμενε στα σχέδια το ταξίδι για την υπόλοιπη Μακεδονία, που έμεινε έξω από τα προηγούμενα ταξίδια μας. Προηγήθηκε η άλλη Ελλάδα και η Ευρώπη, όταν πια ήρθε η σειρά της και ξεκίνησε, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα, με μόνο περιορισμό τον χρόνο, το πολύ ένα δεκαπενθήμερο, μια διαδρομή με το καινούργιο Citroen Χαntia, μέσω Αθηνών, εθνικής οδού και Τεμπών, για την Κατερίνη. Και να ο Πλαταμώνας, η αρχαία Ηράκλεια, με το φράγκικο κάστρο, το λιμάνι, τις αμμουδιές και τα πλατάνια του, μέσα στην ηχώ των τραγουδιών των Πιερίδων.  Σε μικρή απόσταση η Λεπτοκαρυά, η αρχαία Λείβηθρα, με τις φουντουκιές της και αμέσως μετά το Λιτόχωρο, απ΄ όπου άρχισε ο ελληνικός εμφύλιος, με την επίθεση του Καπετάν Υψηλάντη στον σταθμό Χωροφυλακής, την ημέρα των πρώτων μεταπολεμικών εκλογών, στις 31 Μαρτίου 1946.

Δίον

Από το Λιτόχωρο φθάνομε στο Δίον, σπουδαία μακεδονική πόλη στους ανατολικούς πρόποδες του Ολύμπου, αφιερωμένη στη λατρεία του Διός και των Μουσών. Και τι πιο φυσικό στον Όλυμπο, κατοικία θεών, ημιθέων και νυμφών, το Δίον να αποτέλεσε κέντρο της αρχαίας λατρείας. Ο Όμηρος φρόντισε γι αυτό στην Ιλιάδα, να αποδώσει το βασίλειο του αέρα στον Δία, της θάλασσας στον Ποσειδώνα, του κάτω κόσμου στον Πλούτωνα κι άφησε τη γη στη φιλοδοξία όλων των θεών, για να μπορεί ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων να ρυθμίζει αρμονικά τις διαφορές, ώστε να μη λείπουν ποτέ οι προσφορές, οι θυσίες, οι τιμές από την ολύμπια κοινωνία. Πως αλλιώς θα μπορούσε να συνταιριασθεί η ήρεμη σοφία της Αθηνάς με το πολεμικό μένος του Άρη, η αυστηρή ηθική του γάμου της Ήρας με την ερωτική ελευθερία της Αφροδίτης, η φωτεινή λογική της μουσικής αρμονίας του Απόλλωνα με τη σκοτεινή, ορμέμφυτη, αιματηρή, κυριαρχία του ενστίκτου του Διονύσου. Πως θα εναρμόνιζαν τις τέχνες τους, της γεωργίας η Δήμητρα, της μεταλλουργίας ο Ήφαιστος, του εμπορίου ο Ερμής, του κυνηγίου η Άρτεμις, της ιατρικής ο Ασκληπιός. Και πως η Θέμις και η Έρις και η Νέμεσις θα συγκρατούσαν τους αρμούς των κοσμογονικών στοιχείων, θα ρύθμιζαν αποτελεσματικά τις κοινωνικές σχέσεις και θα εξασφάλιζαν το μέτρο, τη μεσότητα, τη δικαιοσύνη, στις  διαφορές της ιστορίας των ανθρώπων.

Ο βασιλιάς Αρχέλαος μετέβαλε την πόλη σε θρησκευτικό, πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της Μακεδονίας, εφάμιλλο της Ολυμπίας στη νότια Ελλάδα. Περιτείχισε το Δίον και ανήγειρε ναούς, Θέατρο, Στάδιο, το κόσμησε με αγάλματα κι οργάνωσε αγώνες, τα Ολύμπια, στα πρότυπα των ολυμπιακών αγώνων. Τίμησε ύστερα την πόλη και ο Φίλιππος, μετά τη νίκη του στην Όλυνθο και ο Αλέξανδρος μετά τη νίκη στη Χαιρώνεια, στη Θήβα και στον Γρανικό. Και φαίνεται πως συνεχίστηκε και στη ρωμαϊκή εποχή η ακμή της πόλης, που πλουτίστηκε με τα ιερά των αιγυπτίων θεών, Ωδείο, νέο στάδιο, μεγάλες Θέρμες, τα ιερά της Δήμητρας και της Αφροδίτης και την έπαυλη του Διονύσου. Ήρθαν κατόπιν οι χριστιανοί που έκτισαν την παλαιοχριστιανική Βασιλική, οι βυζαντινοί, και η μοιραία παρακμή του τόπου, που καλύφθηκε από τα νερά και τις μαραθριές της περιοχής. Μέχρι να ΄ρθει σχετικά πρόσφατα, η αρχαιολογική σκαπάνη του καθηγητή Παντερμαλή να αποκαλύψει τη χαμένη πόλη.

Κατερίνη

Η Κατερίνη φαίνεται πως πήρε το όνομα της από την Αγία Αικατερίνη και αποτελεί απαραίτητο σταθμό στη Μακεδονία. Από την Πλατεία Ελευθερίας ως το Σαντριβάνι της Πλατείας Κουλουμβάκη εκτείνεται ο κεντρικός εμπορικός πεζόδρομος, στο Δημοτικό πάρκο απολαμβάνεις τον καφέ σου, κι αν έχεις κέφι περιεργάζεσαι μετά το Δημαρχείο, τις μικρές πλατείες,  τον τουρκοαλβανικό Τεκέ, τον Καπνικό και τον Σιδηροδρομικό Σταθμό και τα μνημεία της πόλης. Πέφτει η βραδιά και το τραγούδι κλείνει μελαγχολικά την πρώτη μας μέρα στη Μακεδονία. «Το τρένο φεύγει στις οχτώ / μα εσύ μονάχος σου έχεις μείνει / σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη  μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ/ μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ / μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνει / σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη». 

Πρωϊ στην παραλία του Θερμαϊκού, στην αρχαία Πύδνα, η τούμπα της Ολυμπιάδος, μητέρας του Αλεξάνδρου, που δολοφόνησε ο Κάσσανδρος, πένθιμος ο τόπος. Στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. υπέκυψε η Μακεδονία στους ρωμαίους, ο Περσέας παραδόθηκε στον Αιμίλιο Παύλο, και άρχισε πια η κατάρρευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Έπειτα ο δρόμος μας συνεχίζει προς Βορρά, μέχρι  τους πρόποδες του Βερμίου, του κατάφυτου βουνού με τα μοναστήρια του και στρίβοντας προς τα δυτικά σταματούμε για προσκύνημα στη νέα Παναγία Σουμελά, στην Καστανιά της Ημαθίας. Μας κυριεύει η πονεμένη μνήμη των πατρίδων της Ανατολής, της Μικρασίας και του Πόντου, η δύναμη ψυχής των αδελφών προσφύγων και η ακλόνητη πίστη του γένους στις ιστορικές του παραδόσεις. Και το τοπίο μας προσκαλεί σε ενότητα φύσης και ζωής, γης και ουρανού, ανθρώπου και ιστορίας.

Στον δρόμο προς τη Βέροια μας περίμενε η παγκόσμια Ιστορία. Ένα χωριό προσφύγων ονομάστηκε, εδώ το 1922, Βεργίνα, προς τιμή της τελευταίας παλαιολογίνας της περιοχής Θεοδώρας (Βεργίνας). Γνώριζε άραγε ο ανάδοχος τοπικός Μητροπολίτης Κωνστάντιος Β΄ την ιστορικότητα του χώρου και συνέδεσε την αρχαία Μακεδονία με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ως ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, στο πέρασμα των αιώνων; Γιατί αποκαλύφθηκε πως η Βεργίνα δεν ήταν άλλη από τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα των μακεδόνων, γεμάτη από τους βασιλικούς τάφους, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου, τρανή απόδειξη της δύναμης, της δόξας και του μεγαλείου της μακεδονικής ιστορίας. Ο Περδίκας Α΄ έκτισε την πόλη του εκεί που τον οδήγησαν τα κατσίκια, οι αίγες, κατά τον χρησμό της Πυθίας και από αυτές πήρε το όνομα της. Πάνω από δέκα τάφοι έχουν ταυτισθεί με βασιλείς της Μακεδονίας, αλλά ο τάφος της Μεγάλης Τούμπας, το σημερινό μουσείο της Βεργίνας, παραμένει το μεγάλο μυστήριο. Βρέθηκε εκεί η χρυσή λάρνακα με τον δεκαεξάκτινο Ήλιο της Βεργίνας, που περιείχε τα οστά του βασιλιά, που οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ανήκουν στον Φίλιππο Β΄, τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιατί φαίνεται πως ο δικός του τάφος είναι κάπου στην Αλεξάνδρεια χαμένος. Αλλά ερίζουν έντονα για όλα αυτά οι αρχαιολόγοι. Και όταν αντικρύσεις τα οστά, καθαρισμένα από την ταφική πυρά, συναρμολογημένα, σε διατρέχει αυτό το φοβερό ρίγος, το δέος της ιστορίας, ο μέγας τρόμος, μπροστά στην αποκάλυψη, τίνος είναι, του Φιλίππου ή του Αλεξάνδρου αυτά τα λείψανα, που κάποτε καθόρισαν τη μοίρα αυτού του κόσμου.

Βέροια

Ύστερα πια η Βέροια άδικα χάνει το οφειλόμενο σπουδαίο ενδιαφέρον της, ως πόλη με την πλούσια αρχαία βυζαντινή και νεότερη ιστορία. Πόλη των Αντιγονιδών, πρώτη έδρα του Κοινού των Μακεδόνων, Macedonia Tertia, αγαπητή πόλη του Παύλου, Ειρηνούπολις της Ειρήνης Αθηναίας. Πολέμησαν για την ελευθερία της ο Βουλγαροκτόνος, ο Βατάτζης, ο Καρατάσος κι ο ελληνικός στρατός το 1912. Κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1864, υποδέχθηκε τους πρόσφυγες του 1922, προόδευσε, διατήρησε  το φυσικό της περιβάλλον, την αρχιτεκτονική, τα έθιμα, το τοπικό της χρώμα, τα μνημεία, αναπτύχθηκε και μας περιμένει. Χρειάζεσαι χρόνο για να επισκεφθείς το Βήμα του Αποστόλου Παύλου, τα αρχαία του Αγίου Παταπίου, τις πάμπολλες βυζαντινές εκκλησιές, τα οθωμανικά μνημεία Χουνκιάρ, Καζακτσί και Ορτά Τζαμί, και την εβραϊκή Συναγωγή. Και πρέπει οπωσδήποτε να δεις τους μαχαλάδες της χριστιανικής Κυριώτισσας και την εβραϊκής Μπαρμπούτας, με τα λιθόστρωτα, τα αρχοντικά με τα σαχνισιά, το Δημαρχείο, τα παλιά Δικαστήρια, τα γεφυράκια του Τριπόταμου, τα πλατάνια, τα νερά, τις βρύσες. Το βράδυ στην Πλατεία Εληά, Μπαλκόνι της Βεροίας, μαζί με το αεράκι που έρχεται από τις κερασιές του κάμπου κάτω, απλώνονται τα πιάτα, οι σαρμάδες, τα μπαρμπούρια, το κουκουλωτό, ο φασουλονταβάς, το ραβανί και με το παραδοσιακό ντόπιο κρασί, ανοίγει η κουβέντα. Για την πόλη, για τους διάσημους βεροιώτες, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Νήφωνα, τον αναδημιουργό των Ολυμπιακών Αγώνων Δημήτριο Βικέλα, τον πρώτο Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, για την παράδοση, τον πολιτισμό και το μέλλον του τόπου.

Μάς κράτησε η Βέροια ως αργά το άλλο πρωί και για τη Νάουσα δεν έφθασε το υπόλοιπο της μέρας. Η Ηρωϊκή Πόλη της Νάουσας, και πάλι πληγωμένη, πόσες πληγές άραγε ακόμη θα αντέξει. Η αρχαία της ιστορία φαίνεται πως σταμάτησε στα χρόνια των ρωμαίων και έκανε ξανά γνωστή την παρουσία της την εποχή της τουρκοκρατίας. Στα 1705 εξεγέρθηκε κατά του γενιτσαρισμού και κατάφερε να τον σταματήσει. Στα 1822 η Επανάσταση της καταπνίγηκε σκληρά, με τη θυσία των γυναικών στους καταρράκτες της Αράπιτσας, με τον θάνατο και με το σκλαβοπάζαρο των κατοίκων. Σήκωσε όμως η πόλη το κεφάλι της ξανά και από το 1874 εκεί ιδρύθηκε η πρώτη  σύγχρονη κλωστοϋφαντουργία, στον βαλκανικό χώρο. Πέρασε ο τόπος τα δεινά του Μακεδονικού Αγώνα, ήρθε επί τέλους η απελευθέρωση, ύστερα οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο εμφύλιος, φωτιά και τσεκούρι, που κατάκαψε πάλι την πόλη. Ξανακτίστηκαν όμως και πάλι τα εργοστάσια, και γέμισε δουλειά, προϊόντα και πλούτο η περιοχή, μέχρι τη δεκαετία του ΄90, οπότε ήρθε η παρακμή του κλάδου, έκλεισαν τα εργοστάσια, εξαπλώθηκε η ανεργία. Κι όμως περήφανη μας υποδέχθηκε η πόλη, με τον Οβελίσκο της στην κεντρική πλατεία, με τον Πύργο του Ρολογιού μπροστά στο Δημαρχείο, με τα παραδοσιακά μακεδονίτικα κτίρια της στα Πουλιάνα, στα Μπατάνια και στα Αλώνια, τις παλιές της συνοικίες, με τα πάρκα, τα μουσεία, τα εκθέματα της Λέσχης των Ποντίων, της Βλάχικης συλλογής και του πρώτου οινοποιείου Μπουτάρη. Ο Δήμος αγωνίζεται σιγά σιγά να κλείσει τις ανοικτές οι βιομηχανικές πληγές στην πόλη και ελπίζουν όλοι να επιτύχει.  Μια χαρωπή παρένθεση ο Άγιος Νικόλαος, οι πηγές της Αράπιτσας, θαύμα της φύσης και της ανθρώπινης δράσης, με χώρους άθλησης, διαμονής και διασκέδασης. Περάσαμε τη νύκτα μας εκεί και το πρωϊ επισκεφθήκαμε τις αρχαιότητες του τόπου, όσες μπορέσαμε, μακεδονικούς τάφους, το θέατρο της Μίεζας στον Κοπανό και την περίφημη Σχολή του Αριστοτέλη στα Ισβόρια, όπου μαθήτευσε ο Αλέξανδρος. Θαυμάσιο φυσικό τοπίο, τα σπήλαια, το Νυμφαίον, τα ερείπια της στοάς. Και οι σκιές του μαθητή και του δασκάλου περιδιαβαίνοντας τον αγαπημένο τόπο. Εδώ το Ζην και το Ευ Ζην, η διδασκαλία και η εφαρμογή φιλοσοφίας, επιστήμης, ηθικής, πολιτικής, των πιο υψηλών δώρων του ανθρώπου, που απλόχερα σκόρπισε η Ελλάδα στον κόσμο.

Έδεσσα / unsplash

Μια τελευταία ματιά στην πόλη, οι καταρράκτες και ο υδροτροχός, νέκταρ εκείνο το ξινόμαυρο και μακεδονική αμβροσία όλος ο τόπος. Και ο δρόμος προς την Έδεσσα πρέπει αναγκαστικά να λοξοδρομήσει προς τα Γιαννιτσά και προς την Πέλλα. Τα Γιαννιτσά, Βαρδάρ Γενιτζεσί, είχαν αναπτυχθεί πολύ πριν να περάσει από εκεί η Εγνατία Οδός και μάλιστα πρωτοκατοικήθηκαν από τους Βοττιαίους, που προέρχονταν από τον μινωϊτη  Βόττωνα. Και δίπλα εκεί μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα της αρχαίας Μακεδονίας, η Πέλλα. Βαρδάριον ονομαζόταν ο οικισμός στη βυζαντινή εποχή, άλλαξε το όνομα του στην τουρκοκρατία και απόκτησε τη φήμη ιερής πόλης των μουσουλμάνων, λόγω της ταφής του Γαζή Εβρενός, τον 14ο αιώνα. Πρωταγωνίστησε η περιοχή στον Μακεδονικό Αγώνα και η λίμνη της έγινε το πεδίο σύγκρουσης μακεδονομάχων και κομιτατζήδων. Στα Μυστικά του Βάλτου αποτυπώνει γλαφυρά η Πηνελόπη Δέλτα τους αγώνες του Τέλλου Άγρα, Εκεί έδρασε και το «στοιχειό της λίμνης» Γκόνος Γιώτας. Εκεί συντρίφτηκε και η δύναμη των τούρκων, στην περίφημη μάχη, που άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Και εκεί πλήρωσε ο τόπος βαρύ τίμημα, σε εκτελέσεις, εμπρησμούς, καταστροφές, στη γερμανική κατοχή. Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, το Μαυσωλείο του Γαζή, το νεοκλασικό Πολύκεντρο συνδέονται στενά με την ιστορία της πόλης. Το Ηρώο με το Μαύρο Άγαλμα, τα μουσεία, το Φιλίππειο πάρκο στα Γιαννιτσά, ο ποταμός Λουδίας, οι πηγές Αραβησσού και η Πέλλα στα περίχωρα αξίζουν την επίσκεψη μας. Εκτεταμένα τα αρχαία ερείπια της Πέλλας, δεύτερης ένδοξης πρωτεύουσας της Μακεδονίας, μετά τις Αιγές, παραθαλάσσιας κάποτε, με ισχυρά τείχη, που χάθηκε τέλος του 1ου αιώνα από την ιστορία. Σημαδιακός ο θάνατος του Ευριπίδη, που πέθανε εδώ, γράφοντας την τραγωδία του Αρχέλαος, προς τιμή του ιδρυτή της πόλης. Παρέρχεται η δόξα των ανθρώπων και του κόσμου, προχωρεί η ιστορία και άγνωστο πάντοτε το μέλλον.

Περάσαμε έξω από τη Σκύδρα και φθάσαμε στην Έδεσσα βραδάκι. Και μέχρι να τακτοποιηθούμε άναψαν τα φώτα και φωτίστηκε υπέροχα ο καταρράκτης Κάρανος. Από τα τέσσερα ποτάμια,  που  διασχίζουν την πόλη, σχηματίζονται δώδεκα καταρράκτες στην άκρη της παλιάς ακρόπολης, στο πάρκο, στο «Φρύδι», αυτοί που χαρίζουν  στην πόλη μια μοναδική ομορφιά αλλά και τη δύναμη, που ο χρόνος έχει τώρα εκμηδενίσει. Από το νερό πήρε η αρχαία πόλη το όνομα της και αργότερα από το σλάβικο νερό, το voda, την είπαν Βοδενά, μέχρι που με την απελευθέρωση επέστρεψε στο πρώτο της. Τέλος του 14ου αιώνα, φαίνεται από σεισμό, δημιουργήθηκαν οι καταρράκτες της Έδεσσας κι άρχισε η χρήση της ενέργειας  του νερού στην ταπητουργία, εριουργία κι υφαντουργία, κτίστηκαν τα μεγάλα εργοστάσια, μπήκαν οι μηχανές στην υπηρεσία του ανθρώπου και έγινε η Έδεσσα το Μάντσεστερ της Βαλκανικής, η πρώτη μακεδονική βιομηχανία. Από το 1895 άρχισε η μεγάλη ανάπτυξη του τόπου με το νηματουργείο Τσίτση, και μετά με την κλωστοϋφαντουργία ΕΣΤΙΑ, το Καναβουργείο, την εριοβιομηχανία ΣΕΦΕΚΟ, το ταπητουργείο Καραϊβάτζογλου και άλλα. Μέχρι που ο ηλεκτρισμός έδοσε πιο φθηνή ενέργεια στη βιομηχανία, και τα συνθετικά υφάσματα αντικατάστησαν  τα βαμβακερά και τα μάλλινα και έγιναν ασύμφορες και έκλεισαν ως το 1990 οι βιομηχανίες της πόλης, και η ανεργία κι η μετανάστευση κυριάρχησε στον τόπο. Πέρασε η πόλη όλα τα δεινά της περιοχής, πέρασε και καλούς καιρούς, με αξιόλογη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη. Γεννήθηκαν εδώ οι Οικονόμου της μεγάλης οικογένειας και ο καθηγητής Μινωϊδης, πέρασε από εδώ ο στρατηγός Σαράϊγ με τον Χο-Τσι-Μινχ στρατευμένο στη Στρατιά της Ανατολής, φοίτησε στο Γυμνάσιο της ο Μενέλαος Λουντέμης,  κι έγραψε τις επιφυλλίδες του ο γνωστός δημοσιογράφος Σταμ Σταμ. Μεγάλες οι πληγές του τόπου από τους πολέμους, απελευθερωτικό, μακεδονικό, παγκόσμιο, εμφύλιο και τα επακόλουθα τους, κι όμως άντεξε, αναδημιουργήθηκε, προόδευσε και τώρα πια προσφέρει αφειδώλευτα σε κάθε επισκέπτη τα μνημεία, τα μουσεία, τη φύση του, το Καρναβάλι, τα Ανθεστήρια, τη Φιλαρμονική του. Ολόκληρη την επομένη απολαύσαμε τις αρχαιότητες κάτω από τον Ψηλό Βράχο της πόλης, τους Μύλους, το ερπετάριο, το πέτρινο Ρολόϊ, το Γενί Τζαμί. Κι ύστερα βαδίσαμε στη συνοικία Βαρούσι, με την παλαιά Μητρόπολη και τα παλιά της σπίτια, περάσαμε το τοξωτό γεφύρι το Κιουπρί, της Εγνατίας, το δάσος Γαβαλιώτισσας-Χίλια Πεύκα και τα παλιά εργοστάσια, μάρτυρες του πανδαμάτωρα του χρόνου. Στον κεντρικό πεζόδρομο τέλος χαλάρωση, αναπόληση, τακτοποίηση των εντυπώσεων, απολογισμός των πρώτων ημερών του ταξιδιού και ύστερα ήρεμη νύκτα και καλό ξημέρωμα.

Φλώρινα

Εκπληκτική η διαδρομή από την Έδεσσα στη Φλώρινα, βουνά, κοιλάδες, δάση, λίμνες, μεταξύ των περιοχών της Πελαγονίας, Εορδαίας, Αλμερίας και Ορεστίδας. Έξω από το Αμύνταιο, κοντά στη λίμνη Ζάζαρη στρίψαμε δυτικά για τον Αετό Φλωρίνης, τον τόπο της θυσίας του δικού μας μεκεδονομάχου. «Παύλος Παπαμανουσάκης, εξ Ανωπόλεως Σφακίων, έπεσεν μαχόμενος εις Αετόν Φλωρίνης, 20-6-1905». Κοινή η τύχη των πολεμιστών του Καπετάν Καλογεράκη, που προδόθηκαν και χάθηκαν από τα εχθρικά βόλια στην άνιση μάχη, εκεί που υψώνεται σήμερα το μνημείο τους. Και κάτω από τον πελώριο πλάτανο, στην πλατεία του χωριού, η προτομή του αρχηγού τους.

Ο αργοναύτης Λυγκεύς ήταν ο πρώτος βασιλιάς του τόπου και Λυγκηστίς  ονομάστηκε κι η χώρα του. Στον λόφο του Αγίου Παντελεήμονα, πάνω από την πόλη της Φλώρινας, τα ερείπια οικισμού πιστοποιούν την κατοίκηση του από τον 16ο π.Χ. αιώνα. Στρατηγικό σημείο πάνω στο πέρασμα από την περιοχή των Πρεσπών προς Εγνατία, οχυρώθηκε με φρούριο στους επόμενους αιώνες, το βυζαντινό Κάστρο του Χλερηνού, πιθανώς από το χλωρό, την πλούσια βλάστηση της περιοχής. Εντυπωσιακός ο μέγιστος Σταυρός  στον λόφο, έργο του περιώνυμου Μητροπολίτη Καντιώτη, θα μπορούσε να θεωρηθεί γενικότερο σύμβολο των αγώνων μεταξύ ελλήνων και βουλγάρων, πατριαρχικών και εξαρχικών, μακεδονομάχων και κομιτατζήδων. Σταυρώθηκε αλήθεια η περιοχή και όλη η Μακεδονία, μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το 1878, όταν επιχειρήθηκε η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας σε βάρος της Ελλάδας και ακολούθησε η διάσπαση της ορθόδοξης Εκκλησίας, με την ανακήρυξη της Εξαρχίας, και ο μακεδονικός αγώνας προς προάσπιση της Μακεδονίας. Μετέωρο βήμα του πελαργού, χαρακτηριστική η περιγραφή του Αγγελόπουλου και ακατανόητος ο αφορισμός του, αν δεν υπήρχαν τα κατάλοιπα της ιστορίας, που ίσως να μην έχουν εκλείψει ακόμη, γιατί προέκυψε στο μεταξύ το «Ουράνιο Τόξο», οι σλαβόφωνοι, η δήθεν «μακεδονική» και εκείνη η «Συμφωνία των Πρεσπών», τουλάχιστον αμφιλεγόμενη, αβέβαιη, μετεωριζόμενη, σαν πελαργός στις καλαμιές της λίμνης.

Έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά η πόλη της Φλώρινας, με τον ποταμό Σακουλέβα να την διασχίζει και τα νεοκλασικά στις όχθες του, το Δημαρχείο, τον Καθεδρικό Ναό, το μέγαρο Ρώμποπα, τη βίλλα Σαπουντζή, την Εθνική Τράπεζα, έργα σημαντικών αρχιτεκτόνων. Και έχει τον ζωολογικό της κήπο η πόλη, τα μουσεία, τους χορούς και τα ζωντανά της έθιμα. Οι φωτιές των Χριστουγέννων, που ανάβουν πανηγυρικά σε κάθε γειτονιά αυτές τις μέρες, συνδέουν τις παλιές παγανιστικές εορτές με τους βοσκούς της Βηθλεέμ τη νύκτα της Γεννήσεως του Χριστού. Συνέχεια της ιστορίας που γεμίζει τα κενά για να διαβαίνει πάντα ο ατέρμων χρόνος.

Δυστυχώς ο δικός μας χρόνος δεν ήταν καθόλου απεριόριστος, είχαμε δαπανήσει κιόλας έξι μέρες κι έπρεπε κάπως να βιαστούμε. Δύσκολος αλλά πανέμορφος ο δρόμος για τις Πρέσπες, περνά από το Πισοδέρι, Ανταρτικό, Άγιο Γερμανό και καταλήγει στους Ψαράδες. Ένας λαιμός χωρίζει τη Μικρή από τη Μεγάλη Πρέσπα, διαχωρισμένες μεταξύ των όμορων κρατών, με παλιά αιματοβαμμένη ιστορία. Ο τσάρος των βουλγάρων Σαμουήλ, ο κράλης της Σερβίας Δουσάν, και ο σουλτάνος Βαγιαζήτ πέρασαν κατά καιρούς από τις Πρέσπες. Και άφησαν τα ίχνη τους οι πόλεμοι, το μακεδονικό, ο εμφύλιος. Στο νησάκι του Αγίου Αχιλείου, μεγαλόπρεπα τα ερείπια της τρίκλιτης βασιλικής, που έκτισε ο Σαμουήλ τον 10ο αιώνα, και εναπόθεσε τα λείψανα του Αγίου Αχιλλίου του Καππαδόκη, επισκόπου Λαρίσσης και εκεί ζήτησε να τεθούν και τα δικά του. Στις όχθες των λιμνών, σε δύσβατους βράχους και απότομες σπηλιές αναπτύχθηκε τον 13ο αιώνα ένας ιδιότυπος χριστιανικός ασκητισμός, που από τα απομεινάρια του σώζονται μέχρι σήμερα μερικές αγιογραφίες. Ναοί, ασκηταριά, βραχογραφίες, στη δυτική όχθη η «σπηλιά του Ζαχαριάδη» και την ανατολική το Μουσείο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΔΣΕ, μια σύνοψη του δράματος της ιστορίας αυτού του τόπου, της διαμάχης παρελθόντος και παρόντος, της αγωνίας της μάχης της μνήμης και της λήθης. Ήρεμα τώρα τα νερά των λιμνών, γαλήνιος ο πετρόκτιστος οικισμός, η ξύλινη γέφυρα συνδέει το νησί με την στεριά, βάρκες, υδρόβια πουλιά και ο ήλιος πέφτοντας βάφει κατακόκκινη τη Δύση.

Ενότητα και διάσπαση, η τραγωδία της Ελλάδας από την αρχαία ως τη σύγχρονη εποχή, με τα πολλά επεισόδια, τους πρωταγωνιστές και τον πένθιμο χορό, που έχουν τη θέση τους πια μόνο στην Ιστορία. Αλλά διδάσκει ή δεν διδάσκει η Ιστορία, γιατί σε κάθε δράμα υπάρχει είσοδος και έξοδος, αλλά χρειάζεται πάντα η κάθαρση για το τέλος. Και όταν η κάθαρση δεν είναι οριστική, πλήρης, δι΄ ελέου και φόβου περαίνουσα, τα παθήματα, τότε η τραγωδία συνεχίζεται, υποτροπιάζει και επαναλαμβάνεται. Δεν έκλεισε λοιπόν η κάθαρση την τραγωδία του εθνικού Διχασμού το 1915, μεσολάβησε το κατά Βενιζέλου ανάθεμα για το κίνημα της Θεσσαλονίκης και ακολούθησε η Βουλή των Λαζάρων. Τη Συνθήκη των Σεβρών επισκίασε η απόπειρα κατά του δημιουργού της και η δολοφονία του υπερασπιστή της Μακεδονίας Ίωνα Δραγούμη. Το αιματοβαμμένο στη Σμύρνη και στο Γουδί 1922, ακολούθησε το Κίνημα του 1935, η σύγκρουση στον Στρυμώνα, η εκτέλεση Παπούλα, Κοιμήση και Βολάνη και η δικτατορία Μεταξα το 1936. Βαθιά διαιρεμένη η χώρα στην Κατοχή και στην Αντίσταση, Κυβέρνηση Καϊρου και Κυβέρνηση Βουνού, ΕΑΜ και ΕΔΕΣ και  ΕΚΚΑ. Και η απελευθέρωση έφερε τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα, Λευκή Τρομοκρατία και Αυτοάμυνα, ως το Λιτόχωρο, τον Γράμμο και το Βίτσι. Και αντιπαρατάχθηκαν ο Ελληνικός Στρατός και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, Γεώργιος, Σοφούλης και Παπάγος από τη μια μεριά, Ζαχαριάδης, Μάρκος, Παρτσαλίδης από τη άλλη, οι αστοί εναντίον των κομμουνιστών, Τσώρτσιλ, και Τρούμαν κατά Στάλιν και Τίτο και ανάμεσα η Ελλάδα, ανήμπορη, ματωμένη, προδομένη. Και δεν έκλεισε ούτε το ΄49 ο εμφύλιος, με το μετεμφυλιακό καθεστώς, ούτε και το ΄67 με τη χούντα, το αντίθετο. Και μόνο με μια νέα ελληνική τραγωδία, της Κύπρου, το ΄74, μπόρεσε να κτιστεί το μουσείο του εμφυλίου στις Πρέσπες.

Φωτογραφία: STEFANOS KERAMARIS / Unsplash

Νωρίς το άλλο πρωϊ  περνάμε από το χωριό του σλαβόφωνου πρωτοπόρου μακεδονομάχου Χρήστου Κώττα, μια ματιά στο Μουσείο του, αφήνομε αριστερά μας τα Κορέστεια, την περιοχή με τα ερημωμένα πλίνθινα χωριά, από όπου άρχισε ο μακεδονικός αγώνας και σκοτώθηκε ο Μελάς και η Καστοριά απλώνεται μπροστά μας. Η Καστοριά κτίστηκε πάνω στην αρχαία πόλη Κέλετρον, κοντά στη βυζαντινή Διοκλητιανούπολη και πήρε το όνομα της πιθανόν από τους κάστορες του τόπου. Κεντρικό σημείο των ιστορικών εξελίξεων της περιοχής, αναφέρεται στην τουρκοκρατία για το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα που άνθησαν εκεί, την Επανάσταση του ΄21, τα κινήματα του 1867 και του 1878, τον μακεδονικό αγώνα, τους επόμενους πολέμους, τις καταστροφές του εμφυλίου. Από το ξενοδοχείο μας, το «Κέλετρον», ανεβαίνομε τον κεντρικό δρόμο της πόλης, κι έχομε αριστερά το μνημείο του συμπατριώτη μας αρχηγού μακεδονομάχου Τσόντου Βάρδα και στην κορυφή, στον Ταξιάρχη, τα οστά του ήρωα Παύλου Μελά και της Ναταλίας. Τριγύρω μερικές από τις 80 βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, με εικόνες της κρητικής σχολής, η Παναγία Καστριώτισα, η Κουμπελίδικη, και κοντά ο Ταξιάρχης της Μητρόπολης, στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και ο άγιος Νικόλαος του Κασνίτζη, όλες του 10ου-12ου αιώνα. Ύστερα κατεβαίνομε στις συνοικία Ντόλτσο και Απόζαρι με τα αρχοντικά των γουναράδων, σε ιδιότυπο μακεδονικό ρυθμό, με διακοσμήσεις, γυάλινους φεγγίτες και ξυλόγλυπτα. Περνάμε επιστρέφοντας, από το μνημείο του Αθανασίου Χριστόπουλου, σπουδαίου καστοριανού, νομικού, ποιητή, ιατροφιλόσοφου, που έδρασε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και καταλήγομε  για έναν καφέ στην παραλία της λίμνης. Η λίμνη και η γουναρική αποτελούν τα δυο κύρια χαρακτηριστικά της Καστοριάς, η φύση τής χαρίζει την αμάραντη ομορφιά, το νερό, τη γη κι όλα τα πλάσματα της και η τέχνη της μεταμορφώνει τις χορδάδες, τα δερμάτινα αποκόμματα, σε εξαίσια γουναρικά και πλούτο για την πόλη. Αχόρταγα ρουφήξαμε τη θέα, τον αέρα, τα ακούσματα των πουλιών και τις χαρούμενες νεανικές φωνές  μέχρι το βράδυ. Και στο μεταξύ στο «Βυζαντινό» ετοιμαζόταν το ψητό στη λαδόκολλα και μοσχομύριζε ο τόπος.

Την άλλη μέρα περπατήσαμε ολόγυρα στη λίμνη, σε μια ολοπράσινη σκιασμένη από τα δένδρα, λεωφόρο, με τις ιτιές και τα πλατάνια μέσα στο νερό, τις ιδιότυπες βάρκες με επίπεδο πυθμένα, τα καράβια της Καστοριάς, και τα υδρόβια πουλιά, κύκνους, ερωδιούς, πελεκάνους να γεμίζουν τον τόπο. Μια στάση στη σπηλιά του Δράκου, περίφημη για τις εννιά της λίμνες, τα παλαιοντολογικά κατάλοιπα της αρκούδας των σπηλαίων και τον χρυσό, που πάντα ακοίμητος φρουρούσε ο δράκος. Ίσως αυτό είναι το κακό πνεύμα, που διώχνουν ως και σήμερα στο καρναβάλι των Θεοφανείων, τα Ραγκουσάρια, οι καστοριανοί. Και μετά φθάνομε στο μοναστήρι της Μαυριώτισσας, ονομασία από το απέναντι χωριό Μαύροβο, που κτίστηκε από τον Αλέξιο Κομνηνό σε ανάμνηση της νίκης του κατά των νορμανδών, το 1081. Με το καθολικό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου και το σκουροκόκκινο χαρακτηριστικό καμπαναριό, που ξεχωρίζει. Κατάστικτοι οι τοίχοι μέσα και έξω από τον ναό, με αγιογραφίες του 12ου αιώνα, που με όλες τις φθορές των κατακτητών και του χρόνου παραμένει πάντα ένας ανεκτίμητος βυζαντινός θησαυρός. Περίφημες οι εξωτερικές τοιχογραφίες, Ρίζα του Ιεσσαί, μορφές αυτοκρατόρων και οι άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος. Από τις υπόλοιπες ξεχωρίζουν στον νάρθηκα η Βάπτισις και η Δευτέρα Παρουσία, που καλύπτουν τον ανατολικό και νότιο τοίχο, και σκέπτεσαι μήπως πέρασε από εδώ ο Μιχαήλ Άγγελος για να αντιγράψει, δυτικόστροφα, το θέμα της Capella Sixtina.

Επιστροφή στην πόλη με το Ολύμπια, το καραβάκι της λίμνης, κλειστό πια το μουσείο ενδυματολογίας και τα άλλα,  και το μόνο που μας μένει είναι η υπέροχη Γκαρούφα, σούπα από το λιμνήσιο ψάρι, το γριβάδι, πεντανόστιμη σπεσιαλιτέ του τόπου.

Σταματούμε λίαν πρωϊ στο Δισπηλιό, τον λιμναίο νεολιθικό οικισμό της Καστοριάς, απ΄ όπου η πινακίδα των 5260 ετών, με την άγνωστη ως τώρα γραφή, ειρωνεία πραγματικά του δικού μας χρόνου, που εξαντλείται στο ταξίδι της ημέρας. Επόμενος ολιγόλεπτος σταθμός το Άργος Ορεστικόν, πρωτεύουσα της αρχαίας Ορεστίδος, και μετά η Σιάτιστα, πόλη του 15ου αιώνα, που πλούτισε από το εμπόριο και είχε αξιόλογη πνευματική ανάπτυξη. Σώζονται ακόμη τα περήφανα  αρχοντικά της πληγωμένα, και διατηρούνται τα παμπάλαια έθιμα της, οι φωτιές των Χριστουγέννων, τα Μπουμπουσιάρια των Θεοφανείων και οι Καβαλλάρηδες της εορτής του Δεκαπενταύγουστου. Παράκαμψη μετά προς Γρεβενά, (λατινική ίσως ρίζα gravis, δυσχερής, σκληρός, απότομος), όνομα ταιριαστό με το ορεινό τοπίο. Έξω από τον δρόμο μας τα βλάχικα χωριά της περιοχής, Σαμαρίνα, Περιβόλι, Αβδέλλα και Κλεισούρα, κι όσα άλλα από το Μέτσοβο, την Καστοριά και ως την Κοζάνη. Οι Βλάχοι της Ελλάδας, από τους λατινόγλωσσους της Νότιας Βαλκανικής, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, δίγλωσσοι μάλλον σήμερα, μιλούν πιο πολύ τα ελληνικά παρά τα βλάχικα, συνεχίζουν την παραδοσιακή ποιμενική ζωή στα χωριά τους και διατηρούν τα ιδιαίτερα έθιμα τους. Η ιστορία τους ωστόσο περιλαμβάνει λαμπρές ελληνικές σελίδες στη Βαλκανική και στην Κεντρική Ευρώπη, στο εμπόριο, στις τέχνες και στα γράμματα, παράδειγμα η Μοσχόπολη, ακόμη και η Βιέννη και η Πέστη, όπου δραστηριοποιήθηκαν οι βλάχοι. Στον πεζόδρομο που ενώνει τις πλατείες Αιμιλιανού και Ρολογιού στα Γρεβενά, ο καφές και τα μανιτάρια. Και ύστερα ο δρόμος προς Κοζάνη.

Στην περιοχή της αρχαίας Ελίμειας αναπτύχθηκαν τα Καλύβια, μεταξύ 12ου και 13ου αιώνα και μετά ηπειρώτες πρόσφυγες έκτισαν εκεί την Παλιοκόζδιανη, από όπου και προέκυψε τον 17ο αιώνα η Κοζάνη. Από την εποχή του πρώτου προύχοντα Χαρίσιου Τράντα, με το εμπόριο, απόκτησε η πόλη τη μητρόπολη του Αγίου Νικολάου, το Δημαρχείο, τα αρχοντικά, τη Σχολή της, τη Στοά, και πήρε τη θέση της μεταξύ των αναπτυγμένων πόλεων της Ελλάδας. Συνέβαλε αργότερα και ο λιγνίτης της περιοχής στην οικονομική της πρόοδο, μόλο που τον τελευταίο καιρό η απολιγνητοποίηση απειλεί να της στερήσει ζωτικούς της πόρους. Περήφανη η πόλη για τα αρχιτεκτονικά στολίδια της, τα αρχοντικά Βούρκα και Λασσάνη,  την Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη, με τους πάνω από 150000 τόμους, χειρόγραφα, κώδικες και σπάνιες εκδόσεις, ανάμεσα του και τη Χάρτα του Ρήγα, τα μουσεία της, το Καμπαναριό, την Εθνική Τράπεζα, το Βαλταδώρειο Γυμνάσιο, το ξενοδοχείο Ερμιόνιον και άλλα. Μια βόλτα στον Δημοτικό Κήπο, το καθυστερημένο μεσημεριανό μας στην Πλατεία Νίκης και ύστερα γραμμή για Βέροια, Αξιό, περιφερειακή Θεσσαλονίκης, Κιλκίς για τον καφέ και τέρμα τέλος στη Δοϊράνη. Φώτα μακριά, πέρα από την αρχαία λίμνη Παιονία, τηγανητό γριβάδι στην ταβέρνα, λάμπει από πάνω η σελήνη και στο στρατιωτικό Νεκροταφείο ξεχασμένοι, οι ήρωες των πολέμων και της Μάχης της Δοϊράνης. Ανάπαυση μετά από το κουραστικό ταξίδι, ο χρόνος φεύγει, η μνήμη ελαφρωμένη πια από το παρελθόν, αναπαύεται προσμένοντας το μέλλον.

Σέρρες

Η πρωϊνή μας διαδρομή περνά από Ροδόπολη, λίμνη Κερκίνη, Πετρίτσι, Σιδηρόκαστρο και τελειώνει στις Σέρρες. Η πόλη, η αρχαία Σίρις, είναι κτισμένη πάνω στον δρόμο που ενώνει το Αιγαίο με τον Δούναβη, δεσπόζει της πεδιάδας των Σερρών και φαίνεται πως εμφανίζεται από τη 2η π.Χ. χιλιετία. Φρύγες, Θράκες και Παίονες οι παλαιότεροι κάτοικοι της, λάτρεις του Ήλιου, του Στρυμώνα και του Διόνυσου. Διαθέτει πολλές ρωμαϊκές επιγραφές, και αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές ως «μέγα και θαυμαστόν άστυ». Εδώ ανακηρύχθηκε ο Δουσάν «Τσάρος των Σέρβων και Ρωμαίων». Πέρασε την τουρκοκρατία και Επανάσταση σχετικά ήρεμα, αλλά υπέφερε πολύ από τους βουλγάρους. Και μετά την απελευθέρωση πληγώθηκε βαριά από τη μετανάστευση, την άναρχη δόμηση και την καταστροφή του ιστορικού τοπίου.  Σήμερα η πόλη διατηρεί ελάχιστα από τα πολλά βυζαντινά και νεότερα μνημεία, την Ακρόπολη (Κουλά) με τον Πύργο του Ορέστη στον λόφο, που κτίστηκε επί Νικηφόρου Φωκά, την αναστηλωμένη παλαιά μητρόπολη των Αγίων Θεοδώρων, και τον ναό του Αγίου Γεωργίου Κρυονερίτου, το τέμενος Μεχμέτ Μπέη, το Τζιντζιρλί Τζαμί, το τέμενος Μουσταφά Μπέη και το Μπεζεστένι, το Διοικητήριο, τον Ορφέα και κάποια νεοκλασικά, που διέφυγαν τη λαίλαπα της μεταπολεμικής αντιπαροχής. Και από τα μουσεία αξιόλογα είναι τα λαογραφικά των Βλάχων και των Σαρακατσάνων. Από την Ακρόπολη η θέα της πόλης και του κάμπου, στις πράσινες αθλητικές εγκαταστάσεις η ξεκούραση και από τη μοντέρνα αγορά οι ακανέδες, το λουκούμι των Σερρών, χαρακτηριστικό προϊόν του τόπου.

Το απόγευμα, πάνω από κάμποσες γέφυρες του ποταμού στον κάμπο, περνάμε από το Σκούταρι, τη Βασαλτία, τον Τράγιλο μέχρι τα Νέα Κερδύλια, στις εκβολές του Στρυμώνα. Άργιλος, Ηιών, Κερδύλιον οι αρχαίες πόλεις της περιοχής, αλλά όλες τις επισκιάζει η Αμφίπολις, σημαντική πόλη της Μακεδονίας, μήλο της έριδος αθηναίων, σπαρτιατών και μακεδόνων. Ο Ηρόδοτος αναφέρει την πόλη για τη θυσία  των νέων στον θεό του ποταμού από τον Ξέρξη το 480 π.Χ. και ο Θουκυδίδης περιγράφει τη διαμάχη για την κατοχή της πόλης κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο. Αρχικά αποικία των αθηναίων, καταλήφθηκε από τους σπαρτιάτες και απέτυχε η ανακατάληψη της υπό την ηγεσία του ίδιου του Θουκυδίδη. Το 422 π.Χ. στη μάχη της Αμφίπολης σκοτώθηκαν οι δυο αντίπαλοι αρχηγοί, ο Κλέων και ο Βρασίδας και συνάφθηκε η Νικίειος Ειρήνη, και το 358 π.Χ. η πόλη καταλήφθηκε  εύκολα από τον Φίλιππο. Τυχαία αποκαλύφθηκε ο Λέων της Αμφίπολης, στη σημερινή του θέση, αλλά φαίνεται πως βρισκόταν στην κορυφή του τύμβου του Καστά, του περίφημου τεράστιου μακεδονικού ταφικού μνημείου του Ηφαιστίωνα, του πολυαγαπημένου φίλου του Αλεξάνδρου. Η δόξα της Ελλάδας όμως έχει μια συνεχή παρουσία στον τόπο. Διακόσιοι κάτοικοι της περιοχής εκτελέστηκαν εδώ στη γερμανική κατοχή γιατί ήταν έλληνες απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τους απογόνους ούννους των δασών της Γερμανίας. Θεία δάφνη.

Παραλιακά περνάμε από τη λίμνη Βόλβη για τα Στάγειρα, πατρίδα του μεγάλου μακεδόνα Αριστοτέλη. Η παραθαλάσσια αρχαία πόλη καταστράφηκε από τον Φίλιππο και ξανακτίστηκε από τον Αλέξανδρο, προς τιμή του διδασκάλου του. Μόλο που ο Σταγειρίτης είχε πια αποκτήσει για πατρίδα την Ελλάδα, τη  Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο, με τη φιλοσοφία, την ηθική, την επιστήμη. Τα ταπεινά Στάγειρα στάθηκαν ισότιμα απέναντι στη λαμπρή Αθήνα, ο Αριστοτέλης προς τον Πλάτωνα, ο ρεαλισμός μπροστά στον ιδεαλισμό, για να αρχίσει η φοβερή γιγαντομαχία του όντος, του πνεύματος και του πολιτισμού της οικουμένης.

Περνούμε από την Ιερισσό, την αρχαία Άκανθα, και μπροστά μας η διώρυγα του Ξέρξη, που άνοιξε για τα πλοία του στην εκστρατεία κατά της Ελλάδας, αποφεύγοντας τις τρικυμίες του Άθω.  Και εδώ τελειώνει πια ο έξω κόσμος ο επίγειος και μπαίνομε στην πόλη του ουρανού, την Ουρανούπολη, από όπου αρχίζει το Άγιο Όρος, το Περιβόλι της Παναγίας, η πνευματική πολιτεία των ανδρών, της προσευχής, του νου και της καρδιάς.

Στη γιγαντομαχία ανάγεται η δημιουργία του Άθω, από τον βράχο που έριξε κατά του Ποσειδώνα ο Άθως και από τη Δάφνη που κατέφυγε εκεί, καταδιωκόμενη από τον Απόλλωνα, πήρε ο τόπος την παράδοση του αβάτου, της αγνότητας και της παρθενίας. Και πέρασε από εκεί η Θεοτόκος και φωνή εξ ουρανού όρισε,  «Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σός και περιβόλαιον σόν καί παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι». Και άρχισαν μετά, από τον 4ο αιώνα, να έρχονται σιγά σιγά ερημίτες, που πληθύνθηκαν κατά την Εικονομαχία, ώστε μετά την αναστήλωση των ιερών εικόνων να αρχίσει πια η οργάνωση της μοναστικής πολιτείας, ο ερημιτισμός του Πέτρου του Αθωνίτη και ο λαυριωτισμός του Ευθυμίου του Νέου, να επικρατήσει τελικά, με την υποστήριξη του Νικηφόρου Φωκά,  η μεταρρύθμιση του Αθανασίου Αθωνίτη του 10ου αιώνα και να εκδοθεί ο «Τράγος», η περγαμηνή του Ιωάννη Τσιμισκή για την κοινοβιακή ζωή των μοναχών στο Όρος. Και ήρθε κατόπιν το χρυσόβουλο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού ώστε «Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων». Με τα βυζαντινά προνόμια αναπτύχθηκε το Όρος και έφθασε να έχει μέχρι και 300 μοναστήρια, ώσπου οι λατίνοι και οι καταλανοί κατάστρεψαν τον τόπο και άφησαν μόνο 35 μονές σε λειτουργία. Αλλά αναζωογονήθηκε και  πάλι ο Άθως, απόκτησε και σερβικό, βουλγαρικό και ρωσικό μοναστήρι, ξαναπήρε τα προνόμια του στην τουρκοκρατία και πέρασε τις περιπέτειες των πολέμων. Ενσωματώθηκε με διεθνείς συνθήκες τελικά, με ειδικό καθεστώς στο ελληνικό κράτος, και καθιερώθηκε η Ιερά Επιστασία του Αγίου ΄Ορους, με τις 20 μονές, 12 σκήτες, τα κελλιά, καλύβες, καθίσματα και τα ησυχαστήρια του,  όπως ορίζει ο Καταστατικός του Χάρτης.

Ζωντανή εικόνα του Βυζαντίου το Όρος, οριοθετεί την Ορθοδοξία από τις αιρέσεις, συντηρεί το ελληνικό πνεύμα κατά των εικονομάχων, προσεγγίζει τον Θεό δια του ησυχασμού. Πίστη, τέχνη και ζωή εναρμονισμένες στη διαλεκτική παράδοσης και ανανέωσης, της αρχαίας ελληνικής και χριστιανικής παρακαταθήκης και της τριπλής βυζαντινής αναγέννησης του 9ου, 12ου και 15ου αιώνα (Φώτιος, Κομνηνοί, Παλαιολόγοι). Αμύθητοι, ανεκτίμητοι και αμέτρητοι είναι οι πνευματικοί και οι καλλιτεχνικοί θησαυροί του Όρους. Φάρος Ορθοδοξίας με παγκόσμια ακτινοβολία, πνευματική ζωή μετάρσια, που ενώνει το υλικό με το άϋλο, θείος ησυχασμός, που με την καρδιακή προσευχή φθάνει στη θέωση του ανθρώπου. Μια ζωή ταγμένη στην αδιάλειπτη λατρεία του Θεού, μια συνεχής δοξολογία, μια διαρκής ιερουργία μέσα στον ναό, στο μοναστήρι και στη φύση, αυτή είναι η βίωση της γνώσης, της μύησης, της θείας αποκάλυψης. Μυσταγωγία η περιήγηση στο Άγιο Όρος, μέσα στην αγιασμένη φύση, με την αρμονική  αρχιτεκτονική δομή, με τα σεβάσμια πρόσωπα των μοναχών, με την προσκύνηση των αγίων λειψάνων και των αγίων εικόνων, με τον θαυμασμό των έργων τέχνης, και με τη μελέτη των αρχείων, των συλλογών, των βιβλιοθηκών των μονών, των χειρογράφων, των εκδόσεων, των πηγών του αρχαίου, του βυζαντινού και του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.

Με το Διαμονητήριο στο χέρι πήραμε το πλοίο για τη Δάφνη, και αγναντεύοντας από την κουπαστή, περάσαμε το βουλγαρικό μοναστήρι του Ζωγράφου, τις μονές Κωνσταμονίτου, Δοχιαρείου και  Ξενοφώντος, τη ρωσική μονή Παντελεήμονος, και την Ξηροποτάμου, θείες ζωγραφιές ιστορημένες από τα χέρια των ανθρώπων. Μικρή στάση στο λιμάνι, ζωηρή η κίνηση προσκυνητών, αγωγιατών, και ιερωμένων και αμέσως μετά το καϊκι παραπλέει την κρεμασμένη στα ύψη μονή Σίμωνος Πέτρας, και τη μονή Οσίου Γρηγορίου και μας αφήνει στο αραξοβόλι της Μονής Διονυσίου. Ανεβαίνομε ψηλά στο μοναστήρι του 14 ου αιώνα, τα τυπικά, το καλωσόρισμα, το ούζο, το λουκούμι. Και ο Πατήρ Λεόντιος, ο συμπατριώτης φίλος, Αντώνιος κατά κόσμον, μας υποδέχεται αγνώριστος με τα γένια και το ράσο, με τα μάτια όμως πάντα χαρωπά, φιλικά, φωτεινά, γεμάτα από τη χάρη του Θεού και την αγάπη του ανθρώπου. Πολιτικός μηχανικός το επάγγελμα του, έχει αναλάβει τη συντήρηση όλων των κτισμάτων της μονής και έχει προγραμματίσει για σήμερα να εξετάσει ένα κελί, πέρα στη σκήτη της Αγίας Άννας. Μας παίρνει με τη βενζινάκατο, αληθινός καπετάνιος, ανεμίζει το ράσο του στο αγέρι, κι απολαμβάνομε μαζί τη χαρά της θάλασσας, που φεύγει πίσω μας αφρίζοντας. Φθάνομε, ανεβαίνομε τα πέτρινα σκαλοπάτια  και όσο αυτός υπολογίζει τη ζημιά, ο Παπά Γιώργης  κόβει ένα κατακόκκινο καρπούζι από τον κήπο του, μας το προσφέρει, μας δείχνει τα ξυλόγλυπτα του, μας ευλογεί και τελειώνει η επίσκεψη μας. Φεύγοντας συναντούμε τον πατέρα Γεωρβάσιο αγιογράφο, βλέπομε τα έργα του, μια συνομιλία με τον Θεό μέσα από τα χρώματα, αυτό και μόνο είναι η  τέχνη του. Επιστρέφομε νωρίς για τον εσπερινό, και για την τράπεζα, ρίζι πιλάφι αγιορείτικο, κρασί, ελιές και φρούτα, όσο ακούμε τα αναγνώσματα της Βίβλου. Ακολουθούμε όλο το τυπικό του μοναστηριού, στο Καθολικό, απόδειπνο, μεσονυκτικό, όρθρο, λειτουργία, προσκύνημα των λειψάνων, αντίδωρο, αγιασμό, ανάπαυση για μας και ο κάθε μοναχός στο έργο του. Προσκύνημα στα 14 παρεκκλήσια και στον τάφο του Αγίου Νήφωνα. Οι τοιχογραφίες του Καθολικού, έργο του Τζώρτζη, μαθητή του Θεοφάνη, του παρεκκλησίου της Παναγίας του Ακαθίστου του Μακαρίου, η εικόνα της Παναγίας, του Λουκά, επιζωγραφημένη.  Αξιόλογη και η εικόνα της Αποκάλυψης, έξω από την τράπεζα. Το απόγευμα η  συνάντηση με τον άγιο, λόγιο γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, στο κάθισμα των Αγίων Αποστόλων έξω από τη μονή, Μεταξύ ουρανού και γης, διδασκαλία, ευλογία και απόλυτη γαλήνη μιας διαρκούς πνευματικής ζωής. Θαρραλέα φωνή ελέγχου ζηλωτών και νεορθοδόξων, εκδόσεις, διαρκής προσευχή, ησυχασμός.

Το πρωϊ ξανά με το καϊκι στη Δάφνη και με το λεωφορείο στις Καρυές, μια πολιτεία άλλης εποχής, με το Πρωτάτο, τον καθεδρικό ναό με την εικόνα του Άξιον εστί, τη Μολυβοκκλησιά, την περίφημη Αθωνιάδα Σχολή, τα κονάκια των μονών και τις διοικητικές υπηρεσίες του Όρους. Μεσημέρι με το λεωφορείο για τη σπουδαία, τρίτη στην κατάταξη μονή του Όρους, του 10ου αιώνα, των  γεωργιανών, των Ιβήρων. Επιβλητικό μοναστικό συγκρότημα, με το καθολικό και 16 παρεκκλήσια, με τοιχογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός και με τα λείψανα 165 αγίων, με πλουσιότατο σκευοφυλάκιο και βιβλιοθήκη, με πάνω από 20000 αρχέτυπα, παλαίτυπα, χειρόγραφα, κώδικες, περγαμηνές και χρυσόβουλα. Στο παρεκκλήσι της Παναγίας Πορταϊτισσας η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, και στον νάρθηκα του Καθολικού οι τοιχογραφίες των σοφών και βασιλέων της αρχαιότητας, απτός και γνήσιος ελληνοχριστιανισμός.

Στο αρχονταρίκι ο πατέρας Γαβριήλ, αναπληρώνει τον ηγούμενο Βασίλειο, πατριώτη μας, ακολουθεί το τυπικό, βυζαντινή τελετουργία, τράπεζα, ξενάγηση, οι ακολουθίες  και η νύκτα  φεύγει, ανάλαφρη. Αδειάζει όσο μπορεί το πνεύμα με τη χάρη και ο χρόνος δεν μετριέται πια με τις ώρες, ρέει γαλήνιος, ατάραχος, γλυκός, από το εντεύθεν της βιωτής προς το επέκεινα του κόσμου. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Όλα τελειώνουν όμως το πρωϊ, αποχαιρετισμός, αναχώρηση, αντίστροφος ο δρόμος, αδύνατη η επίσκεψη άλλων μονών καθώς εξαντλήθηκε όλος ο διαθέσιμος χρόνος. Και από την Ουρανούπολη η Χαλκιδική μάς φεύγει πολύ γρήγορα, όπως προσπερνούμε τη Σιθωνία και την Κασσάνδρα. Η Θεσσαλονίκη βασιλεύει στον Θερμαϊκό, Γαλλικός, Λουδίας, Αξιός, Αλιάκμονας, παραλία Κατερίνης και τελειώνει πια η Μακεδονία. Ώρες ακόμη  για τον Πειραιά, και ύστερα η νύκτα στο κατάστρωμα του πλοίου, αφήνει ελεύθερη τη μνήμη να στοχάζεται το ωραίο ταξίδι, στο γυρισμό για την Ιθάκη μας, την Κρήτη.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ