Του Στρατή Παπαμανουσάκη
«Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν»
(Σοφοκλής, Αντιγόνη, 523)
Όσο αδιαχώριστη κι αν είναι η γεωγραφία με την ιστορία, τόσο και πιο πολύ χρειάζεται να ξεχωρίζουν τα όριά τους, για να νάναι όσο πιο καθαρά γίνεται τα ονόματα των τόπων στην κάθε εποχή προσδιορισμένα. Λέμε Στερεά Ελλάδα σε αντίθεση με την Πελοπόννησο και τα Νησιά, όσο ξεχώρισαν στην Επανάσταση. Και Κεντρική Ελλάδα, καθώς στο χάρτη απάνω βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της πατρίδας μας, απ΄ τη νεότερη εποχή και πέρα. Και λέμε τέλος Ρούμελη, άθελα μας συρρικνώνοντας ολόκληρη τη Ρωμανία (Ρώμη Νέα), το Βυζάντιο και το Ρουμ-Ιλή, όλο το εγιαλέτι της Ρούμελης, που είχε πρωτεύουσα την Αδριανούπολη, τη Σόφια και το Μοναστήρι της τουρκοκρατίας. Μα τέλος πάντων εμείς χαράξαμε τα όρια του ταξιδιού μας με την κοινή αντίληψη, που υπολογίζει μαζί την Αττική, Εύβοια, Βοιωτία, Φωκίδα, Φθιώτιδα, Ευρυτανία, Αιτωλία κι Ακαρνανία.
Πρωί στον Πειραιά και μόλις ξεμπουκάραμε από τα έγκατα του πλοίου της ΑΝΕΚ, που μας μετέφερε από την Κρήτη. Μια πρώτη διαδρομή στην Αττική από την παραλιακή μέχρι το Σούνιο και ύστερα ως τον Μαραθώνα και δυτικά γυρνώντας μέχρι την Ελευσίνα και τη Σαλαμίνα. Έτσι να ξαναζούσαμε την αρχαία ιστορία μας, χωρίς ποτέ να χάνομε τη μνήμη της νεότερης. Γιατί ποιος θα μπορούσε να ξεφύγει από τη Βάρκιζα, που έγραψε με τέτοιο τραγικό τρόπο το τέλος των Δεκεμβριανών και την αρχή, αλλοίμονο, του εμφυλίου πολέμου. Και απ΄ το Τατόϊ, που κλείνει μέσα του, με τους βασιλικούς τάφους, όλη την ιστορία της βασιλείας των Γλύξμπουργκ στην Ελλάδα. Κι ούτε κι απ΄ το Καστρί, που για μας ήτανε το κέντρο τότε της Δημοκρατίας, όταν ο Γέρος της έβαλε ξανά το ζήτημα του ποιος να κυβερνά, ο βασιλιάς ή ο λαός τη χώρα. Ύστερα ο δρόμος μας περνούσε απ΄ το Ελληνικό, σταθμό μεγάλο της αεροπορίας μας, όπως κι από το νέο αεροδρόμιο Βενιζέλου, εκεί κοντά στα Σπάτα με τα αμπέλια τους και από το νέο λιμάνι του Λαυρίου, που δε γινόταν να ξεχάσομε το σκάνδαλο των Λαυρεωτικών, και της Ραφήνας. Και από το φράγμα Μαραθώνα, που έφερε άφθονο νερό μες στην Αθήνα, κι από τις Αχαρνές στους πρόποδες της Πάρνηθας, που έκρυβε του Σοφοκλή τον τάφο, κι ως πέρα προς τα Μέγαρα, που με τον Βύζαντα έκτισαν την Πόλη τη μεγάλη, και προς το Χαϊδάρι, το στρατόπεδο μελλοθανάτων της Κατοχής, που πρόβαλαν τα στήθη τους γυμνά στις σφαίρες της εκτέλεσης, πέρα στο θυσιαστήριο της Καισαριανής.
Στο Σούνιο πατήσαμε τα αρχαία ερείπια του ναού του Ποσειδώνα, απ΄ όπου ο Αιγέας πέφτοντας, ονομάτισε το Πέλαγος του Αιγαίου, μόλις ατένισε το μαύρο πλοίο, που έφερνε πίσω αμέριμνο, από τη νίκη του στην Κρήτη, τον γιό του τον Θησέα. Και ύστερα πια η ιστορία και η δόξα και ο θρίαμβος του ελληνικού πολιτισμού, που κράτησε μακριά από την Ευρώπη τους «βαρβάρους», δεν μάς άφησε να ξαποστάσομε, πριν προσκυνήσομε στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές.
Ήταν το 490 π.Χ. που ο Μιλτιάδης μόνος του υπόγραψε τη νίκη, μόλο που ο πανικός του Πάνα και η λαβή του αρότρου του Εχετλαίου συνέβαλαν στην επικράτηση όσων «ελλήνων προμαχούντες αθηναίοι Μαραθώνι / χρυσοφόρων μήδων εστόρεσαν δύναμιν». Στον τύμβο απάνω αφήσαμε τη σκέψη μας για τα προγονικά, μεγάλα κι υπεράνθρωπα του κόσμου κατορθώματα και ας έβιαζε ο καιρός να συνεχίσομε το ίδιο απόγευμα στη Σαλαμίνα, εκεί που δέκα χρόνια αργότερα νίκησε πάλι του αθηναίου Θεμιστοκλή η στρατηγική κι έγινε η ναυμαχία εκεί η πιο τρανή νίκη των ελλήνων. Και φεύγοντας από τον τύμβο των Σαλαμινομάχων στην Κυνόσουρα κι όλη την άλλη μέρα διασχίζοντας δυτικά την Αττική προς τη Βοιωτία φθάσαμε στον τρίτο μας σταθμό των περσικών πολέμων, στις Πλαταιές, κάτω από τον Κιθαιρώνα. Εκεί που ολοκληρώθηκε η νίκη των ελλήνων, που ο σπαρτιάτης Παυσανίας κατάφερε συντριπτικό κτύπημα στον Μαρδόνιο και το ποτάμι του Ασωπού κοκκίνισε από το αίμα των περσών που πέσανε. Κι όταν την άλλη μέρα ο Παυσανίας πρόσταξε τους μαγείρους των νικημένων να ετοιμάσουνε το γεύμα τους, βλέποντας την πολυτέλεια των σκευών και των τροφών, είπε προς τους συντρόφους του: «Κοιτάξτε εδώ, απολαμβάνοντας αυτά τα γεύματα ήρθε ο πέρσης ηγεμόνας από τόσο μακριά, να αφαιρέσει από εμάς τον μέλανα ζωμό μας». Κι έγραψε τότε ο Αισχύλος, ο μέγας τραγικός, πολεμιστής του Μαραθώνα, πως «… η περφάνεια / μεστώνοντας καρποφοράει ολέθρου στάχι, / απούθε ο πολυδάκρυτος τρυγιέται θέρος». Μια νύκτα στις Πλαταιές, κάτω απ΄ τα αστέρια, κι όλος ο κόσμος γίνεται ένα, με τον χρόνο, την ιστορία, τη ζωή, τον θάνατο, τον άνθρωπο, σαν όλες οι δυνάμεις της φύσης, του απείρου και του πνεύματος κινούν αδιάκοπα της μοίρας τον τροχό της κοσμοδημιουργικής και κοσμοκαταλύτρας.
Ήδη από το πρωί το είχαμε νιώσει σύγκορμα το μέγα αυτό μυστήριο, στην Ελευσίνα, βαθιά στη γη της να κοιμάται πια η Περσεφόνη, απρόσβλητη από τα ναυπηγεία, τα τσιμέντα και την υψικάμινο. Πατρίδα του Αισχύλου η πόλη, εκείνου που με τον Προμηθέα, την Ορέστεια και τους Επτά επί Θήβας έκλεισε σε ένα κύκλο όλο το δράμα της αρχαίας Ελλάδας, των θεών και των ηρώων. Τα ελευσίνια ήτανε για τον αρχαίο κόσμο, τα πιο σπουδαία απ΄ τα μυστήρια, προς τιμή της Δήμητρας, που ψάχνοντας την Περσεφόνη έφτασε στην «αγέλαστη πέτρα» της Ελευσίνας κι εκεί πρώτη φορά γέλασε, μετά την αρπαγή της θυγατέρας της, άγνωστη αυτή, με την αθυροστομία της Ιάμβης και των γυναικών του τόπου.
Σιωπηλοί διαβήκαμε την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνας, (που ανάγει το όνομά της στο ρήμα ελεύθω-έρχομαι), εκεί όπου κατέληγε η Ιερά οδός απ΄ την Αθήνα, αφού περνούσε από τον Κηφισό με τους «γεφυρισμούς», κι άρχιζαν πια για όλους τους μύστες, αφού είχαν περάσει τα Μικρά, τα Μεγάλα Ελευσίνια. Περιδιαβήκαμε τον ιερό χώρο, το μέγαρον, ίσως το τελεστήριο, τον οίκο των Κηρύκων και των Ευμολπίδων, των δυο ιερατικών γενών, απ΄ όπου προέρχονταν ο Ιεροφάντης και ο Δαδούχος των μυστηρίων, το Καλλιχώριον και το Παρθένιο φρέαρ, το Πλουτώνιον και το Μουσείο με τα σπουδαία ευρήματά του. Όμως αλλού βρισκόταν το ζητούμενο, πέρα από τις εξωτερικές του εμφανίσεις. Εννιά ολόκληρες ημέρες διαρκούσαν τα μυστήρια, τον μήνα Βοηδρομιώνα και κάθε μέρα άλλες τελετές (Αγυρμός-Πρόρρησις, Άλαδε Μύσται-Καθαρμός, Νηστεία-Προσφορές, Επιδαύρια, Ημέρα των Λαμπάδων, Ίακχος, Δρώμενα-Δεικνύμενα-Εποπτεία, Επιστροφή, Πλημοχόαι). Λατρεία της Δήμητρας, θεάς της γης και των καρπών της, που συνδέεται με τον Κάτω Κόσμο του Πλούτωνα και με την Περσεφόνη, που μοιράζεται ανάμεσα στους δυο τους. Άγνωστη ακόμη η ουσία των μυστηρίων, μιας και με θάνατο απαγορευόταν η αποκάλυψη τους. Κι όσα γνωρίζομε για τα ιερά αντικείμενα της λατρείας, τον κυκεώνα και το σύμβολο του στάχυ, δεν μας βοηθούν στην κατανόηση. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το μυστήριο της μύησης και της μετάβασης από τον κόσμο της φύσης στον άλλο κόσμο του επέκεινα, έτσι που οι εξωτερικές τελετές απλά συμβάλλουν στην εσωτερική μας μεταμόρφωση, προς το ιερό, το άρρητο, το αόρατο. Ποιος θα μπορούσε να μας πει σίγουρα, τώρα που η απομάγευση της φύσης έχει σχεδόν συντελεστεί, αν υπάρχει στα αλήθεια αυτός ο τόπος και πως να φθάσομε ως εκεί, που οι αρχαίοι είχαν καταφέρει. Και η Ελευσίνα, πέρα απ΄ αυτά που είδαμε, άλλα δεν έχει να μας δώσει.
Στον δρόμο προς τη Θήβα, να την η Κρήτη που στιγμή δεν μας αφήνει, καθώς ο Κάδμος που έψαχνε την αδελφή του Ευρώπη, ενώ εκείνη βρισκόταν αγκαλιά με τον Δία στη Γόρτυνα, διατάχθηκε απ΄ τον Απόλλωνα να σταματήσει πια την καταδίωξη και να κτίσει την πόλη στη Βοιωτία, την Καδμεία. Έτσι έγινε η ακρόπολη των Θηβών με τις επτά τους πύλες και οι κάτοικοί τους βγήκανε σπαρτοί από τα δόντια του δράκου, γιου του Άρη, που τον σκότωσε ο Κάδμος στην πηγή της Δίρκης, για να εξασφαλίσει το νερό της πόλης. Στους κάμπους με τις λίμνες και τριγύρω τα βουνά του Παρνασσού, του Ελικώνα και του Κιθαιρώνα, με τις μούσες, τις ευμενίδες και τις νύμφες, εκεί προκόψανε οι θηβαίοι, που τόσους ήρωες έδωσαν στην Ελλάδα. Ακόμη και ο Ορφέας κι ο Διόνυσος και ο Ηρακλής, κι ο Δευκαλίων και ο Έλληνας, απ΄ εδώ λέγεται πως έχουν την καταγωγή τους, όπως αργότερα, ο Ησίοδος κι ο Πίνδαρος, ο Πελοπίδας κι ο Επαμεινώνδας. Κι ήταν εδώ κοντά στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., που η Θήβα κέρδισε από τη Σπάρτη την ηγεμονία της Ελλάδας. Και ύστερα ο τόπος γνώρισε μακεδόνες, ρωμαίους, βυζαντινούς, φράγκους και τούρκους, μέχρι τη μάχη της Πέτρας το 1829, που λευτερώθηκε απ΄ τους δυνάστες της.
Μα ήδη πλησιάζαμε στην πόλη και η ενδόμυχη μας ταραχή, πως κάπου εκεί θα γύρναγε ο Οιδίποδας, «εν τριπλαίς αμαξιταίς», ακόμη ματωμένος από το αίμα του βασιλιά Λαΐου, του άγνωστου πατέρα του, αυτός που απάλλαξε τη Θήβα από τη Σφίγγα και πήρε ως ανταμοιβή, την ίδια τη μητέρα του γυναίκα. ΄Ετσι άρχισε η τραγωδία των Λαβδακιδών, που βύθισε τη Θήβα στην αμαρτία, στο έγκλημα και στον εμφύλιο, για να έρθει ο μέγας Σοφοκλής, ο τραγωδός του δέοντος, να περιγράψει τη σύγκρουση του αιώνιου με το πρόσκαιρο, της βίας με το δίκιο, του κράτους με το ήθος. Και να διακηρύξει, με το στόμα της Αντιγόνης «οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε, / οὐδ᾽ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη / τοιούσδ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους. / οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ / κηρύγμαθ᾽, ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν / νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν. / οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε / ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη». Και τώρα ποιος να το πιστέψει πώς αυτά τα μεγάλα γίνανε σ΄αυτή την πόλη, με τα συνηθισμένα στην Ελλάδα αρχαία ερείπια, με το μουσείο και τις εκκλησιές, με τις μικρές της συνοικίες, τα αυτοκίνητα και με τον σιδηρόδρομό της, αν έλειπαν αυτές οι μαρτυρίες, γραμμένες με τα φοινίκια γράμματα, το ελληνικό αλφάβητο, που δίδαξε ο Κάδμος στους θηβαίους και στους έλληνες.
«Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει». Το βλέπομε αυτό και στη Θήβα, με το μέγιστο έργο της αποξήρανσης της λίμνης Κωπαϊδας και με τον σιδηρόδρομο και με τη σύγχρονη πόλη. Η φύση υποτάσσεται στον άνθρωπο, μόνο που υπάρχει πια ο μέγας κίνδυνος να ξεπεράσει αυτή η εξουσία αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο και να χαθεί εντελώς το μέλλον μας.
Αφήσαμε από χθες εκτός της διαδρομής μας το μέγα μοναστήρι του Οσίου Λουκά, σπουδαίο μνημείο μεσοβυζαντινής αρχιτακτονικής και τέχνης, με την εικόνα του Ιησού Ναυή, του μαχητή της πίστης στο εξωτερικό της εκκλησίας της Παναγίας, υπόμνηση ανακατάληψης της Κρήτης απ΄ τους άραβες. Κι ούτε στο Δίστομο μπορέσαμε να πάμε να τιμήσομε όλους τους νεκρούς της βάρβαρης ναζιστικής θηριωδίας. Και ακόμη και από το Δήλεσι θέλαμε να περάσομε, γιατί μας θύμιζε την ύστερη εποχή ληστοκρατίας, και από τον ομηρικό Ορχομενό, αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να δούμε τους Δελφούς πριν από το ηλιοβασίλεμα.
Κι είχαμε δρόμο ακόμη ως τη Χαιρώνεια, την πόλη του Πλουτάρχου, να αναπολήσομε εκεί, μπροστά στον Λέοντα, τη μεγάλη μάχη του 338 π.Χ., που έκρινε την τύχη της Ελλάδας, με τη Μακεδονία του Φιλίππου και του Αλέξανδρου μπροστά στις νέες δόξες της πατρίδας. Έπρεπε φυσικά να επισκεφτούμε και την Άμφισσα, στους πρόποδες του Γκιώνα, σπουδαία πόλη της Φωκίδας, στην καρδιά της Ρούμελης, τη πρωτεύουσα, στην Επανάσταση, της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Και το κάστρο των Σαλώνων, όπου σφάζονταν αρνιά και παλληκάρια, στην ποδιά της Μαρίτσας Πενταγιώτισσας, που ο θρύλος την ανέβασε και ως τη φήμη της Ελένης, που για τη σκιά της γέμισε ο Σκάμανδρος κορμιά, κάτω απ΄ της Τροίας τα τείχη. Ανάμεσα στις δυο πλατείες της πόλης, του Κεχαγιά και του Ησαϊα, πλήθος τα κτίρια με τα κληροδοτήματα από τους ευεργέτες της. Και η συνοικία της Χάρμαινας με τα παλιά ταμπάκικα είναι γνωστή, γιατί απ΄ εδώ ξεκινά κάθε χρόνο τις Απόκριες, το ιδιαίτερο Καρναβάλι της Άμφισσας, με τα στοιχειά του τόπου, το κρασί και τα καζάνια του πατσά κι όλο το γλεντοκόπι. Μια στάση μόνο ακόμη στο ωραιότερο καφενείο της Ελλάδας, το Πανελλήνιο, το Γιαλί Καφενέ, με τις επτά τζαμόπορτες και με τον Θίασο του Αγγελόπουλου να τραγουδά και να χορεύει στη Γκόλφω του Περεσιάδη. Ύστερα, μόλις που προλαβαίναμε στη Λειβαδιά, να ρίξομε από μια ματιά στον ποταμό Έρκυνα, στο μαντικό ιερό του Τροφωνίου και στον Πύργο του Ρολογιού, που δεσπόζει στην πόλη.
Φεύγομε συντροφιά με τα Σαράντα Παλληκάρια, αυτά για Τριπολιτσά κι εμείς για την Αράχωβα, επόμενο μικρό σταθμός μας. Η πόλη, η Ράχοβα (ράχις- ωβάς) ή απλά και μόνο Orechova (σλάβικο τοπωνύμιο, καρυδότοπος), γνωστή από το κοντινό νεολιθικό Κωρύκειο Άντρο και από τον θρίαμβο του Καραϊσκάκη στη Μάχη της Αράχωβας το 1826 και τώρα πια πολύ γνωστή από το χιονοδρομικό κέντρο του Παρνασσού. Ένας καφές στη Λειβαδιά κι ένα σουβλάκι στην Αράχωβα και τέλος οι Δελφοί μας υποδέχονται στην περίοπτη θέση τους στον Παρνασσό.
Κάποιοι άλλοι μακρινοί μας πρόγονοι, κρητικοί μινωϊτες, οδηγημένοι απ΄ τον Απόλλωνα έκτισαν το ιερό του, όταν ο θεός εξόντωσε τον Πύθωνα κι έταξε την Πυθία ιέρεια και μάντισσα στο πιο λαμπρό μαντείο της Ελλάδας. Μια ομοσπονδία δώδεκα φυλών, η Δελφική Αμφικτιονία, διοικούσε την περιοχή, κι επέβλεπε βέβαια με διπλωματία και τους χρησμούς, χωρίς ωστόσο να αποφύγει τέσσερις Ιερούς Πολέμους, μέχρι που ο Σύλλας την κατάστρεψε το 86 π.Χ. και από τις μετέπειτα επιδρομές χάθηκε και το άσβεστο πυρ. Κι όμως το μαντείο εξακολούθησε να λειτουργεί ως το 395, που έκλεισε οριστικά με διάταγμα του Θεοδοσίου Α΄. Κι ας λένε πως πολύ πρωτύτερα η Πυθία έβγαλε χρησμό στον Ιουλιανό τον Παραβάτη, ότι «χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά, / οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην, / οὐ παγὰν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ». Περάσαμε, σαν τους αρχαίους επισκέπτες, από το νοτιοανατολικό μέρος του περιβόλου, αναβαίνοντας την Ιερά Οδό, μέσα από τα αναθήματα, τους θησαυρούς των ελληνικών πόλεων, που ανάμεσα τους διακρινότανε ο Θησαυρός των αθηναίων και ο τρίποδας των Πλαταιών, μέχρι το κέντρο, στον ναό του Απόλλωνα, την Κασταλία πηγή, που απ΄ τους ρωμαίους μετατοπίστηκε βορειότερα και τον Θόλο της Αθηνάς Προναίας και πιο πάνω στο θέατρο και το στάδιο, όπου τελούνταν γυμνικοί, δραματικοί και λυρικοί αγώνες. Μαγεία οι Δελφοί στο καταπληκτικό τοπίο, που ανοίγεται νότια στον κάμπο με τις ελιές και πέρα προς τη θάλασσα του Κορινθιακού. Σαν όλοι με βαθιά κατάνυξη προσκυνητές μέσα στο δειλινό, να ακούγαμε με δέος τους χρησμούς, ευοίωνους μα και δυσοίωνους, που με τη φωνή της μάντισσας εξέρχονταν από του Απόλλωνα τον θεϊκό λόγο, εκεί στον ομφαλό της γης, που τα μελλούμενα σαν αητοί ψηλοπετούν στα ουράνια. Και ύστερα πια στο Μουσείο των Δελφών τα απτά δείγματα της αρχαίας τέχνης, από τον μαρμάρινο Ομφαλό, γεμάτο το άρμα μας απ΄ τα πολλά σωζόμενα αναθήματα και ο τέλειος Ηνίοχος, μας οδηγούσε πέρα από τον υλικό κόσμο μακριά στα άϋλα τοπία των πνευμάτων, πέρα από τον χρόνο και την ιστορία προς το απόλυτο.
Πρωϊ την άλλη μέρα επισκεφθήκαμε την κατοικία του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, με το Μουσείο των Δελφικών Εορτών, των εμπνευστών και εκτελεστών της δελφικής ιδέας, που αναστήθηκε πραγματικά και δυο φορές στα χρόνια του 1927 και του 1930, ακτινοβόλησε με τρόπο ανεπανάληπτο το μεγαλείο και τη δόξα, και τη δύναμη των Δελφών στα πέρατα του κόσμου. Και δεν μας έπεισαν οι άλλοι σύγχρονοι θεσμοί πως θα μπορούσαν να σταθούν ισάξια πλάϊ τους.
Απ΄ τους Δελφούς πια κατεβαίνοντας στον απέραντο ελαιώνα, φθάσαμε ευχάριστα στη Σκάλα των Σαλώνων την Ιτέα και πήραμε τον δρόμο προς την περιοχή της γαλατσίδας, απ΄ όπου πήρε το όνομά του το Γαλαξίδι. Η πολιτεία, μολονότι έχει μια συνεχή παρουσία από την αρχαιότητα, γνώρισε τη μεγάλη δόξα της από τον 18ο αιώνα, ως ναυτική δύναμη, που έλαμψε στην Επανάσταση και πλήρωσε βαρύ το τίμημα με την καταστροφή της δυο φορές από τους τούρκους. Γνωστός ακόμη ο τόπος για τα ωραία έθιμα του της Αποκριάς, τώρα που η αλλοτινή ακμή της ναυτιλίας του φαίνεται πια στο Ναυτικό Μουσείο. Γεμάτοι από την ηρεμία και τη γαλήνια θάλασσα και με το πράσινο απ΄ το πευκόφυτο δασάκι απέναντι, τραβήξαμε όλο δυτικά τον δρόμο προς τη Ναύπακτο (ναυς και πήγνυμι). Και εκεί στην όμορφη μεγάλη παραλία της απολαύσαμε αργά το τσιπουράκι μας, έχοντας στο νου τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, εκεί κοντά στις Εχινάδες νήσους. Γιατί εκεί το 1571 η Sacra Lega, η ιερή συμμαχία Πάπα, ισπανών και βενετών, σταμάτησε την επέκταση των τούρκων στην Ευρώπη, κλείνοντας έτσι μια σελίδα του Ανατολικού Ζητήματος, που όμως μαζί του συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ίσως σήμερα ακόμη πιο έντονα η περιπέτεια της Ευρώπης και του κόσμου. Περιηγηθήκαμε τα τείχη και το κάστρο και το λιμανάκι της Ναυπάκτου, με το άγαλμα του πυρπολητή Γιώργη Ανεμογιάννη. Κι ύστερα σταθήκαμε για λίγο μπροστά στον αιώνιο Δον Κιχώτη, τον ίδιο τον Θερβάντες δηλαδή, που έχασε το χέρι του στη Ναυμαχία, τίμημα στη μεγάλη ουτοπία, στο πέρασμα ενός άλλου κόσμου ιδανικού, και μιας ζωής που πάντα θα εμπνέει.
«Να ζει το Μεσολόγγι», του Καψάλη, του Μπότσαρη, του Βύρωνα, του Παλαμά και του Τρικούπη. Η πόλη πρωτοαναφέρθηκε μετά τη Ναυμαχία του Λεπάντο (Μesso-Langi, στο μέσο των λιμνών), λόγω της λιμνοθάλασσας και από μικρό ψαράδικο χωριό εξελίχθηκε σε σημαντικό λιμάνι. Καταστράφηκε στα Ορλωφικά και ξανακτίστηκε για να αντιμετωπίσει τη πρώτη (1821), τη δεύτερη (1823) και την Τρίτη (1825) τουρκική πολιορκία. Απ΄ τον Απρίλη ως τον Οκτώβρη η ιερή πόλη άντεξε ηρωϊκά την πολιορκία του Κιουταχή. Κι απ΄ τον Δεκέμβρη του ΄25 ως τον Απρίλη του ΄26 πάλεψε αποκλεισμένη, με την πείνα, την κακουχία και τα κανόνια του Ιμπραήμ. Μα όταν πια παραδόθηκε το Αιτωλικό, δεν έμενε παρά η λύση της Εξόδου, που σαν προδόθηκε, κατέληξε σε φονική σφαγή των πολιορκημένων. Κι απ΄ τη φωτιά που άναψε στη μπαρουταποθήκη ο δημογέροντας Καψάλης, φωτίστηκε σε όλη την Ευρώπη η Επανάσταση, και ξέσπασε ένα κύμα φιλελληνισμού, που δεν μπορούσε πια η Ιερή Συμμαχία να αγνοήσει. Μια σειρά ηρώων και μαρτύρων αναδείχθηκε στο Μεσολόγγι, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Μακρής, Μαυρομιχάλης, Τζαβέλας, Ραζής Κότσικας, Ρωγών Ιωσήφ, Κοκκίνης, Μάγερ και Καψάλης. Κι ένα πλήθος φιλελλήνων, άγγλων, αμερικανών, γάλλων, γερμανών, ιταλών, Πολωνών, ρώσων, και κυπρίων αγωνιστών. Όμως πριν απ΄ αυτούς και μια μορφή μεγάλη της Ευρώπης, ο Λόρδος Μπάϋρον, μέγας φιλέλληνας, μεγάλος ποιητής, μέγας ρομαντικός, στο Μεσολόγγι έφτασε στο τέρμα της ζωής του, μετά που ο Τσάϊλντ Χάρολντ τέλειωσε το Προσκύνημά του στην Ελλάδα. «Εδώ, στην πέτρα τη βαριά, τώρα ας καθίσω μόνος», έγραψε ο Βύρων. Μα δεν τον άφησε ποτέ μόνο του, τον άγγλο Δον Ζουάν, η Ελλάδα και στη θανή του έταξε την πιο μεγάλη συντροφιά ο Σολωμός, μοιρολογίστρα. «Λευτεριά για λίγο πάψε / να κτυπάς με το σπαθί / Τώρα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάιρον το κορμί».
Στον Κήπο των Ηρώων προσκυνήσαμε τη δόξα του Μεσολογγίου, την τάπια, τον τύμβο, τα μνημεία και τις προτομές. Και ύστερα επισκεφθήκαμε το Μουσείο Ιστορίας και Τέχνης, τις κατοικίες των επιφανών, την Πινακοθήκη και το Δημαρχείο. Πολύ λίγος χρόνος μας έμεινε για την πόλη, τη λιμνοθάλασσα και το Μουσείο άλατος πιο πέρα και για το φημισμένο γνήσιο αυγοτάραχο, σπάνιο αυτή την εποχή. Η τέχνη και η πολιτική μένουν ακόμη ζωντανές στο Μεσολόγγι. Ο Παλαμάς, ο Μαλακάσης, ο Δροσίνης, κι ο Δεληγώργης, ο Τρικούπης και ο Βάλβης, ποιητές, πρωθυπουργοί, όλοι μεσολογγίτες κι άλλοι πολλοί που η μνήμη δεν τους συγκρατεί, αυτοί είναι η ατίμητη κληρονομιά που ποτέ δεν θα χάσει αυτός ο τόπος.
Ο Αχελώος χωρίζει Αιτωλία και Ακαρνανία και η Ιόνιος οδός που ακολουθούμε, μας φέρνει γρήγορα στην πόλη του Αγρινίου, που κτίστηκε απ΄ τον Άγριο, βασιλικό απόγονο του Αιτωλού, το αλλοτινό Βραχώρι. Πολλά τα αξιόλογα κτίρια μες στην πόλη, τα άλση, οι εκκλησιές και τα μνημεία, ο παλιός μιναρές και οι διατηρητέες καπναποθήκες. Στην καλλιέργεια του καπνού οφείλει ο τόπος την ανάπτυξή του. Απ΄ το σπορείο στη μεταφύτευση, το σκάλισμα, στη συλλογή, την αποθήκευση, την ξήρανση, ο καπνός φθάνει πια στο εμπόριο στη μεταφορά και στη βιομηχανία. Κι έτσι μετά τους καλλιεργητές, οι καπνέμποροι και οι καπνεργάτες μεταβάλλουν ριζικά το κοινωνικό τοπίο. Η πόλη αλλάζει γρήγορα, επεκτείνεται, ωριμάζει. Σύλλογοι, σωματεία εργατικά, οι Παπαστράτοι, οι Παναγόπουλοι, οι Κόκαλοι και η ταξική συνείδηση ανεβαίνει, ώσπου ξεσπά πια ανοικτά η σύγκρουση. Κι απ΄ τις καπναποθήκες με τις κρεβαταριές στα χαμηλά ως τα σαλόνια πάνω, μες στον καπνό, και τη μιζέρια και τη φυματίωση, ακούγεται το σύνθημα, «απεργία». Ήδη από την αρχή της δεκαετίας του ΄20 το σύστημα της τόγκας στη δεματοποίηση, όπου χρησιμοποιούνταν οι γυναίκες με το φτηνό τους μεροκάματο, οδήγησε στην ανεργία τους άντρες καπνεργάτες. Και το 1926 η κατακόρυφη ανατίμηση του συναλλάγματος άφηνε τεράστια κέρδη στους καπνέμπορους. Οι καπνεργάτες ζήτησαν αυξήσεις και αφού τους την αρνήθηκαν κήρυξαν τον Ιούλιο απεργία. Σε οκτώ μέρες ανέβηκε πολύ η ένταση και ύστερα από μια μεγάλη πανεργατική συγκέντρωση η Χωροφυλακή άφησε στον τόπο δυο νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Τα αιματηρά γεγονότα του Αγρινίου έγιναν οι προάγγελοι των όσων ακολούθησαν μέσα σε μια δεκαετία, με το καπνικό ζήτημα, το ιδιώνυμο του Βενιζέλου, την εξάπλωση της αναταραχής, τις μαχητικές απεργίες από τον Βόλο ως την Καβάλα, τα τραγικά συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, τη δικτατορία Μεταξά, μέχρι τον πόλεμο.
Στον Αμβρακικό μας περιμένει, για μια σύντομη επίσκεψη, η Αμφιλοχία, μια γραφική κωμόπολη με τα σκουρόχρωμα νερά του κόλπου, τις πεντανόστιμες γαρίδες και τα ερείπια της αρχαίας Λιμναίας. Και ύστερα πια, ολοταχώς νότια και ανατολικά διασχίζοντας τις επαρχίες του Ξηρόμερου, περνώντας μέσα από τη Βόνιτσα και του Βάλτου, πάνω από τη γέφυρα στη λίμνη Κρεμαστών, στα όρια με την Ευρυτανία. Λημέρια των κλεφτών και καπνοτόπια πια στην περιοχή, καθώς ο άσχημος δρόμος των βουνών, των ποταμών και των λιμνών, αργά αργά, όλο και πλησιάζει στον σημερινό μας προορισμό, το Καρπενήσι. Στην αρχαιότητα η πόλη ονομαζόταν Οιχαλία κι είχε βασιλιά αρχικά τον Εύρυτο, εφευρέτη του τόξου. Συναγωνίστηκε με τον θεό Απόλλωνα κι έχασε τη ζωή του και το τόξο του κατάληξε στα χέρια του Οδυσσέα. Ανυπότακτη όλη η περιοχή, όπως κι όλα τα Άγραφα, υπέστη πάμπολλες καταστροφές, από την εποχή των βενετών μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Κι εδώ άνθησε η Αντίσταση από το 1942 και δημιουργήθηκε η περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας. Απ΄ τη Δομνίστα, που έγινε η αρχή, με πρωτοκαπετάνιο τον Άρη Βελουχιώτη, μέχρι τη Βίνιανη, όπου συγκροτήθηκε η ΠΕΕΑ, η Κυβέρνηση πια του Βουνού, μέχρι τις Κορυσχάδες, όπου συνήλθε το πανελλήνιο Εθνικό Συμβούλιο, και διακήρυξε τη θέληση για την απελευθέρωση, την εθνική ενότητα και τη λαϊκή κυριαρχία. Σε μια μεγάλη έκταση της Στερεάς Ελλάδας, ίσχυσαν τότε οι σπουδαίοι θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης, της λαϊκής δικαιοσύνης, της πολεμικής οικονομίας.
Το Καρπενήσι άλλαξε πολύ προς το καλύτερο τα τελευταία χρόνια, κι ήταν απόλαυση η θέα απ΄ το ξενοδοχείο μας, αλλά κι η βόλτα μέχρι την πλατεία, και οι νοστιμιές της περιοχής τριγύρω. Το ηλιακό ρολόϊ του καθεδρικού ναού της Αγίας Τριάδος, το Μουσείο του Βουνού, το μνημείο Μπακογάννη αρμονικά δεμένα με τον τόπο. Και σε μιαν άκρη η προτομή του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλόπουλου, μεγάλου νομικού, αστικολόγου, που θάπρεπε ίσως και να συντροφεύεται από τις μορφές του Σβώλου, του Μπακιρτζή, του Καφαντάρη, που έχουν τη θέση τους στην ιστορία αυτού του τόπου. Μακριά απ΄ τη διαδρομή μας ο Φουρνάς, πατρίδα του αγιογράφου Διονυσίου και συγγραφέα της πολύτιμης Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, του 18 ου αιώνα. Περάσαμε όμως από το Μοναστήρι του Προυσού, που πιθανώς συνδέεται με την Προύσα, με τη θαυματουργή εικόνα και το σπαθί του Καραϊσκάκη. Και μετά το Μικρό και το Μεγάλο Χωριό, μέσα στη φύση των δασών και των νερών, αρχίσαμε να κατεβαίνομε πια μέσω της Μακρακώμης προς Λαμία, το παλιό Ζητούνι της Φθοιώτιδας. Κτισμένη από τον Λάο, γιο του Ηρακλή και της Ομφάλης, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στις νότιες παρυφές του βουνού Όθρυς, από όπου ελέγχει την κοιλάδα του Σπερχειού, που οδηγεί στη Θεσσαλία, γνωστή και από τον Λαμιακό Πόλεμο του 323 π.Χ. οπότε οι μακεδόνες υπερίσχυσαν του αντιμακεδονικού συνασπισμού, πέρασε από τη δίνη κι όλων των πολέμων. Με το μεγάλο κάστρο, τις πλατείες και τα μνημεία της η πόλη, τα αγάλματα του Αχιλλέα, του Διάκου και του Άρη, συνδέει έτσι την αρχαία δόξα, την Επανάσταση και την Αντίσταση.
Και τώρα ο τόπος όλος ανοίγεται στα νότια, σαν τις σελίδες του βιβλίου της ιστορίας, σελίδες αίματος και θυσιών κι αγώνων. Στη γέφυρα της Αλαμάνας και του Γοργοπόταμου, στο χάνι της Γραβιάς, στις Θερμοπύλες. Πόσες φορές ακούστηκε στα μέρη αυτά «Μολών Λαβέ», από τους έλληνες προς όλους τους βαρβάρους, από τον Λεωνίδα, ως τον Αθανάσιο Διάκο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Άρη και τον Ζέρβα. Εκεί αναμετρήθηκαν σκληρά το δίκιο με τη δύναμη, ο θάνατος με τη ζωή, και η σκλαβιά με τη Ελευθερία. Πού, τόση δόξα να χωρέσει πια σε ένα ταξίδι.
Μονάχα σαν περάσαμε τον Μαλιακό και τα Καμένα Βούρλα και φθάσαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, ξέφυγε ο νους μας από τις μεγάλες μνήμες της Φθιώτιδας και της Φωκίδας και μέσα από το πορθμείο χάνονταν δυτικά οι ακτές τους. Η Εύβοια, το δεύτερο νησί μας, από την Ιστιαία ως την Ερέτρια, στο πλάι της Αττικής γης ξαπλωμένη, μας περίμενε. Από την παλαιολιθική έφθασε στη χάλκινη εποχή, οι πρώτοι κάτοικοί της άβαντες υποτάχθηκαν στους ίωνες κι ήτανε τόση η ανάπτυξη τους, που άρχισαν να στέλνουν αποικίες, στη Χαλκιδική αρχικά και στην Κάτω Ιταλία αργότερα. Και ήταν πολύ μεγάλη η ευβοϊκή επιρροή στη Δύση, ώστε και το λατινικό αλφάβητο, απ΄ το χαλκιδικό, μια παραλλαγή του ελληνικού, προήλθε. Αλλά ήρθε σύντομα η εμφύλια διαμάχη μεταξύ Ερέτριας και Χαλκίδας και με τον Ληλάντιο Πόλεμο, τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα, παράκμασε όλη η Εύβοια. Και ήρθαν μετά ρωμαίοι και βυζαντινοί, και οι φράγκοι με τους βενετούς στη Λατινοκρατία, και το νησί έζησε από κοντά τη φεουδαρχία, μέχρι να πέσει στους οθωμανούς και να ελευθερωθεί τέλος στην Επανάσταση.
Από την Αιδηψό, με τα ιαματικά λουτρά και με τον πύργο, τη Φραγκούλα της διασχίσαμε, σε ένα όχι και τόσο ευχάριστο δρόμο, τη βόρεια Εύβοια μέχρι τη Χαλκίδα, αφήνοντας με λύπη, έξω από το ταξίδι μας, όλο το νότιο νησί, από τη Κύμη μέχρι την Ερέτρια κι ως κάτω το Μαρμάρι και την Κάρυστο και το στενό του Καφηρέα, στον Κάβο Ντόρο. Πλούσιος σε προϊόντα γης και θάλασσας, κτηνοτροφία και ορυκτά, καθώς και σε φυσικά κάλλη όλος ο τόπος. Και με πολλές ωραίες παραδόσεις, για τα αρχαία δρακόσπιτα του όρους Όχη, με τα παλιά έθιμα των «ριζικών» και με τα θαύματα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσσου. Η Χαλκίδα μας εκράτησε μια μέρα, ώσπου να δούμε από κοντά το ανεξήγητο φαινόμενο της εξάωρης μεταβολής της ροής των υδάτων, στον πορθμό του Ευρίπου, το κάστρο του Καράμπαμπα, όπου κι ο τάφος του ποιητή Σκαρίμπα, την πόλη με τις δυο γέφυρες, το Σύνταγμα, τα νεοκλασικά και την ωραία παραλία της. Απέναντι η Αυλίδα πια δεν περίμενε τον ούριο άνεμο να σπρώξει τα καράβια προς την Τροία. Γιατί η θυσία της Ιφιγένειας είχε σηκώσει το γλυκό αεράκι της επιστροφής στον Πειραιά.
Και όταν βραδάκι σφύριξε το πλοίο μας και βγήκε απ΄ το λιμάνι, τίποτα πια δεν έμεινε στα μάτια μας από το ωραίο ταξίδι. Στην ολοσκότεινη τη θάλασσα μονάχα οι μνήμες ενός κόσμου ελληνικού, αρχαίου και νέου, φωτεινές, που τίποτε δεν σβήνει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- «ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΟΥ» – Του Στρατή Παπαμανουσάκη – ΠΡΟΛΟΓΟΣ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΚΡΗΤΗ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΑΘΗΝΑ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΓΑΥΔΟΣ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΚΥΠΡΟΣ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ