Για κάποια προβλήματα καταλογίζουμε ευθύνες στην κακή διαχείριση της εξουσίας, μα και κάποια άλλα προβλήματα μπορούμε να τα χρεώσουμε στις παρενέργειες των εξελίξεων. Δεν είχαμε πρόβλημα, π.χ. για τα απορρίμματα μέχρι πριν από μισό αιώνα. Τώρα όμως έστω παίρνεις ένα πουκάμισο. Θα πάρεις μέσα σε μια κούτα και την κούτα μέσα σε μια νάιλον σακούλα όπου τη σακούλα και την κούτα θα τα πετάξεις αμέσως στα απορρίμματα και εκεί θα πετάξεις και το πουκάμισο ολόκληρο άμα θα τρυπήσει.
Τότε, άμα πάλιωνε το ρούχο το γεμίζαμε μπαλώματα και άμα δεν άντεχε πια άλλο μπάλωμα το έπιανε η νοικοκυρά όπου έκοβε και φύλαξε στο «αναραυτερο» της όσα κομμάτια μπορούσε να χρησιμοποιηθούνε μελλοντικά ως μπαλώματα σε άλλο ρούχο. Τα μπαλώματα, μα και τα καινούργια ρούχα τα ράβανε οι γυναίκες με τη βελόνα τους γιατί δεν είχανε ραφτομηχανές. Δυο ραφτομηχανές ήτανε στο χωριό μου προπολεμικά.
Άμα κράτηζε η γυναίκα τα μπαλώματα, παίρνανε τα κοριτσάκια για να φτιάξουνε πάνινες κούκλες (που αυτές τις λέγανε «κουτσούνες») γιατί δεν τους παίρνανε αγοραστές κούκλες. Παίρνανε και τα αγόρια πανιά για να φτιάξουνε πάνινα τοπάκια με γέμισμα πανάκια και περίβλημα πανί γιατί δεντ ους αγόραζαν αγοραστά ταπάκια. Ότι έμενε το φυλάγανε για να το κάνουνε «στρωσούδια» (γεμίσματα σε στρωμάτσα και σε μαξιλάρια). Μα στα απορρίμματα δεν πετούσανε τίποτα. Αυτή ήταν η φτώχια.
Δεν είχανε κουτιά και μπουκαλάκια από καλλυντικά, και διότι δεν είχανε χρήματα, μα και διότι δεν εθεωρείτο σεμνή μια γυναίκα που «εβάφετο». Δεν πετούσαμε μπουκαλάκια και κουτιά από φάρμακα, διότι δεν πολυχρησιμοποιούσαμε φάρμακα, έστω και αν τα είχαμε ανάγκη!
Κούτες από γλυκά δεν πετούσαμε γιατί δεν παίρναμε γλυκά. Άμα πήγαινε ο πατέρας μας στα Χανιά μας κρατούσε μια «φρατζόλα» και μας τη μοίραζε. Αυτό το καλολοΐδι μόνο γνωρίζαμε τότε ως παιδιά εμείς (1).
Καθαρίδια από φρούτα και τρόφιμα, και αν βγάζαμε τα τρώγανε τα οικόσιτα ζώα μας. Ακόμα τους χοίρους και τις κότες τα είχαμε ελεύθερα μα περισσότερο καθαρίζανε το περιβάλλον παρά το επιβαρρύνουνε, γιατί τρώγανε κάθε είδους ακαθαρσίες.
Ακόμη τότε που εσφάζαμε τα ζώα στις αυλές μας δεν πετούσαμε τίποτα στα απορρίμματα. Την προβιά την στεγνώναμε και την πουλούσαμε. Τα πόδια από γιδοπρόβατα τα τσουδίζαμε, τα πλύναμε και τα ψήναμε. Από τα εντόστια τίποτα δεν πετούσαμε. Τα κόκκαλα τα κάναμε μικρά κομμάτια και τα τρώγανε οι σκύλοι. Τις τρίχες των χοίρων (που η ράτσα τους τότε είχε μεγάλες τρίχες) τις κάναμε βρούτσες. Τα κέρατα τα μαζεύανε τα παιδιά και τα παίζανε. Δεν είχε πολυκυκλοφορήσει ούτε το τσιμέντο πριν τον πόλεμο και σε μερικά σπίτια κάνανε πάτωμα με πηλάσβεστο, μα τα πιο πολλά είχανε πάτωμα το αρχικό έδαφος.
Κάθε πρωί λοιπόν έβγαζαν μια – δυο φτυριές σκουπίδια από το πάτωμα και τα πετούσαν στον «κοπρόλακα». Εκεί πετούσαμε και ότι δεν ετρώγετο από τα ζώα, και δυο – τρεις φορές τον χρόνο επηγαίναμε τα κορποχώματα από τον κοπρόλακα στα χτήματά μας με τα γαϊδουράκια, διότι ότι πετούσαμε στον κορπόλακκα ήτανε καλή κοπρά.
Μόνο τα στιβάνια και τα παπούτσια, που και αυτά τα γεμίζαμε «πεδάλια» (μπαλώματα από δέρμα), άμα δεν αντέχανε άλλο πεδούλι, διαλέγαμε αν είχε γερό κομματάκι, που μπορούσε να μπει πεδούλι σε άλλα παπούτσια και τα φυλάγαμε στο «αράι» (μια θήκη από δέρμα ζώου που βάζαμε μέσα σουβλιά, πεδούλια και «λουρί») που συχνά το κρατούσε ο βοσκός στο σακκούλι του το αράι, αν φορούσε παλιά στιβάνια και, αν ετύχαινε ανάγκη τα μπάλωνα στο βουνό. «Λουρί» κάναμε από δέρμα κατσίκας ή αγριμιού.
Και ράβαμε τα πεδούλια στα στιβάνια, αντί για οργιά. Το αράι είναι το αντίστοιχο του «αναραφτερού» της γυναίκας που είχε και αυτή πανιά, για μπαλώματα, κλωστές, βελόνες, ψαλίδι, δαχτυλήθρες κ.α. Τελικά μόνο τα παλιά «τσαγκαριά» (παπούτσια και στιβάνια) επετούσαμε στα απορρίμματα τα οποία δεν μπορούσανε να μπαλωθούνε πια. Και όποιο σημείο δεν έκανε για πεδούλια.
Οι εξελίξεις και προβλήματα ελύσανε, και προβλήματα εδημιουργήσανε. Από κάποιες πλευεές νοσταλγώ την μίζερη αλλά ανθρώπινη εκείνη ζωή.
(1) Καμιά φορά μας κρατούσε λουκούμια, ένα για κάθε παιδί και λέγαμε τη σχετική μαντινάδα, όταν τον περιμέναμε:
«Κουρταλάκια παίξετε
κι ο μπαμπάς μας έρχεται
και μεσεφέρνει κάτιτί
λουκουμάκια στο χαρτί»
Κουρταλάκια = παλαμάκια