Του Νάσου Ηλιόπουλου
Ο αντίπαλος μας πήρε στα σοβαρά. Πίστεψε δηλαδή ότι όντως αποτελούμε συστημικό κίνδυνο. Όχι με όρους οικονομικούς, αλλά με όρους πολιτικούς. Μας αντιμετώπισαν ως απειλή για την ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος. Ως το παράδειγμα που έπρεπε να τσακιστεί, έτσι ώστε μαζί μ’ αυτό να τσακιστεί και κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης, κάθε ελπίδα ανατροπής σε όλη την Ευρώπη.
Εμείς δεν πήραμε τον εαυτό μας στα σοβαρά. Δεν οργανωθήκαμε ποτέ για πραγματική μάχη. Το βασικό σημείο της στρατηγικής που μας έφερε εδώ ήταν η ευκολία με την οποία ολόκληρη η δουλειά μας στήθηκε πάνω στο πιο καλό από τα καλά σενάρια: Ότι θα καταφέρουμε να έχουμε μια καλή συμφωνία, που θα περιλαμβάνει αναδιάρθρωση χρέους και οικονομική στήριξη, κάτι που θα μας δώσει τη δυνατότητα να ακολουθήσουμε με σχετικά μικρές υποχωρήσεις τη δική μας πολιτική κατεύθυνση. Ακόμα κι αν υπήρξαν πολλές φορές δηλώσεις από κεντρικά στελέχη σε πιο επιθετικό τόνο για τους σχεδιασμούς των αντιπάλων, παρέμειναν απλά δηλώσεις. Ποτέ δεν μετατράπηκαν σε αφετηρία για την οργάνωσή μας σε διάταξη μάχης.
Όλο αυτό το διάστημα δώσαμε στον αντίπαλο τον απαιτούμενο χώρο. Δεν γίνεται να πιστεύεις ότι οργανώνεσαι για πόλεμο και να μην κάνεις ούτε τις πιο μικρές κινήσεις για να περιορίσεις μερικά από τα βασικά όπλα του εχθρού, όπως οι τράπεζες και τα ΜΜΕ. Δεν γίνεται τόσους μήνες να μην έχεις φέρει μια δική σου φορολογική πολιτική για να βρεις πόρους, υπερπολύτιμους για να επιβιώσεις στην καθημερινή μάχη που δίνεις. Δεν γίνεται να μην έχεις ψηφίσει την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να παλέψουν για τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια μέσα στους χώρους δουλειάς.
Στις 20 Φεβρουαρίου πήραμε ένα καθαρό μήνυμα. Ότι θα γίνει κάθε προσπάθεια για να ταπεινωθεί η αριστερή κυβέρνηση. Ούτε αυτό όμως ήταν αρκετό. Το σύνολο της δουλειάς μας παρέπεμπε σε καιρούς ήρεμης αστικής κοινοβουλευτικής ειρήνης και όχι σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Η πολιτική και οργανωτική μας λειτουργία αντιστοιχεί στις ανάγκες προ κρίσης. Στη βεβαιότητα μιας κανονικότητας. Αν θέλουμε στα σοβαρά να αντιμετωπίσουμε την ευκολία με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε πολιτική και να ετοιμαστούμε για πόλεμο, πρέπει να αντιμετωπίσουμε και την ευκολία με βάση την οποία οργανώνεται η εσωτερική μας συζήτηση. Να τελειώνουμε με την κουλτούρα της «καταγραφής άποψης». Να τελειώνουμε με την ευκολία του «εγώ τα είπα». Ο αστικός τρόπος άσκησης πολιτικής, η κουλτούρα του κοινοβουλευτικού κρετινισμού μάς έχουν μπολιάσει, δυστυχώς, βαθιά. Αντιθέτως με την απογείωση στην επικράτεια του λόγου, η εργατική πολιτική πάντα κρινόταν από την οργάνωση και την πράξη. Εκεί μετρηθήκαμε και εκεί βγήκαμε όλοι μας «πολύ λίγοι».
Τώρα, λοιπόν, τι κάνουμε; Απ’ ό,τι φαίνεται, κάνουμε αυτό που μας είναι πιο εύκολο να κάνουμε. Αντί να ασχοληθούμε με το πραγματικό πρόβλημα, θα δώσουμε άλλη μια εσωκομματική μάχη. Είναι αλήθεια ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μίλαγε για δραχμή. Δεν μίλαγε όμως ούτε για Μνημόνιο. Πως γίνεται να έχουμε έρθει σε ένα σημείο που και οι δύο επιλογές είναι ξένες προς το πρόγραμμά μας; Υπάρχει καλύτερη απόδειξη για τα όρια της γραμμής που ακολουθήσαμε;
Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να παραδεχτούμε το αδιέξοδο. Να παραδεχτούμε επίσης ότι όλες οι πιθανές γραμμές χρεοκόπησαν μαζί μας. Επίσης να κάνουμε άλλη μια αρκετά τρομακτική παραδοχή. Ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, ακόμα κι αν είχαμε οργανωθεί σε διάταξη μάχης, ακόμα κι αν είχαμε κάνει όλες τις απαραίτητες κινήσεις την προηγούμενη περίοδο, είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να βρισκόμασταν στο ίδιο σημείο, αργά ή γρήγορα, κάτω από το βάρος ενός ωμού ιμπεριαλιστικού συσχετισμού. Γιατί οι αγώνες δεν κερδίζονται με το δίκιο, αλλά με τη δύναμη.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Πρώτα απ’ όλα να μην κάνουμε το ίδιο λάθος με άλλη γραμμή. Η γραμμή ότι θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε μια «συμφωνημένη έξοδο», που θα μας ανοίγει άλλους δρόμους, αναπαράγει τις ίδιες αυταπάτες τής εξασφαλισμένης καλής συμφωνίας. Για ποιο λόγο οι δυνάμεις που θέλουν να σε διαλύσουν να σου δώσουν μια καλά συμφωνημένη έξοδο; Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε ευθύνη να ανοίξουμε από την αρχή τη συζήτηση για τη στρατηγική μας σχετικά με την Ε.Ε., αλλά τουλάχιστον αυτή τη φορά να την κάνουμε στα σοβαρά.
Το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε είναι τόσο στρατηγικό όσο και τακτικό, γι’ αυτό ίσως και ασυνείδητα επιλέγουμε να ασχοληθούμε με κάτι πιο οικείο και εύκολο, το εσωκομματικό σκότωμα. Μπορούμε έτσι να καταλήξουμε σε δύο εξίσου καταστροφικές λύσεις. Να διαχειριστούμε τον νεοφιλελευθερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο ή να επιλέξουμε την επιστροφή σε αυτά που ξέραμε. Δύο επιλογές εξίσου χρεοκοπημένες.
Για να μπορέσουμε να απεγκλωβιστούμε από τη θέση που βρισκόμαστε, χρειάζεται να διατηρήσουμε τη συλλογικότητά μας και δημοκρατικά να σχεδιάσουμε. Είναι σίγουρο ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο, αλλά επίσης δεν είναι δυνατόν μέσα σε λίγες μέρες από την πιο μεγάλη σου ήττα να μπορέσεις να σχεδιάσεις τον απεγκλωβισμό σου. Προϋπόθεση βέβαια παραμένει να κατανοήσουμε τη σημερινή μας θέση ως ένα «σημείο πνιγμού» από το οποίο πρέπει να φύγουμε και όχι ως σημείο σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας και αναμονής των επενδύσεων και της ανάπτυξης.
Χρειαζόμαστε γρήγορα χάραξη νέας πορείας. Σε αυτή την πορεία έχουμε να αναμετρηθούμε μόνο με δύσκολα ερωτήματα. Πώς απεγκλωβίζεσαι, πώς σπας το πλαίσιο του εκβιασμού. Πώς απαντάμε στην ακύρωση της δημοκρατίας που επιβλήθηκε. Πώς οργανώνονται οι κοινωνικές αντιστάσεις και η λαϊκή συμμετοχή ως το βασικό μας όπλο για να οικοδομήσουμε τις άμυνές μας απέναντι στον ανορθόδοξο οικονομικό πόλεμο που αντιμετωπίζουμε. Μόνο έτσι θα οικοδομήσουμε τη δύναμη που θα επιτρέψει στο δίκιο μας να κερδίσει.
Σε αυτή την πορεία, το μοναδικό βαρίδι που χρειάζεται να αφήσουμε πίσω μας είναι η «ευκολία» με την οποία μάθαμε να δουλεύουμε όλοι μας.