Του Ιωάννη Κουρουτάκη
Ένα μικρό αγγελούδι κάποτε αμάρτησε. Ο θεϊκός πέλεκυς έπεσε βαρύς απάνω του. Διώχτηκε από τον Παράδεισο, το Αγγελούδι στάθηκε έξω από τον Παράδεισο κλαίγοντας απαρηγόρητα.
Ένα χερουβείμ είδε το Αγγελούδι και το λυπήθηκε. Για να το παρηγορήσει του ‘πε:
– Πήγαινε να φέρεις το πολυτιμότερο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο και είμαι βέβαιος πως ο Θεός θα σε συγχωρήσει. Χαρούμενο το Αγγελούδι χύθηκε μέσα στα άστρα. Βράδυ ήταν, και το φως των άστρων έλαμπε εκτυφλωτικά. Γέμισε από φως και ολόλαμπρο σαν άστρο – ο άγγελος – παρουσιάστηκε στο Χερουβείμ.
Φύγε του ‘πε αυτό γιατί ούτε το φως των αστεριών δεν μπορεί να σβήσει το αμάρτημά σου.
Απογοητευμένο το Αγγελάκι έκλαψε πικρά, αλλά μη χάνοντας το θάρρος του πήγε και μάζεψε τα ωραιότερα κοχύλια που βρήκε και ντύθηκε μ’ αυτά.
Φύγε του ‘πε πάλι το Χερουβείμ. Τα κοχύλια όσο ωραία και αν είναι δεν σβήνουν την αμαρτία σου.
Τέλος κατέβηκε στη γη. Ανακατεύτηκε με τον κόσμο, διάβηκε στενά και στενοσόκκακα. Είδε τις πληγές του κόσμου, μα μπροστά σ’ ένα χαμόσπιτο στάθηκε αποσβολωμένο.
Ένας γιός έδερνε τη δόλια μάνα του και εκείνη γονατισμένη δεχόταν τα λακτίσματα του γιού της κλαίγοντας σπαραχτικά. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της Μάνας και πότιζαν τη γη. Πήρε το Αγγελούδι ένα φύλλο και στο κοίλωμά του μάζεψε τα δάκρυα της Μάνας. Αυτή τη φορά το Χερουβείμ το άφησε να περάσει. Άνοιξε ο Κύρης και Δημιουργός τη Θεϊκιά αγκαλιά του. Χώθηκε το Αγγελούδι μέσα.
Μα στο βλέμμα του υπήρχε ένα μεγάλο, ένα πελώριο ερωτηματικό. Γιατί τόλμησε να ρωτήσει.
– Πώς και γιατί ανοίχτηκε ο Παράδεισος για μένα Κύριε;
Πάντα τα δάκρυα μιας Μητέρας ανοίγουν όλους τους Παραδείσους παιδί μου…