Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Την Τρίτη 17 Οκτωβρίου στην Ουάσιγκτον, στον Λευκό Οίκο και στον Κήπο των Ρόδων, το δίδυμο των ηγετών που συναντήθηκαν θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει… αταίριαστο.
● Από τη μια ο Ντόναλντ Τραμπ, ένας πλανητάρχης απρόβλεπτος, με χαμηλή αίσθηση του πρωτοκόλλου, με απόλυτη προτεραιότητα το χρήμα, απροκάλυπτα σκληρός με όσους διαφωνούν μαζί του, με ρητορική που υπακούει πλήρως στη δική του ρήση «Πρώτα (σ.σ.: αν όχι… μόνο) η Αμερική», ο οποίος δεν έχει κανένα πρόβλημα να δείξει τη δυσαρέσκειά του ακόμη και σε ηγέτες του διαμετρήματος της Άνγκελα Μέρκελ.
● Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας, ένας αριστερός πρωθυπουργός μιας χρεοκοπημένης χώρας, πλήρως δεσμευμένης στο οικονομικό άρμα της Γερμανίας και στο γεωστρατηγικό των ΗΠΑ, διαρκώς βαλλόμενος από την αντιπολίτευσή του (και τα ΜΜΕ της) ως «φίλος του Μαδούρο», του ορκισμένου εχθρού του Τραμπ.
Όλοι γνωρίζαμε εξ αρχής (τα είχαμε εξ άλλου παρουσιάσει αναλυτικά στο προηγούμενο «Ποντίκι») τι επιθυμούσε η κάθε πλευρά.
● Διεύρυνση στρατιωτικών διευκολύνσεων με αναβάθμιση υπαρχουσών και ενδεχομένως δημιουργία νέων βάσεων, ανεμπόδιστη πρόσβαση σε επενδυτικά φιλέτα όπου υπάρχει ενδιαφέρον αμερικανικών εταιρειών, διευκολύνσεις στη στρατηγική και την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ στην ενέργεια ήταν οι προτεραιότητες της αμερικανικής ηγεσίας.
● Κινητοποίηση αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα, εκσυγχρονισμός του οπλοστασίου της, δημόσια στήριξη στην υπόθεση της απομείωσης του ελληνικού χρέους, αναγνώριση της πορείας εξόδου από την κρίση και του γεωστρατηγικού ρόλου της χώρας μας ήταν τα αιτούμενα από την ελληνική κυβέρνηση.
Το «πάρε – δώσε»
Στα αιτήματα των Αμερικανών η ελληνική ανταπόκριση ήταν πλήρης. Άλλωστε ο Τραμπ έσπευσε, με το «καλησπέρα» της συνέντευξης Τύπου, να αναγγείλει ότι η χώρα του αναλαμβάνει να εκσυγχρονίσει τα F-16 της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας έναντι 2,4 δισ. (1 δισ. σίγουρα από τον ελληνικό προϋπολογισμό) σε βάθος 10-15 χρόνων, με συνέπεια τη δημιουργία θέσεων εργασίας για Αμερικανούς πολίτες.
Επιπλέον ο Τσίπρας παραδέχθηκε ότι η ΝΑΤΟϊκή βάση της Σούδας θα αναβαθμιστεί, χωρίς άλλες λεπτομέρειες, ενώ στην Αλεξανδρούπολη θα δημιουργηθεί πλωτός σταθμός LNG με την προοπτική να αποτελέσει, μεταξύ άλλων, πύλη εισόδου σχιστολιθικού αερίου από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη.
Συν τοις άλλοις ο πρωθυπουργός επανέλαβε τη – δεδομένη – δέσμευση της Ελλάδας στους αγωγούς ΤΑΡ και East Med, που αποσκοπούν στον μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο των ενεργειακών «δρόμων» από τις ΗΠΑ.
Στα ελληνικά αιτήματα η αμερικανική ανταπόκριση ήταν επίσης πλήρης, καθώς ο Τραμπ δεν είχε κανένα πρόβλημα να επαινέσει την Ελλάδα – και τον ίδιο τον Τσίπρα – για την πορεία εξόδου από την κρίση, τις υψηλές τουριστικές της επιδόσεις, την απόλυτη συνέπειά της στην καταβολή του 2% του ΑΕΠ της ετησίως προς το ΝΑΤΟ – ακόμη και στα χρόνια της χρεοκοπίας – και τη σταθερή προσήλωσή της στη συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Επιπλέον χαρακτήρισε την Ελλάδα όμορφη χώρα και σημείωσε πως «δίνει τρομερές ευκαιρίες για αμερικανικές επενδύσεις». Μάλιστα έβγαλε από τη δύσκολη θέση τον Τσίπρα, όταν αυτός ρωτήθηκε για παλαιότερη απαξιωτική του δήλωση για το ενδεχόμενο ο Τραμπ να γίνει πρόεδρος, με την ανάλαφρη ατάκα: «Μακάρι να ήξερα για τη συγκεκριμένη δήλωση πριν από τη συνάντησή μας».
Κανείς δεν ξέρει ποια επίγευση του έμεινε από την επόμενη ατάκα του Τσίπρα, ότι ο τρόπος προσέγγισης του Τραμπ στα πράγματα «μοιάζει διαβολικός, αλλά γίνεται για καλό»…
Ανισότιμη σχέση
Αν θέλουμε να βγάλουμε ένα πρώτο συμπέρασμα από όσα δημοσίως εκτυλίχθηκαν στον Λευκό Οίκο, αυτό είναι ότι εμείς δώσαμε πολύ απτά και μετρήσιμα πράγματα στον πλανητάρχη, ο οποίος μας αντάμειψε – όπως αναμενόταν και όπως συνηθίζεται επί δεκαετίες – με φρέσκο κοπανιστό αέρα.
● Η παροχή περισσότερων και αναβαθμισμένων εξυπηρετήσεων στρατιωτικού χαρακτήρα είναι ένα απτό κέρδος με θετικά αποτελέσματα για τις ΗΠΑ και άγνωστα για την Ελλάδα σε μεγάλο βάθος χρόνου.
● Η παροχή «διαδρόμου» για πανάκριβο αμερικανικό υγροποιημένο αέριο είναι ένα τεράστιο όφελος για τις ΗΠΑ.
● Η ευκαιρία που είχε ο Τραμπ να παρουσιάσει τους εξοπλισμούς μιας χρεοκοπημένης χώρας ως δημιουργία θέσεων εργασίας για Αμερικανούς πολίτες είναι ένα ακόμη – επικοινωνιακό – κέρδος για τον Τραμπ και μια αιτία κριτικής και… σάτιρας προς την ελληνική κυβέρνηση.
Στον αντίποδα τα ελληνικά κέρδη είναι καταφανώς ισχνά:
● Η στήριξη για την υπόθεση του δημοσίου χρέους είναι διαχρονική εκ μέρους των ΗΠΑ, αλλά το αποτέλεσμά της μηδαμινό. Τα πάντα θα αποφασιστούν από την επόμενη γερμανική κυβέρνηση.
● Η υπόσχεση ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα βρει τρόπους να ενισχύσει την πορεία εξόδου της Ελλάδας από την κρίση δεν περιγράφει κάτι συγκεκριμένο – προς το παρόν.
● Η διαπίστωση του Τραμπ ότι η Ελλάδα προσφέρει εξαιρετικές επενδυτικές ευκαιρίες δεν σημαίνει απολύτως τίποτε σε πρακτικό επίπεδο. Σε καμιά σοβαρή χώρα του κόσμου οι επιχειρηματίες δεν παίρνουν οδηγίες από τους ηγέτες τους για το πού θα επενδύσουν – αντιθέτως οι ηγέτες γίνονται ντίλερ των επιχειρηματιών τους. Ως εκ τούτου η προσέλκυση αμερικανικών επενδύσεων δεν είναι θέμα του Τραμπ, αλλά του Τσίπρα.
Με απλά λόγια, εμείς δώσαμε τεράστιες στρατηγικές και οικονομικές διευκολύνσεις – και επιβεβαιώσαμε παλαιότερες –, αλλά χωρίς κάποιο απτό και συγκεκριμένο όφελος. Εκτός ίσως από το ότι ο πρωθυπουργός προέβαλε από τον Κήπο των Ρόδων, σε ένα απολύτως φιλικό κλίμα, τις εθνικές θέσεις για την Κύπρο και το Αιγαίο.
Θα μπορούσαμε να έχουμε πάρει κάτι περισσότερο; Επί της ουσίας όχι. Όταν μπαίνεις στον Λευκό Οίκο, η εύλογη φιλοδοξία σου είναι να μην χάσεις και το… παντελόνι σου. Όχι να φύγεις με τα… ασημικά του οικοδεσπότη.