Η πανδημία διαμορφώνει ένα νέο περιβάλλον στο οποίο προχωρούν αλλαγές που πολύ δύσκολα θα προχωρούσαν υπό άλλες πιο φυσιολογικές συνθήκες. Κάποιες αλλαγές είναι προς το χειρότερο, κάποιες όμως μπορεί να είναι προς το καλύτερα. Ένας τομέας που χρειάζεται να παρθούν αποφάσεις και να αλλάξουν τα πράγματα είναι ο αγροτικός τομέας, όμως, παρά την ευκαιρία που αποτελεί η πανδημία για να προχωρήσουν οι αλλαγές, ελάχιστα έχουν γίνει. Ούτε καν ουσιαστική συζήτηση δε γίνεται.
Ο Δρ. Κ. Χαρτζουλάκης είναι ένας άνθρωπος που μέσα από την πορεία του έχει συσσωρεύσει πολλές γνώσεις σε ότι αφορά την αγροτική παραγωγή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι δίνει ομιλίες σε πολλές χώρες του κόσμου σχετικά με τις ορθές μεθόδους παραγωγής του ελαιολάδου. Έχει λοιπόν την τεχνογνωσία και την εμπειρία για να προχωρήσει σε σημαντικες διαπιστώσεις για το τι πρέπει να γίνει για να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο για τους αγρότες αλλά και την οικονομία της χώρας. Ιδιαίτερα εδώ στην Κρήτη, έχει γινει πλέον ξεκάθαρο μετά και την πανδημία ότι η οικονομία του νησιού δε μπορεί να βασίζεται μονο στον τουρισμό κι ότι μετατροπή του αγροτικού τομέα σε δεύτερο σταθερό πυλώνα της οικονομίας, θα πρέπει να ειναι κεντρική προτεραιότητα για τον όποιο μελλοντικό σχεδιασμό
Όμως, τα πολύ λογικά που διαπιστώνει φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να πραγματωθούν.
Στο Α’ μέρος της συνέντευξης που δημοσιεύσαμε τη Δευτέρα 8 Μαρτίου, ο κ. Χαρτζουλάκης επισήμανε αυτό που θα έπρεπε να έχουν καταλάβει όλοι εδώ και καιρο, ότι αν θέλουν οι αγρότες μας να επιβιώσουν και να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους, αυτο πλέον δε μπορεί να γίνει λειτουργώντας ως μονάδες. Η συνένωση και η συνεργασία, σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, δεν είναι απλά αναγκαιότητα, ειναι μονόδρομος.
Λέει ο κ. Χαρτζουλάκης:
“Με τις ομάδες παραγωγών επιτυγχάνεται σύνδεση με την αγορά, επώνυμο προϊόν (brand name), δυνατότητα αξιόπιστης τεχνικής υποστήριξης, συνεχής προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς, έλεγχος κόστους παραγωγής, εκπαίδευση των παραγωγών, μεγιστοποίηση αποδόσεων, βελτίωση ποιότητας, διάθεση μεγάλου όγκου παραγωγής, καλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα, δυνατότητα συμμετοχής σε προγράμματα χρηματοδότησης, προστασία του περιβάλλοντος και εφαρμογή φιλο-περιβαλλοντικών πρακτικών σε μεγάλη κλίμακα”.
Η άλλη επιλογή, το να παραμεινουν τα πράγματα ως έχουν, ισοδυναμεί με αργό αλλά βέβαιο θάνατο. Ήδη συμβαίνει.
Τα χωριά ερημώνουν και δεν ερημώνουν απλά επειδή οι νέοι προτιμούν να ζουν σε πόλεις αλλά γιατί δεν υπάρχει προοπτική στα χωριά. Δεν υπάρχουν υποδομές, δεν υπάρχει διάθεση για καινοτομία, δεν υπάρχει σχέδιο για την ανάπτυξή τους, κι ως εκ τούτου δεν υπάρχει μέλλον.
Βεβαίως, για ολα αυτά δε φταίνει μόνο οι αγρότες και όσοι ακόμα επιμένουν να ζουν στα χωριά, αλλά και η πολιτεία η οποία επέλεξε τις τελευταίες δεκαετιες να παρατήσει το όποιο όραμα για την ανάπτυξη της επαρχίας. Και ειναι κρίμα, γιατί οι δυνατότητες είναι πραγματικά τεράστιες, τόσο από τη βελτίωση της αγροτικής παραγωγής, όσο και από τις δυνατότητες που δίνουν οι νέες μορφές ενέργειας.
Αν υπήρχε οραμα, σήμερα μέσα στην πανδημία θα συζητούσαμε για ενεργειακά αυτόνομες συνεταιριστικές κοινότητες σε όλα τα χωριά της χώρας με εφαρμογή καινοτόμων πρακτικών με τη χρήση και των νέων τεχνολογιών για μεγιστοποίηση τόσο της παραγωγής όσο και της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Αν υπήρχε οραμα θα μιλούσαμε για την ορθή προώθηση των προϊόντων ώστε το κέρδος για τον παραγωγό να μεγιστοποιείται. Όμως δεν υπάρχει.
Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι δεν υπάρχει Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο, λέει ο κ. Χαρτζουλάκης.
Το αποτέλεσμα αυτού του είναι ελλείμματος είναι ότι:
«Οι περισσότεροι ελαιοπαραγωγοί παράγουν με πρακτικές της 10ετίας του 80, όταν η αγορά σήμερα έχει πολύ περισσότερες απαιτήσεις από το προϊόν. Το κλάδεμα γίνεται κυρίως από αλλοδαπούς χωρίς εκπαίδευση, η λίπανση χωρίς αναλύσεις εδάφους και φύλλων, η άρδευση εμπειρικά και η φυτοπροστασία χωρίς τεχνική καθοδήγηση. Στόχος η ποσότητα και η χαμηλή οξύτητα, τίποτα για τα άλλα χαρακτηριστικά ποιότητας που ζητά σήμερα η αγορά. Η αποθήκευση του ελαιολάδου γίνεται στα ελαιουργεία ως εξυπηρέτηση προς τους παραγωγούς, όπως και η διακίνηση και εμπορία του μεγαλύτερου όγκου προς τις εταιρείες τυποποίησης και τους εξαγωγείς του χύμα χωρίς διαγωνισμούς. Έτσι η τιμή παραγωγού διαμορφώνεται από λίγους ανάλογα με τις ανάγκες τους, αφού δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.»
Η πολιτεία αδιαφορεί, δεν δίνει επαρκή κίνητρα για την οργάνωση των αγροτων σε ομάδες παραγωγών αλλά και οι αγρότες δε δείχνουν διάθεση να οργανωθούν.
Γι’ αυτό ευθύνονται σειρά παραγόντων οπως «η αρνητική εμπειρία από την αποτυχία των συνεταιρισμών τη δεκαετία του 1980, η μη απόδοση μέχρι και σήμερα ευθυνών που αφήνει να πλανάται η αίσθηση τουλάχιστον της ‘σκοπιμότητας’, η λανθασμένη νοοτροπία που επικράτησε περί ενεργής συμμετοχής, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς όλους τους θεσμούς και η πλημμελής και περιστασιακή ενημέρωση από την πολιτεία».
Όπως αναφέρει ο κ. Χαρτζουλάκης:
«Στην Ελλάδα μόνο 18% είναι το μερίδιο αγοράς των συνεταιρισμών, όταν ο μέσος όρος των 27 χωρών της Ε.Ε. είναι 40% και σε χώρες όπως η Φιλανδία, η Ολλανδία και η Δανία ξεπερνά το 60%. Είναι το αποτέλεσμα αναποτελεσματικών πολιτικών, πελατειακών μηχανισμών και ευκαιριακών συνεταιριστικών ηγεσιών που επικράτησαν τα τελευταία 40 χρόνια».
Το πιο τραγικό είναι ότι στην χώρα μας, και ειδικά στην Κρητη, πέραν των άριστων κλιματολογικών συνθηκών, έχουμε και την τεχνογνωσία. Το Ινστιτούτο Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών παράγει πρωτοπόρα έρευνα η οποία βραβεύεται και εφαρμόζεται σε άλλες χώρες, όμως στην Ελλάδα και ειδικά στην Κρήτη τα αποτελέσματα της έρευνας δε φτάνουν στον αγρότη.
Αλλά, γι’ αυτό δεν φταίνε οι ερευνητές.
Όπως επισήμανε και ο κ. Χαρτζουλάκης, δεν υπάρχει υπηρεσία για τη μεταφορά της τεχνογνωσίας. Μία τέτοια υπηρεσια πέρα από ενημερωτικές συναντήσεις θα έπρεπε να στήσει και πρότυπους επιδεικτικούς αγρούς ώστε οι αγρότες να διαπιστώσουν στην πράξη τα οφέλη μίας αλλαγής μοτίβων παραγωγής. Όλα αυτά έχουν εξαγγελθεί και στο παρελθόν από κυβερνήσεις αλλά τίποτα δεν έχει γίνει.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι στην Κίσαμο π.χ., μια δυναμική περιοχή και για την αγροτική παραγωγή, υπήρχαν 6 γεωπόνοι. Σήμερα για την ίδια περιοχή και με πολύ μεγαλύτερη παραγωγή υπάρχει μόνο ένας.
Αυτό συμβαίνει γιατί “η αγροτική ανάπτυξη έχει παραδοθεί στον ιδιωτικό τομέα, που έπρεπε να συνεπικουρεί την πολιτεία”, λέει ο κ. Χαρτζουλάκης.
Ειναι απλά βασικά πράγματα αυτά που επισημαίνει ο κ. Χαρτζουλάκης, που θα έπρεπε τα πολιτικά κόμματα να είχαν εντάξει στα προγράμματά τους. Θα έπρεπε να έχουν διαμορφωμένο σχέδιο, όμως τα χρόνια περνάνε, οι κυβερνήσεις αλλάζουν και η επαρχία ερημώνει, η χώρα φτωχαίνει.
Γιατί;