Επιμέλεια: Οικοδόμος
Η καρδιά του Κώστα Βίρβου έπαψε να χτυπά. Ο σπουδαίος στιχουργός-ποιητής του λαϊκού μας τραγουδιού έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών αφήνοντας παρακαταθήκη στις γενιές του μέλλοντος πολλά σπουδαία τραγούδια που «έντυσαν» με τις νότες τους σπουδαίοι συνθέτες.
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 Μαρτίου του 1926. Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1943 κατεβαίνει στην Αθήνα και φοιτά στην Πάντειο. Την ίδια χρονιά περνάει στις γραμμές του ΕΑΜ.
Τον Μάρτη του 1944 είναι ήδη μέλος της ΕΠΟΝ. Συλλαμβάνεται από την Ειδική Ασφάλεια επειδή έγραφε συνθήματα στους τοίχους. Οι χαφιέδες τον οδηγούν στο κολαστήριο της οδού Ελπίδος και τον βασανίζουν. Εκεί, στην απομόνωση, ξεκινά να γράφει τον κύκλο τραγουδιώνΚΑΤΑΧΝΙΑ (κατοχή – αντίσταση – απελευθέρωση), που θα ολοκληρώσει αργότερα στο βουνό, όντας αντάρτης του ΕΛΑΣ.
Η στιχουργική πορεία του Κώστα Βίρβου ξεκίνησε το 1948. Η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, αλλά και τα καθημερινά προβλήματα του λαού, ο πόνος και οι αγωνίες του, βρίσκουν την έκφρασή τους στους λιτούς, αληθινούς, γεμάτους αισθήματα στίχους του Κώστα Βίρβου, στα -περισσότερα από- 2000 τραγούδια που μας άφησε.
Τι έγραψε ο Κώστας Βίρβος για το κολαστήριο της οδού Ελπίδος στην Κατοχή
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα στις 18/03/2001, ως μέρος συνέντευξης που έδωσε ο Κώστας Βίρβος στον δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη)
«Οταν κατέβηκα το 1943 από τα Τρίκαλα στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις σε μια ανωτάτη θεωρητική σχολή, αποφάσισα να δώσω στη Νομική, αλλά δεν ήξερα λέξη λατινικά, και έτσι έδωσα στην Πάντειο και ήρθα έκτος. Εκείνη την περίοδο στα Τρίκαλα είχα ενταχθεί στην ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων). Πήρα λοιπόν μεταγραφή από την ΕΠΟΝ Τρικάλων στην ΕΠΟΝ των Αθηνών. Από εκεί εντάχθηκα στο ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ Σπουδαστών επειδή ήδη φοιτούσα στην Πάντειο. Η ΕΠΟΝ βοηθούσε το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και όλες τις συγγενείς οργανώσεις. Μεταφέραμε προκηρύξεις με καροτσάκια. Από κάτω όπλα και προκηρύξεις και από πάνω λαχανικά…
Τα βράδια γράφαμε συνθήματα στους τοίχους. Σκορπιζόμασταν σε διάφορα σημεία της πόλης, γράφαμε και συναντιόμασταν ξανά στο σημείο που είχαμε ορίσει… Μια βραδιά, γράφοντας στη συμβολή των οδών Αριστομένους και Αγορακρίτου, στην πλατεία Αττικής, με πιάσανε οι χαφιέδες της Ειδικής Αστυνομίας δημιούργημα του Μεταξά που το κράτησαν και οι Γερμανοί.
Με οδήγησαν στον τόπο των βασανιστηρίων που ήταν στην οδό… Ελπίδος, κοντά στο σημείο που με συλλάβανε. Αμέσως μετά με οδήγησαν σε ένα επιταγμένο ξενοδοχείο που το έλεγαν «Κρυστάλ». Τα βασανιστήρια που υπέστην εκεί μέσα δεν περιγράφονται και, φανταστείτε, ήμουν μόλις δεκαέξι και μισό χρονώ. Αφού έφαγα το ξύλο της χρονιάς, άρχισαν ειδικές μεθόδους βασανιστηρίων με φάλαγγα και με έναν βούρδουλα που στις άκρες είχε σφαιρίδια. Ενα χτύπημα με βρήκε στο κεφάλι και έχω ακόμη το σημάδι αυτό, παρόλο που πέρασαν 50 χρόνια. Αρχισα να αιμορραγώ ακατάσχετα. Θυμάμαι ότι επικεφαλής αυτής της βάναυσης ιστορίας ήταν ένας αγιογράφος(!), ο Ευσέβιος Παρθενίου, και ένας άλλος, ο Παναγιωτόπουλος. Οταν με κατέβασαν από τη σκάλα, ο θυρωρός με είδε στα μαύρα χάλια που είχα και τηλεφώνησε στο Πρώτων Βοηθειών. Οπως κατάλαβα εκ των υστέρων, το έκανε για να με προφυλάξει, αφενός, για να περιποιηθούν το τραύμα μου που ήταν μεγάλο και, αφετέρου, για να με καταγράψουν στα βιβλία των ανθρώπων που δέχθηκαν βοήθεια εκείνο το βράδυ… Ηθελε να φανεί ότι ζούσα για να μη με φάνε τη νύχτα, κάτι που κάνανε 15 ημέρες αργότερα σε κάποιον άλλον… Ενθυμούμαι τον γιατρό να μου κόβει τα μαλλιά για να περιποιηθεί το τραύμα μου και εγώ, αστόχαστος νέος, να καμαρώνω και να του λέω: «Γιατρέ, πρόσεξε μη μου χαλάσεις τη χωρίστρα!..». Από αυτά τα μπουντρούμια που σας ανέφερα πέρασαν πολλοί άνθρωποι, αρκετοί εξ αυτών αξιόλογοι και γνωστοί. Ημουν μαζί με έναν συνομήλικό μου και μας όρισαν να κουβαλάμε τα πιάτα του φαγητού που έφερνα κάθε μεσημέρι οι συγγενείς των κρατουμένων. Διαδικασία που εξυπηρετούσε τόσο τους κρατούμενους όσο και το κίνημα, γιατί μέσα στα φαγητά έβαζαν σημειώματα και επικοινωνούσαν…
Στο έργο μου «Καταχνιά» γράφω χαρακτηριστικά: «Μικρά παιδιά μεταφέρουν μεγάλα μυστικά». Εφθασε η παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1944. Μας έβγαλαν την προκαθορισμένη ώρα που ξεκλείδωναν τα κελιά, διασχίζαμε την αυλή και πηγαίναμε να πάρουμε τα φαγητά. Εκείνη την ημέρα είδαμε ασυνήθιστα πολλούς φυλακισμένους στην είσοδο, τους οποίους φύλαγαν Γερμανοί και χαφιέδες… Κάτω στην αυλή είχε κατεβεί ένας γερμανομαθής χαφιές που κοίταζε τους φυλακισμένους με ένα βλέμμα ειρωνικό και πολλά υποσχόμενο… Από ό,τι έμαθα αργότερα, έπρεπε να μαζευτούν εκεί 200 νοματαίοι γιατί τόσους ήθελαν να τουφεκίσουν και αν δεν έφθαναν αυτόν τον αριθμό τότε θα συμπλήρωναν από εμάς…
Κάποια στιγμή ο χαφιές γυρίζει και λέει στους φυλακισμένους: «Μην ανησυχείτε, θα σας πάμε κάπου καλύτερα…». Μέσα από το πλήθος των συγκεντρωμένων αιχμαλώτων ένας λεβέντης από το Αργός που έμαθα αργότερα το όνομά του Λάμπρου τον έλεγαν του αντιμίλησε: «Φτου σου, ψευτοέλληνα, ντροπή σου να ειρωνεύεσαι μελλοθανάτους!». Γιατί οι αιχμάλωτοι είχαν καταλάβει πού θα πήγαιναν. Τους χρωστάω, ίσως, τη δική μου ζωή. Οι δικοί μου προσπαθούσαν, τρέχοντας από “δώ και από “κεί, παζαρεύανε να με βγάλουνε… Συμφωνήσανε στις 800 λίρες. Τόσα θα έπαιρνε η Πρωτοβάθμια Επιτροπή αν με αθώωνε. Οπερ και εγένετο. Την επομένη με άφησαν ελεύθερο παρά τις αντιδράσεις του γερμανού συνδέσμου που τους έλεγε: «Αυτός μόλις βγει θα πάει στα βουνά και θα σκοτώνει». Εφυγα από την Αθήνα με ένα ταχυδρομικό βαγόνι της γραμμής Αθηνών – Θεσσαλονίκης, χωρίς την ειδική άδεια. Το βαγόνι ήταν κλειδωμένο γιατί μέσα ήταν ΕΑΜίτες ταχυδρομικοί που κουβαλούσαν όπλα και άλλα πράγματα. Εφθασα στα Τρίκαλα και από εκεί στα κοντινά βουνά, οπότε με τοποθέτησαν διαφημιστή του Επαρχιακού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ. Ωσπου να τελειώσει ο πόλεμος άρπαξα μια κακοήθη ελονοσία και όλα όσα άρπαξαν κι οι άλλοι πατριώτες αγωνιστές… Αυτή είναι η ιστορία της αυλής της… Ελπίδος».