Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο Τζωρτζ Στάινερ εξέδωσε το 1959 το Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι, Δοκίμιο Παλαιάς Κριτικής, εν μέρει ως απάντηση στους «Νέους Κριτικούς», που ήθελαν το λογοτέχνημα να λάμπει ως αυτόφωτος αστέρας στο κενό, αποσπασμένο από τα ιστορικοφιλολογικά του συμφραζόμενα – και τούτη η απάντησή του φέρνει εύλογα στο κέντρο του έργου των δύο Ρώσων το θεολογικό στοιχείο, το ζήτημα της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του Θεού («Η δυτική μυθοπλασία είναι κοινωνική, απεικονίζει τις σχέσεις ανθρώπων και κοινωνίας, όπως είπε ο Αντρέ Ζιντ. Για τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Και οι δύο ήταν θρησκευτικοί καλλιτέχνες με την έννοια των χτιστών των καθεδρικών ναών ή του Μιχαήλ Άγγελου, όταν απεικόνισε το όραμά του για την αιωνιότητα στην Καπέλα Σιξτίνα», σελ. 330).
«Επιτρέψτε μου λοιπόν να διακηρύξω την απαρασάλευτη πεποίθησή μου πως ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι είναι οι πρώτοι μεταξύ των μυθιστοριογράφων» (σελ. 29), είναι το αξίωμα που καταρχάς θέτει ο Στάινερ, για να τοποθετήσει έπειτα το τολστοϊκό έργο, ισάξιο, πλάι στα ομηρικά έπη, και το ντοστογιεφσκικό έργο δίπλα σε κείνα των κορυφαίων δραματουργών: του Σαίξπηρ, του Σίλλερ, του Ρακίνα – δικαίως, μιας κι ο Ντοστογιέφσκι είναι εντέλει ένας μέγιστος θεατρικός συγγραφέας που, ενώ ο ίδιος δεν έγραψε ποτέ για το θέατρο, τα έργα του δεν έχουν πάψει να διασκευάζονται για το σανίδι. Στα τετράδια των Δαιμονισμένων έγραφε πως «ο Σαίξπηρ είναι ένας προφήτης που έστειλε ο Θεός για να κηρύξει σε μας το μυστήριο του ανθρώπου και της ανθρώπινης ψυχής» (τι αντίθεση, αλήθεια, με την απόλυτη καταδίκη του Βάρδου του Έιβον από τον γέρο Τολστόι στο Ο Σαίξπηρ και η δραματική τέχνη) και, σαν τον Ντίκενς, συνήθιζε να υποδύεται τους ήρωές του την ώρα που έγραφε.
Στους τεράστιους μονολόγους, τους πυρετικούς διαλόγους, τις συμπτώσεις, τα μαζέματα όλου του θιάσου επί σκηνής, τις περιγραφές κινήσεων που πιο πολύ θυμίζουν σκηνικές οδηγίες, ο Στάινερ ανιχνεύει τον δραματουργό Ντοστογιέφσκι πιάνοντας ένα ένα τα μείζονα μυθιστορήματά του –Έγκλημα και τιμωρία, Ο ηλίθιος, Οι δαιμονισμένοι, Αδελφοί Καραμάζοφ– ενώ ταυτόχρονα ιχνηλατεί τις οφειλές του στο γοτθικό μυθιστόρημα και τα μελοδράματα συγκαιρινών του υποδεέστερων συγγραφέων.
«Πουθενά αλλού στη λογοτεχνία», γράφει ο Στάινερ (σελ. 195), «δεν έφτασε ο 19ος αιώνας τόσο κοντά στη μεγάλη τραγική σύλληψη της εμπειρίας· μόνο στον Μόμπι Ντικ και στους Αδελφούς Καραμάζοφ». Και αλλού (σελ. 393): «Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι δεν κάνουν τίποτα άλλο εκτός από το να είναι ο εαυτός τους στον ύψιστο βαθμό. Σχεδόν ποτέ δεν τους βλέπουμε να κοιμούνται ή να κάθονται στο τραπέζι. Σαν τραγικοί ήρωες, τα dramatis personae του Ντοστογιέφσκι περιφέρονται γυμνά όπως στην έσχατη κρίση».
Απεναντίας «ο Όμηρος και ο Τολστόι» (σελ. 218) «περιβάλλουν τους χαρακτήρες των έργων τους με μια “ολότητα αντικειμένων”, με τις καθημερινές επιδιώξεις και τις περίκλειστες κανονικότητες της συνηθισμένης εμπειρίας». Η ζωή στον Ντοστογιέφσκι είναι «της ψυχής», ενώ στον Τολστόι πρωτίστως είναι μια σφύζουσα ζωή «των πραγμάτων» όπως ξεδιπλώνεται με επική πνοή μέσ’ από πολέμους, χορούς, ευωχίες, κυνήγια – με το χρόνο στις σελίδες του να κινείται παλιρροϊκά και σταδιακά, ενώ ο Ντοστογιέφσκι τον συστέλλει βίαια ώς τη σύντμηση και την παραμόρφωση.
«Όπως ο Αδάμ», γράφει ο Στάινερ (σελ. 151), «ο Τολστόι ονόμαζε τα πράγματα που είχε ενώπιόν του· και εκείνα ζουν ακόμη για μας, επειδή η δική του φαντασία δεν μπορούσε να τα συλλάβει ως άψυχα αντικείμενα».
Στα έργα του, ονομάτιζε ως και τους πλέον ήσσονες χαρακτήρες και έλεγε κατιτίς γι’ αυτούς, δίνοντάς τους πλήρη ανθρώπινη υπόσταση. Ο Στάινερ αντιπαραβάλλει αυτόν το σεβασμό του Τολστόι προς την ακεραιότητα του ανθρώπινου προσώπου, στοιχείο συστατικό της μεγαλοσύνης του, με μια σκηνή στην Αλμπερτίν αγνοούμενη του Προυστ, όπου ο αφηγητής βάζει σ’ έναν οίκο ανοχής δυο μικρές πλύστρες να κάνουν έρωτα, μεταμορφώνοντάς τες σ’ αντικείμενα.
Ένας ήρωας του Τολστόι δε θα βυθιζόταν ποτέ στα τρομερά σκότη όπου γκρεμίζεται ο αφηγητής στις Σημειώσεις από το υπόγειο – μα η παντογνωσία της επικής τολστοϊκής σύλληψης έχει το τίμημά της.
Ο George Steiner
|
«Υπάρχουν στοιχεία και βάθη τα οποία δεν μπορούν να αγγίξουν αυτά τα υπέροχα ολοκληρωμένα δημιουργήματα», γράφει ο Στάινερ για τα Πόλεμος και Ειρήνη, και Άννα Καρένινα (σελ. 378). «Κατά κύριο λόγο πρόκειται για τα στοιχεία του δράματος. Το δραματικό στοιχείο γεννιέται στο αφανές περιθώριο που χωρίζει τον συγγραφέα από τους χαρακτήρες του, δημιουργείται από τη δυνατότητά τους να πράξουν το απρόσμενο… Η υπέρτατη ένταση του παραλόγου και ο αυθορμητισμός του χάους τού διαφεύγουν».
Ο Τολστόι, αντιπλατωνικός στην τέχνη του, εξύμνησε την απόλυτη «πραγματικότητα» του κόσμου, αξίωσε την επίγεια πραγμάτωση της Βασιλείας του Θεού και υπήρξε «υπηρέτης της ανθρωπότητας». Χαρακτηριστικά, μετά την απόφαση αφορισμού που εξέδωσε εναντίον του η Ιερά Σύνοδος, δήλωσε δημόσια: «Πιστεύω πως το θέλημα του Θεού εκφράζεται καθαρά και κατανοητά στη διδασκαλία του ανθρώπου Ιησού· το να τον θεωρεί κανείς Θεό και να προσεύχεται σε αυτόν το θεωρώ τη μέγιστη βλασφημία».
Ενώ ο Ντοστογιέφσκι, δύσπιστος απέναντι σε τούτη την ανθρωπιστική διδασκαλία, προτιμούσε να βρίσκεται μαζί με τους πονεμένους, τους τρελούς και κάποτε εγκληματικά διεστραμμένους «δούλους του Θεού». Γράφει γι’ αυτόν ο Στάινερ (σελ. 392): «Για ελάχιστους ανθρώπους μπορούμε να πούμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι ήταν θεόληπτοι, ότι η παρουσία του Θεού διαπερνούσε την προσωπικότητά τους με μεγαλύτερη ένταση και ορμή».
Οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ. Ο Τολστόι εκτιμούσε τις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, τους Ταπεινωμένους και καταφρονεμένους, ενώ «όλοι αυτοί οι Ηλίθιοι και οι Έφηβοι και οι Ρασκόλνικοφ, και τα λοιπά, δεν ήταν έτσι, τα πράγματα ήταν πιο απλά, πιο κατανοητά». Κι από τη μεριά του ο Ντοστογιέφσκι αποκαλούσε τα μυθιστορήματα του Τολστόι «λογοτεχνία του γαιοκτήμονα».
Στο τέλος του βιβλίου του ο Στάινερ, με παραδεδεγμένη από τον ίδιον αυθαιρεσία, αναγιγνώσκει τον «Μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή» στους Αδελφούς Καραμάζοφ ως μια αλληγορία της αναμέτρησης μεταξύ του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι, όπου ο δεύτερος, σαν τον Ιεροεξεταστή, αγαπούσε τους ανθρώπους εκ των άνω, πατερναλιστικά, δίχως κανένα στοιχείο του χαρακτήρα του να πλησιάζει εκείνη τη σχεδόν αμετάφραστη ντοστογιεφσκική έννοια της ταπείνωσης.
Το Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι (μεταφρασμένο σε καθαρά και άρτια ελληνικά από τον Κώστα Σπαθαράκη) αρχίζει με μια φράση που θα ’πρεπε όποιος μιλά για τη λογοτεχνία να την έχει ως φάρο και πυξίδα: «Η λογοτεχνική κριτική πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης» και, πράγματι, πουθενά στο βιβλίο του Στάινερ –ο αναγνώστης το νιώθει– δεν προδίδεται τούτη η αγάπη.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής