Η αγροτική Αμερική εκπέμπει SOS. Το συνολικό αγροτικό χρέος αναμένεται να αγγίξει φέτος το δυσθεώρητο ποσό των 560 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καταγράφοντας ιστορικό υψηλό. Αν και η επικαιρότητα εστιάζει συχνά στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και τους δασμούς της εποχής Τραμπ ως τις κύριες αιτίες της κρίσης, μια βαθύτερη ματιά αποκαλύπτει μια διαφορετική, πιο σκοτεινή πραγματικότητα.
Δημοσιογραφική έρευνα της βραβευμένης ομάδας More Perfect Union φέρνει στο φως τις μαρτυρίες αγροτών από το Αρκάνσας, οι οποίοι περιγράφουν ένα σύστημα δομημένο έτσι ώστε μια χούφτα πολυεθνικών εταιρειών να κερδίζει πάντα, αφήνοντας τους παραγωγούς να παλεύουν για την επιβίωση. Τα ευρήματα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και για την Ελλάδα, όπου οι αγρότες βρίσκονται συχνά στους δρόμους διεκδικώντας βιώσιμες συνθήκες παραγωγής.
«Πλυντήριο» κρατικού χρήματος
Η εικόνα που μεταφέρουν οι αγρότες είναι αποκαρδιωτική. Ο Adam Chappell, καλλιεργητής με έκταση 2.400 στρεμμάτων, περιγράφει την κατάσταση ως «κηδεία». «Είμαι στη χειρότερη κατάσταση που έχω βρεθεί ποτέ. Πέντε από τους πελάτες μου έχουν αυτοκτονήσει. Τόσο σοβαρά είναι τα πράγματα», δηλώνει χαρακτηριστικά. Οι πτωχεύσεις αγροτικών επιχειρήσεων στο Αρκάνσας έχουν σχεδόν διπλασιαστεί τον τελευταίο χρόνο, ενώ χωρίς άμεση παρέμβαση, εκτιμάται ότι θα χαθεί το 30-40% των παραγωγών.
Το οξύμωρο είναι ότι τα τελευταία οκτώ χρόνια, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει διοχετεύσει πάνω από 130 δισεκατομμύρια δολάρια σε έκτακτη βοήθεια προς τους αγρότες. Πού καταλήγουν όμως αυτά τα χρήματα; «Τα χρήματα δεν φτάνουν ποτέ σε εμένα. Περνούν από τα χέρια μου κατευθείαν σε αυτούς στους οποίους χρωστάω», εξηγεί ένας αγρότης. Ουσιαστικά, οι κρατικές ενισχύσεις μετατρέπονται σε άμεση χρηματοδότηση των εταιρειών που προμηθεύουν σπόρους, λιπάσματα και μηχανήματα, λειτουργώντας ως ένα είδος «πλυντηρίου» φορολογικών εσόδων που καταλήγει στα ταμεία των κολοσσών.
Ο «Δούρειος Ίππος» των μονοπωλίων
Η ρίζα του κακού εντοπίζεται στη δραματική συρρίκνωση του ανταγωνισμού. Οι τιμές των εισροών (σπόροι, λιπάσματα) έχουν αυξηθεί δυσανάλογα σε σχέση με τις τιμές πώλησης των προϊόντων. «Οι αγρότες πληρώνουν τρεις φορές περισσότερο για εισροές σε σχέση με τη δεκαετία του ’90», σημειώνει η έρευνα.
Η αιτία; Οι συγχωνεύσεις. Χιλιάδες εταιρείες σπόρων έχουν συγχωνευθεί σε μόλις τρεις κυρίαρχους παίκτες (όπως η Bayer που εξαγόρασε τη Monsanto). Σαράντα έξι εταιρείες λιπασμάτων έχουν γίνει τέσσερις. Δύο μόνο εταιρείες κυριαρχούν στην αγορά των τρακτέρ. «Ξέρουν ακριβώς πόσα θα βγάλω και τιμολογούν τα προϊόντα τους ώστε να μου μείνει ελάχιστο κέρδος», καταγγέλλει ο Chappell.
Η έλλειψη ανταγωνισμού επιτρέπει σε αυτές τις εταιρείες να διατηρούν τεχνητά υψηλές τιμές, ακόμη και όταν οι αγρότες λυγίζουν. Και όταν το σύστημα φτάσει στα όριά του, οι εταιρείες βασίζονται στο κράτος για να καλύψει τη διαφορά μέσω επιδοτήσεων.
Σφήνα ανάμεσα σε γίγαντες
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στο κόστος παραγωγής. Οι αγρότες βρίσκονται εγκλωβισμένοι και κατά την πώληση των προϊόντων τους. Τέσσερις μεγάλες εταιρείες εμπορίας σιτηρών (όπως οι Cargill, Bunge, ADM) ελέγχουν το 80% της αγοράς στις ΗΠΑ. Σε πολλές περιοχές, υπάρχει μόνο ένας αγοραστής, μετατρέποντας τους αγρότες σε απλούς «λήπτες τιμών» (price takers), χωρίς καμία διαπραγματευτική ισχύ.
Επιπλέον, οι εμπορικές συμφωνίες που υποσχέθηκαν άνοιγμα των αγορών λειτούργησαν συχνά εις βάρος των Αμερικανών παραγωγών. Ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα έστρεψε το Πεκίνο προς τη Νότια Αμερική, πλήττοντας τους Αμερικανούς αγρότες, αλλά όχι τις πολυεθνικές εμπορίας σιτηρών, οι οποίες δραστηριοποιούνται έντονα και σε Βραζιλία και Αργεντινή.
Η ανάγκη για δομικές αλλαγές
Η έρευνα καταλήγει σε ένα κρίσιμο συμπέρασμα: οι επιδοτήσεις και οι έρευνες για αθέμιτο ανταγωνισμό που δεν καταλήγουν πουθενά, λειτουργούν απλώς ως «ασπιρίνες». Η λύση που προτείνουν οι ίδιοι οι αγρότες και αναλυτές είναι η επιστροφή σε πολιτικές διαχείρισης της προσφοράς (supply management) και η θεσμοθέτηση κατώτατων τιμών (price floors).
Ένα τέτοιο σύστημα θα εξασφάλιζε στους αγρότες ένα ελάχιστο κέρδος, θα μείωνε την ανάγκη για κρατικές διασώσεις και θα ανάγκαζε τις μεγάλες εταιρείες να πληρώσουν δίκαιες τιμές, αντί να βασίζονται στην έμμεση επιδότηση από τους φορολογούμενους. Ωστόσο, μια τέτοια προοπτική βρίσκει σθεναρή αντίσταση από τα λόμπι των αγροδιατροφικών κολοσσών, που προτιμούν τους αγρότες εξαρτημένους και ευάλωτους.
Όσο η πολιτική ηγεσία διστάζει να σπάσει τα μονοπώλια και να επανασχεδιάσει το αγροτικό μοντέλο, η ύπαιθρος θα συνεχίσει να μαραζώνει, συμπαρασύροντας μαζί της τις τοπικές κοινότητες και την διατροφική ασφάλεια.



