“Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία” (Κάλβος, Εις Σάμον)
Άρθρο του Στρατή Παπαμανουσάκη
Ανάμεσα στο αιώνιο καθολικό Είναι και στο πρόσκαιρο επί μέρους Γίγνεσθαι, το διαχρονικό Δέον διατρέχει συνεχώς την απόσταση από τη θεωρία στην πράξη, από τη γνώση στη βούληση, από την αλήθεια στο κάλλος της συμπαντικής αρμονίας. Αυτή η διαλεκτική της φιλοσοφίας από τη θέση στην αντίθεση, για να καταλήξει στη σύνθεση, διέπει την ιστορία και την κοινωνία, τη φύση και τον άνθρωπο, το παρόν και το μέλλον.
Το εθνικό ζήτημα της Ελλάδας σήμερα, η εντεινόμενη τουρκική επιθετικότητα, η προσβολή της εθνικής κυριαρχίας της χώρας κυριαρχεί πλέον στην ελληνική πραγματικότητα. Το ξεχασμένο πλέον ”έθνος” επανήλθε και στη φρασεολογία της αδαούς (;) τηλεοπτικής δημοσιογραφίας, η οποία διερωτάται που οδεύει η κατάσταση. Το εθνικό ζήτημα επικρατεί ακόμη και στον άδειο λόγο των ανερμάτιστων δημοσιολόγων, που ομιλούν περί Χάγης ως εάν επρόκειτο περί περιοχής της Ομονοίας (παραγνωρίζοντας, λόγου χάρη, ότι η Τουρκία δεν αποδέχεται το θαλάσσιο δίκαιο, ότι η απόφαση της Χάγης ενώ θα είναι συμβιβαστική, δεν θα είναι υποχρεωτική και ότι τό Δικαστήριο προς καθορισμό των θαλασσίων ζωνών εξετάζει την κατάσταση στις εκατέρωθεν ακτές, δηλαδή θα υπεισέλθει σε θέματα “γκρίζων ζωνών”, και επομένως ότι για τη χώρα η διαδικασία της Χάγης θα έχει άκρως δυσμενή αποτελέσματα). Αλλά κυρίως τα εθνικά θέματα επιβάλλονται επίσης και στις ανιστόρητες, κοντόφθαλμες και επιζήμιες προτάσεις των πολιτικών του πάση θυσία διαλόγου, της πολιτικής του κατευνασμού, της αντιμετώπισης του εθνικού μας ζητήματος υπό το πρίσμα της οικονομίας, της συνεκμετάλλευσης και του συμβιβασμού. Αυτές οι απορίες, οι καθοδηγήσεις και οι πρακτικές απαιτούν προς απάντηση λίγη ιστορία, λίγη διπλωματία και λίγο πατριωτισμό.
Στη διαλεκτική της ιστορίας κυριαρχεί το αιώνιο ζήτημα της ιστορικής πορείας, ευθύγραμμης, κυκλικής ή σπειροειδούς ανέλιξης. Μέσα στην ιστορία διακρίνεται το διαχρονικό Ανατολικό ζήτημα, τουλάχιστον από τους περσικούς πολέμους και μετά (αν εξαιρέσομε τον Τρωϊκό πόλεμο), τις Σταυροφορίες και τις μεταγενέστερες σφοδρές συγκρούσεις Ανατολής και Δύσης (από την αραβική επέκταση και την απόκρουση της, μέχρι τον Μεγάλο Πόλεμο και έως τους πρόσφατους πολέμους του πετρελαίου του Κόλπου). Και εμφανίζεται σήμερα το πρόσκαιρο πρόβλημα του νεοθωμανισμού, που όμως για να ερμηνευθεί πρέπει να αναχθεί και στους γενικούς νόμους της ιστορίας και στην ειδική πορεία του Ανατολικού ζητήματος. Ειδικότερα η Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοεί την ιστορία από το Ματζικέρτ μέχρι τη Άλωση, από το 1821 μέχρι το 1922, από τις σφαγές και τις λεηλασίες των Σεπτεμβριανών της Σμύρνης και της Πόλης μέχρι την εισβολή στην Κύπρο και τα Ίμια. Ο νεοθωμανισμός αποτελεί την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας, που από την πολιορκία της Βιέννης προσπαθεί να κινήσει το εκκρεμές της ιστορίας από την Ανατολή προς τη Δύση. Και το πρώτο εμπόδιο σε αυτή την πορεία αποτελεί η χώρα μας. Δεν πρόκειται για τη διεκδίκηση της υφαλοκρηπίδας, αλλά για την εξόρμηση του τουρκικού ισλαμισμού, δεν απειλείται μόνον η Ελλάδα, αλλά και η Ευρώπη, δεν είναι απλώς ένα οικονομικό θέμα, αλλά μια πολιτική, πολεμική και εθνικιστική πραγματικότητα. Και αν η Ευρώπη εθελοτυφλεί υπό τον μανδύα των διαφόρων συμφερόντων της, η Ελλάδα πρέπει να έχει εθνική, ιστορική και πολιτική συνείδηση. Δεν αντιμετωπίζει μια κρίση, αλλά έναν έσχατο κίνδυνο. Είναι αρκετή η ως τώρα υποχωρητικότητα, απαιτείτα πλέον εθνική εγρήγορση, κινητοποίηση και αντίσταση.
Στη διπλωματία εκδιπλώνεται ολόκληρο το μήκος και το πλάτος της ιστορικής πραγματικότητας κατά τον πλέον πρακτικό, δυναμικό και ρεαλιστικό τρόπο. Απέναντι στην αιώνια Ελευθερία, διεξάγεται η συνταρακτική πάλη του διαχρονικού δικαίου προς την πρόσκαιρη δύναμη της ισχύος. Δεν υπάρχει διαυγέστερη απεικόνιση αυτής της μεγάλης πάλης δικαίου και ισχύος από τις θουκυδίδειες δημηγορίες Αθηναίων και Μηλίων. Ο ισχυρός επιβάλλει το δίκαιο του στον ανίσχυρο. Χρειάστηκε όμως ο Μακιαβέλλι για να διασαφηνίσει το δίκαιο του ηγεμόνος, την υπεροχή της ωμής βίας έναντι των συμφωνιών, τον παραμερισμό των αρχών, της ειρήνης και του δικαίου μπροστά στο συμφέρον, τον πόλεμο και τη δύναμη. Και έρχεται και το σχετικά πρόσφατο παράδειγμα του θλιβερού Τσάμπερλαιν, που κραδαίνοντας το έγγραφο της συμφωνίας του Μονάχου με τον Χίτλερ διεκήρυξε την εξασφάλιση της ειρήνης “για όλη μας τη ζωή”, για να επακολουθήσει, σε διάστημα μικρότερο από ένα έτος, αυτό που όλοι γνωρίζομε. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ακολούθησε μια μακρά πορεία αδράνειας, συμβιβασμού και υποχωρητικότητας, που απλά επιτάχυναν την έναρξη του. Στην πατρίδα του Θουκυδίδη δεν επιτρέπεται σήμερα να ακούγεται λόγος περί συμβιβασμού, διαλόγου και υποχωρητικότητας ως προς την εθνική κυριαρχία, χάριν δήθεν της ειρήνης, της καλής γειτονίας και του αμοιβαίου συμφέροντος. Οι αγνοούντες την ιστορία υποχρεούνται να την υποστούν. Ουδέποτε δια παραχωρήσεων ο ισχυρός ή ο θεωρούμενος ισχυρός υπεχώρησε έναντι του αδυνάτου ή του θεωρουμένου αδυνάτου. Διότι υπάρχουν και τα δύο αυτά είδη, πραγματικό και φαινομενικό. Και είναι δυστυχώς σήμερα διαδεδομένη η αντίληψη περί ισχύος και αδυναμίας Τουρκίας και Ελλάδας αντίστοιχα. Αυτή όμως η θέση εδράζεται στο φοβικό σύνδρομο που καλλιεργήθηκε από την εποχή της “μακράν Κύπρου”, οπότε αντί να επιδιωχθεί η ανατροπή έστω αυτής της καταστάσεως, η χώρα ασχολήθηκε με τις κερδοφόρες περιπέτειες της Μεταπολίτευσης. Παραβλέπει την ισχυρή διεθνή θέση της Ελλάδας, το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων της και την ιστορική εμπειρία, του ’21, του ’12, του ’40, οπότε ο ενωμένος ελληνισμός κατίσχυσε έναντι πολύ ισχυροτέρων δυνάμεων. Και αγνοεί επίσης τη δυσχερέστατη θέση της Τουρκίας και στον οικονομικό τομέα (κατάρρευση λίρας) και στο εσωτερικό της μέτωπο (Κουρδικό ζήτημα) και στον στρατιωτικό τομέα (εκκαθαρίσεις Γκιουλενιστών).
Αλλά είναι στο πεδίο του πατριωτισμού, όπου το αιώνιο δίδαγμα του Σωκράτη (”Μητρός τε και πατρός τε και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς και σεμνώτερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ’ ανθρώποις τοίς νούν έχουσι”) κατάδειξε την αξία του ελληνικού πολιτισμού, της ιστορίας και της ισχύος του. Ο Όρκος των αθηναίων εφήβων διακηρύσσει διαχρονικά (”Την πατρίδα δέ ούκ ελάσσω παραδώσω, πλείω δέ καί αρείω όσης άν παραδέξωμαι“). Η υπερήφανη απάντηση του Παλαιολόγου επανέλαβε αυτό τον όρκο (“Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ούκ εμόν εστίν ούτ΄ άλλου τών κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν καί οὐ φεισόμεθα τής ζωής ημών“). Και το πανεθνικό ΟΧΙ του 1940 απέρριψε και πάλι απερίφραστα τη βία υψώνοντας τη σημαία της ελευθερίας, με εκείνη την περίφημη λακωνικότητα του τότε πρωθυπουργού Μεταξά (“Λοιπόν έχουμε πόλεμο!“). Απέναντι σε αυτή τη διαχρονία της ιστορίας μας αντιπαραβάλλεται η συγκυρία του ψευδοεθνικισμού, του ισοπεδωτικού κοσμοπολιτισμού, του εκφυλιστικού ελιτισμού. Ο πατριωτισμός αποτελεί αντίθεση, άρνηση και αναίρεση αυτού του εθνικισμού, κοσμοπολιτισμού και ελιτισμού. Ο πατριωτισμός είναι αιώνια αξία που εκδηλώνεται διαχρονικά στην πορεία του ελληνισμού και αντιμάχεται όλες τις σύγχρονες παρεκβάσεις του, όλες τις ψευδείς διαστροφές του, όλα τα πρόσκαιρα συμφέροντα που εμφανίζονται, όταν ο πατριωτισμός υποχωρεί. Ο πατριωτισμός συνιστάται ως ελευθερία, ως αρετή, ως ιδέα. Ο πατριωτισμός σήμερα απαιτεί εθνική συνείδηση, ομοψυχία, δράση. Απαιτεί αλήθεια, αρετή, ήθος. Οδηγεί προς την κατεύθυνση του σημερινού γίγνεσθαι από την αιωνιότητα του είναι προς τη διαχρονικότητα του δέοντος. Σε αυτή την εθνική, φοβερή και υπέροχη διαλεκτική της ελευθερίας εντάσσονται σήμερα οι έλληνες.