Του Κώστα Λαπαβίτσα
Ποιος θυμάται σήμερα τις ελπίδες που έτρεφαν τόσοι – και στην Ελλάδα – για την προεδρία Ολάντ; Η πραγματικότητα αποδείχθηκε τελείως αντίθετη, με τη δημοτικότητα του Ολάντ σε ελεύθερη πτώση, την εμφάνιση οργανωμένης λαϊκής δυσαρέσκειας και την εντυπωσιακή άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. Παράλληλα η Γαλλία έχει χάσει την ικανότητα να διαμορφώνει την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα αίτια είναι οικονομικά στη ρίζα τους. Η γαλλική οικονομία παρουσιάζει αναιμικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που ίσως φτάσουν το 1% του χρόνου. Η ανεργία ήδη βρίσκεται στο 11% και το δημόσιο χρέος ξεπέρασε το 95% του ΑΕΠ. Υπάρχει μεγάλη απώλεια ανταγωνιστικότητας και οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές έχουν γίνει ελλειμματικές. Η αξιοπιστία του δημοσίου έχει πληγεί από δύο διαδοχικές υποβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης. Η χώρα λιμνάζει οικονομικά, πράγμα που αντανακλάται κατά μήκος και πλάτος της κοινωνίας.
Η κυβέρνηση Ολάντ δε φαίνεται δυστυχώς να κατανοεί τη φύση του προβλήματος, ή αν την καταλαβαίνει – που είναι και το πιθανότερο – δεν έχει το κουράγιο να κάνει αυτό που χρειάζεται. Η οικονομική δυστοκία της Γαλλίας πηγάζει από την απώλεια ανταγωνιστικότητας μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ. Πρόκειται για το ίδιο φαινόμενο που οδήγησε στην καταστροφή της περιφέρειας το 2010-13 και το οποίο σταδιακά εμφανίζεται και στις χώρες του κέντρου. Η βαθύτερη πηγή του είναι φυσικά η Γερμανία.
Τη δεκαετία που πέρασε, η Γαλλία τήρησε με ευλάβεια τους στόχους του πληθωρισμού που έθεσε η ΕΚΤ, πιο πιστά από οποιαδήποτε άλλη χώρα του κέντρου της ΟΝΕ. Το ίδιο όμως διάστημα η Γερμανία κράτησε τους μισθούς παγωμένους και σημείωσε πληθωρισμό κάτω του στόχου. Συνεπώς είχε όφελος ανταγωνιστικότητας ως προς τη Γαλλία, που μπορεί να μην ήταν τόσο μεγάλο όσο ως προς την περιφέρεια, αλλά σωρευτικά ήταν κάθε άλλο παρά αμελητέο. Μέσα στο πλαίσιο του κοινού νομίσματος, που δεν επιτρέπει ούτε διολίσθηση της ισοτιμίας, ούτε υποτίμηση, το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν ολοένα και μεγαλύτερα προβλήματα για τις γαλλικές επιχειρήσεις. Όταν ξέσπασε η κρίση της περιφέρειας το 2010, όσοι παρακολουθούσαν τα ευρωπαϊκά πράγματα με ψύχραιμο μάτι γνώριζαν ότι και το γαλλικό κεφάλαιο δε μπορούσε στην ουσία να ανταγωνιστεί το γερμανικό εντός της ΟΝΕ.
Το πρόβλημα λοιπόν που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Ολάντ είναι το δομικό αδιέξοδο που ορθώθηκε για τη γαλλική ελίτ λόγω ευρώ. Αν υιοθετήσει την πολιτική που επέβαλε το Βερολίνο στην περιφέρεια, δηλαδή σκληρή λιτότητα και συντριβή των μισθών για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, θα επιφέρει βαθύτατη ύφεση, με απρόβλεπτες κοινωνικές επιπτώσεις. Αν επιχειρήσει να βελτιώσει την κατάσταση με ‘ελαφριά λιτότητα’, όπως στην ουσία κάνει τώρα, θα κωλυσιεργεί γεννώντας λαϊκή αγανάκτηση. Αν επιδιώξει δομικές αλλαγές στην ΟΝΕ που θα άρουν τη λιτότητα και θα επιτρέψουν καλύτερη ισορροπία στο εμπόριο και στις κεφαλαιακές ροές, θα αντιμετωπίσει την αδιαπραγμάτευτη άρνηση του πανίσχυρου Βερολίνου. Η πλέον ορθολογική λύση θα ήταν φυσικά να αναλάβει την πρωτοβουλία για ελεγχόμενη διάλυση της αποτυχημένης νομισματικής ένωσης που πλέον πνίγει την Ευρώπη. Αυτό όμως θα αποτελούσε αποδοχή στρατηγικής ήττας και πιθανώς θα συνοδευόταν από βαθιά κοινωνική και πολιτική αναταραχή.
Το αδιέξοδο έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολο λόγω της προβληματικής στάσης της γαλλικής Αριστεράς που – όπως και μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ευρωπαϊκής Αριστεράς – θεώρησε την ΟΝΕ μια ‘προοδευτική’ εξέλιξη στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αρνήθηκε συνεπώς να πάρει απορριπτική στάση προς το ευρώ, ενώ την κατέλαβε τρόμος για τις πιθανές επιπτώσεις από τη διάλυση της νομισματικής ένωσης. Χειρότεροι όλων ήταν οι οπαδοί του ‘επαναστατικού ευρωπαϊσμού’, ουκ ολίγοι εκ των οποίων απαντώνται και στη χώρα μας. Πρώην ευρωκομμουνιστές, τροτσκιστές, αναρχικοί και άλλοι βρέθηκαν να επικροτούν την κρατική φιλολογία περί της υποτιθέμενης καταστροφής που θα συνέβαινε αν εξέλιπε το ευρώ. Η ΟΝΕ έπρεπε να διατηρηθεί, αλλά ταυτόχρονα να αλλάξει σε προοδευτική κατεύθυνση μέσα από τους λαϊκούς αγώνες …
Η γαλλική άκρα Δεξιά δεν είχε τέτοιες ψευδαισθήσεις και κατόρθωσε να αποκομίσει μεγάλα οφέλη απορρίπτοντας και το ευρώ και την παχυλή γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Φτάσαμε έτσι στο απαράδεκτο σημείο να παίρνει η αγανάκτηση κατά της λιτότητας το χαρακτήρα δεξιάς πολιτικής στροφής. Το θετικό είναι ότι η γαλλική διανόηση, σε αντίθεση με την ελληνική, δεν είναι ακόμη τελείως εξουθενωμένη πνευματικά. Ο Μοντ Ντιπλοματίκ έχει δώσει σημαντικά δείγματα γραφής ασκώντας κριτική στο ευρώ και την ασφυξία που προκαλεί στην Ευρώπη. Σημαντικοί οικονομολόγοι, όπως ο Φρεντερίκ Λορντόν και ο Ζακ Σαπίρ, είχαν το θάρρος να τοποθετηθούν δημόσια υπέρ είτε της συντεταγμένης διάσπασης της ΟΝΕ, είτε της γαλλικής εξόδου. Αν τα κόμματα της γαλλικής Αριστεράς καταλάβουν έστω και την ύστατη ώρα τι ακριβώς διακυβεύεται, πολλά μπορούν ακόμη να αλλάξουν. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το μέλλον της Ευρώπης για μια ακόμη φορά θα αποφασιστεί στη Γαλλία.