Του Γιάννη Αγγελάκη
Η συγγραφή αυτού του κειμένου αποτέλεσε κατ’ έναν τρόπο, μια προσπάθεια να βάλω σε μία σειρά σκέψεις που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας. Αποτέλεσε επίσης ένα εργαλείο για σειρά άρθρων που προέκυψε κατά τη διαδικασία ξεκαθαρίσματος των σκέψεων.
Ουσιαστικά, η μορφή του κειμένου αποτελεί ένα ημερολόγιο το οποίο αντικατοπτρίζει και στο ύφος της γραφής του τις φάσεις της πανδημίας όπως τις βίωσα προσωπικά εγώ, από την περίοδο της καραντίνας έως τη σχετική χαλάρωση της εφαρμογής των μέτρων και των προσπαθειών επαναφοράς της οικονομικής δραστηριότητας μέχρι στο στάδιο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα, όπου επιστρέφει ο φόβος για ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας. Πιθανότατα, όταν θα διαβάζετε αυτό το κείμενο θα έχουμε ήδη εισέλθει στο δέυτερο κύμα της πανδημίας, θα έχουν γραφτεί και άλλα κεφάλαια για τα οποία κατά τη συγγραφή του κειμένου δεν είχα γνώση.
Η εικόνα που σχημάτισα μέσα σε αυτή την περίοδο των έξι περίπου μηνών είναι ότι η πανδημία φανέρωσε δύο διαφορετικά πρόσωπα. Στο ένα, αποτυπώθηκαν τα μεγάλα ερωτήματα που αναδύονται κάθε φορά που οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με μεγάλες καταστροφές ή θεομηνίες. Οι απαντήσεις που δίνονται φαίνεται ότι μοιάζουν ανεξαρτήτως εποχής. Στο άλλο πρόσωπο όμως αποτυπώνονται τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπερ-μοντέρνας εποχής που ζούμε, που προσδίδουν τον μοναδικό χαρακτήρα με τον οποίο βιώνουμε την πανδημία σε σχέση με προηγούμενες γενιές ανθρώπων. Ο συνδυασμός αυτών των δύο σχηματίζει το έδαφος πάνω στο οποίο ο άνθρωπος δίνει μία μάχη για νόημα που θα καθορίσει τη μορφή που θα πάρει το μέλλον του.
Θυμήθηκα ξανά κάποια αγαπημένα αποσπάσματα από την νουβέλα «Σημειώσεις από το Υπόγειο» του Ντοστογιέσφκι στα οποία αποτυπώνεται η σύγκρουση μεταξύ πίστης στις δυνατότητες της λογικής και της επιστήμης και του παράλογου της ύπαρξης και της απρόβλεπτης φύσης της ζωής την οποία καλείται να νοηματοδοτήσει ο άνθρωπος.
Στο βιβλίο που γράφτηκε το 1864, ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, σα να αναφέρεται στη σημερινή εποχή μας, σημειώνει παίρνοντας τη μορφή του αντι-ήρωά του:
«…Επομένως φτάνει μόνο ν’ ανακαλύψει ο άνθρωπος τους φυσικούς νόμους για ν’ αντιταχθεί προς αυτούς. Η ζωή τότε θα του γίνει ευκολότερη. Όλες οι ανθρώπινες πράξεις θα περιορισθούν μαθηματικά στους νόμους αυτούς σα σε πίνακα λογάριθμων πολύ εκτεταμένη και διηρημένη, σε καταλόγους μέσα σ’ ένα ευρετήριο, ή καλύτερα θα τύπωναν βιβλία οφέλημα σαν τις σημερινές εγκυκλοπαίδειες μέσα στις οποίες όλα θα τα προέβλεπαν, θα τα υπελόγιζαν, θα τα κανόνιζαν και δε θα είχε πια ο κόσμος δράματα και περιπέτειες…
Επειδή όλα θα υπολογισθούν με μαθηματική ακρίβεια, στη στιγμή θα λύνονται όλα τα ζητήματα, γιατί απλούστατα όλες οι πιθανές λύσεις, θα έχουν εξευρεθεί.»
Όμως, μέσα σε αυτή την ουτοπία – που τόσο μοιάζει με την υπόσχεση της εποχής των προβλεπτικών αλγόριθμων, των αυτοματισμών και της τεχνητής νοημοσύνης – υπάρχει κάτι το βαθιά δυσοίωνο. Αν όλα τα προβλήματα λυθούν, σκέφτεται ο πρωταγωνιστής μας, τότε δε μένει τίποτα για τον άνθρωπο:
«Μα δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Αυτό δεν είναι πια η ζωή κύριοι, είναι το αρχίνισμα του θανάτου! Γιατί, σε τι θα καταγινόμαστε αφού όλα θα τα έχει προβλέψει ο πίνακας;».
Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο λογική, πιστεύει ο Ντοστογιέφσκι. Είναι το ζώο που αγκαλιάζει το παράλογο ενάντια και στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του, γιατί αυτό είναι το τίμημα της ελευθερίας του. Έτσι, μέσα στην υπόσχεση ενός σύμπαντος που ελέγχεται απόλυτα από την λογική, υπάρχει κάτι που εναντιώνεται στην ίδια την ανθρώπινη φύση, αποτελεί έναν ιδιότυπο ευνουχισμό της, κάτι περιοριστικό, αφύσικο και ανυπόφορο:
«Χωρίς άλλο, κάτι το αστείο υπάρχει μέσα σ’ όλ’ αυτά.
Μα δύο και δύο κάνουν τέσσερα, αυτό είναι ανυπόφορο!
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα… Μα κατά τη γνώμη μου, κύριοι, είναι αυθάδεια!
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα! Μοιάζει με κάποιον αυθάδη που στέκεται στη μέση του δρόμου, με τα χέρια του στη μέση και μου τον φράζει, με προκαλεί».
Μέσα από τον παραλογισμό της αμφισβήτησης μίας αναντίρρητης αλήθειας, ο συγγραφέας αναγνωρίζει την ανάδυση της ελευθερίας του ανθρώπου, αυτής που ανοίγει νέους δρόμους.
«Συμφωνώ! Δύο και δύο κάνουν τέσσερα, είναι έξοχο πράγμα:
Μα για να το θαυμάσω! Ε όχι, λοιπόν! Δύο και δύο κάνουν πέντε! Είναι καμιά φορά πιο χαριτωμένο αυτό…
Καλό ή κακό δεν ξέρω, μα είναι ευχάριστο να σπάει κανείς καμιά φορά κάτι!».
Η πανδημία του Covid-19 ήταν η βίαιη είσοδος ενός πρωτόγονου και γι’ αυτό παντοτινού παράλογου σε έναν κόσμο διαρκών αξιολογήσεων, αυτοματισμών και εξισώσεων, υπερ-τεχνολογικά μοντέρνου.
Έθεσε υπό αμφισβήτηση την αναντίρρητη αλήθεια του κόσμου στον οποίο ζούσαμε και γι’ αυτό μ’ έναν τρόπο αποτέλεσε μία συγκυρία που θα μπορούσε να συντελέσει στην απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τις εγκλωβιστικές και αδιαμφισβήτητες βεβαιότητές της εποχής.
Η πίστη μας στις δυνατότητες της μηχανής και στην ψευσδαίσθηση ότι τίποτα δε μπορεί να ανακόψει την πορεία προς τα εμπρός που αυτή υπόσχεται, κλωνίσθηκε.
Έγινε φανερό ότι, όσο τεράστιο όγκο δεδομένων και αν έχουμε, όσο τεράστια υπολογιστική ισχύ και αν εφαρμόσουμε, δε μπορούν να προβλεφθούν τα πάντα. Υπάρχει το απρόβλεπτο, υπάρχει το παράλογο. Πολλές φορές δεν υπάρχουν λύσεις ή απαντήσεις ικανοποιητικές.
Η ζωή δεν είναι πίνακας λογάριθμων, που όλα μπορούν να υπολογισθούν με μαθηματική ακρίβεια. Στη ζωή πολλές φορές οι σχεδιασμοί ανατρέπονται.
Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό.
Γιατί, ίσως τελικά «ο σκοπός στον οποίο τείνει η ανθρωπότητα να είναι μόνο το ακατάπαυστο παίξιμο, με άλλα λόγια ενδιαφέρεται μόνο για την ίδια τη ζωή κι όχι για το σκοπό της, που δεν είναι άλλο βέβαια παρά το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δηλαδή ένας τύπος».
Το δίδαγμα της πανδημίας θα έπρεπε να είναι ότι το τίμημα της ελευθερίας του ανθρώπου είναι η αναγνώριση ότι η ζωή δεν ελέγχεται απόλυτα από τη λογική, ότι δε μπορούν τα πάντα να προβλεφθούν με ακρίβεια, ότι στη ζωή υπάρχει το ατυχές και το απρόβλεπτο, ότι ο άνθρωπος είναι εύθραυστος όπως και οι κοινωνίες στις οποίες ζει.
Η αναγνώριση αυτής της αλήθειας θα όφειλε να επαναφέρει στο προσκήνιο έναν νέο ανθρωπισμό, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις βεβαιότητες μίας εποχής που θεοποίησε την πίστη στις ικανότητες και την υψηλή αποδοτικότητα της μηχανής υποβαθμίζοντας την αξία της ανθρώπινης εμπειρίας.
Όμως, τίποτα απ’ αυτά δε συνέβη.
Ο κλωνισμός των βεβαιοτήτων δεν επαρκεί για να επέλθει μία βαθιά αλλαγή.
Η ανθρωπότητα οδεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Συνεχίζουμε από εκεί που σταματήσαμε.
Η απάντηση που δίνουν οι κοινωνίες εμπεριέχει μία περαιτέρω εμβάθυνση στις λανθασμένες πεποιθήσεις περί περιττού ανθρώπου και μηχανικής ανωτερότητας.
Σα σε μία αντιστροφή της πραγματικότητας, δεν κλωνίσθηκαν τόσο οι βεβαιότητές μας σχετικά με τον αυτοματισμό και τη μηχανή, όσο η πίστη μας στον άνθρωπο, που επηρέαζεται από το απρόβλεπτο, το οποίο ανατρέπει τους σχεδιασμούς του και κλωνίζει τις βεβαιότητές του.
Το πρόβλημα έγινε ο ευάλωτος και αδύναμος άνθρωπος του οποίου η εύθραυστη φύση θέτει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της μηχανής που συνεχίζει να αποδίδει ανεπηρέαστη.
Ο άνθρωπος που κάνει λάθη απέναντι στη μηχανή που δεν σταματά να λειτουργεί
Πριν φθάσουμε στην πανδημία ζούσαμε σε μία εποχή στην οποία η θέση του ανθρώπου στον κόσμο είχε αμφισβητηθεί.
Η αξία της ελευθερίας βούλησής του είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση αφού οι αποφάσεις των ανθρώπων αναγνωρίστηκε ότι τελικά καθορίζονται από ξεπερασμένους αλγόριθμους με τη μορφή των αισθημάτων, που πολλές φορές οδηγούν στη λήψη λανθασμένων αποφάσεων, περισσότερο συχνά απ’ ότι ένα ισχυρό υπολογιστικό σύστημα το οποίο μπορεί να επεξεργαστεί τεράστιους όγκους δεδομένων πριν προχωρήσει σε μία πρόβλεψη.
Ζούσαμε στην εποχή της αμφιβήτησης της αξίας των ανθρώπινων επιθυμίων για τη λήψη της οποιασδήποτε απόφασης, εφόσον ο στόχος είναι η απόφαση που λαμβάνεται να είναι όσο το δυνατόν «ορθή».
Στην εποχή αυτή, το «ορθό» πολλές φορές δε συμβαδίζει με το ανθρώπινο που ταυτίζεται με το ασταθές και προβληματικό, το κτηνώδες και το παράλογο.
Εν μέσω πανδημίας αναγνωρίσαμε ότι είναι ο άνθρωπος – αυτό το τρελό ζώο που ανακάλυψε τη λογική – που επηρεάζεται από το απρόβλεπτο, όχι η μηχανή.
Συνεπακόλουθα, επιβεβαιώθηκε η πεποίθηση περί ανωτερότητας της μηχανής έναντι του ανθρώπου.
Πριν την πανδημία, η ταχύτητα με την οποία συνέβαιναν οι αλλαγές δεν άφηναν πολλά περιθώρια στους ανθρώπους ή στις κοινωνίες να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν. Οι γνώσεις που ήταν αναγκαίες για τον άνθρωπο πριν 20 χρόνια είναι πολύ διαφορετικές από τις γνώσεις που χρειάζονται σήμερα. Παλιότερα, αρκούσε να μάθεις ένα επάγγελμα για να επιβιώσεις. Οι γνώσεις πολλές φορές περνούσαν από τον πατέρα στο γιο. Σήμερα χρειάζεται διαρκής επανεκπαίδευση.
Δεν αλλάζουν μόνο οι τεχνολογίες, αλλά και ο κόσμος μαζί τους, μετατρέποντας όσους δε μπορούν να ακολουθήσουν τις αλλαγές ή να προσαρμοστούν στο διαρκώς μεταλασσόμενο περιβάλλον σε περιττούς.
Ο άνθρωπος, για να επιβιώσει σε ένα ασταθές περιβάλλον που διαρκώς μεταλάσσεται οφείλει διαρκώς να επανακαθορίζεται, να γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικός, ευέλικτος, παραγωγικός, αποδοτικός, διαρκως αναπροσαρμόσιμος: συμβατός με τις ανάγκες μιας παραγωγικής διαδικασίας που επιταχύνει.
Καλείται να λειτουργεί όλο και πιο πολύ σα μια μηχανή.
Ο άνθρωπος, εν τέλει, αξιολογείται ως μηχανή.
Αξιολογείται η λειτουργικότητά του στη βάση των «ορθών» αποφάσεων που καλείται να λάβει μέσα από μία πληθώρα επιλογών που του δίνεται. Η ελευθερία της επιλογής του αποτυπώνει τη συνολική ευθύνη του για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή του.
Προσπαθεί να πλησιάσει την αποδοτικότητα της μηχανής, με κυρίαρχο κριτήριο την ικανότητά επίτευξης υψηλής παραγωγικότητας.
Οι επιλογές μεν πολλαπλασιάζονται, αλλά ταυτόχρονα και οι συνέπειες τους.
Ο άνθρωπος επιλέγει από μία όλο και πιο διευρυνόμενη γκάμα, από καταναλωτικά προϊόντα μέχρι συντρόφους. Ακολουθεί τάσεις.
Αποτυπώνεται στο μυαλό του η αίσθηση ότι για κάθε επιλογή υπάρχει εν δυνάμει μία καλύτερη επιλογή που μπορεί να μην έχει κάνει, έτσι ώστε πάντα η επιλογή που κάνει να μπορεί να είναι λανθασμένη και ποτέ να μην είναι αρκετά ικανοποιημένος.
Κάθε ελεύθερη επιλογή είναι πιθανά μια λάθος επιλογή. Για το λάθος την ευθύνη έχει το άτομο που δεν επέλεξε ορθά. Κάθε αποτυχία είναι ατομική.
Τα συστήματα αξιολόγησης πολλαπλασιάζονται και αναγνωρίζονται από όλους ως όλο και πιο αξιοκρατικά, μέσω της συλλογής και επεξεργασίας μετρήσιμων δεδομένων…
Η ανθρώπινη δραστηριότητα τεμαχίζεται και ποσοτικοποιείται, να βαθμολογηθεί, να αποκτήσει μία αντικειμενική αξία, έναν κοινά αποδεκτό αριθμό, που θα αποτυπώνει την αξιοκρατική αλήθεια, στη βάση του οποίου ο άνθρωπος επιβραβεύεται ή τιμωρείται.
Νέες κατηγορίες δημιουργούνται που θεμελιώνουν νέες αξιολογήσεις και νέες ιεραρχίες. Οι συμπεριφορές και οι επιλογές του ατόμου τον εντάσσουν σε κατηγορίες που τον περιγράφουν ως άνθρωπο και που θα χρησιμοποιηθούν για μελλοντικές προβλέψεις οι οποίες θα αξιοποιηθούν από εταιρείες που επιζητούν την αύξηση της κερδοφορίας τους.
Ο άνθρωπος προσπαθεί να προσεγγίσει τη μηχανή, εν γνώση των βιολογικών περιορισμών του, αναγνωρίζοντας ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά η περιορισμένη, προβληματική φύση του.
Απορρίπτει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του και τους περιορισμούς που αυτά θέτουν στην αποδοτικότητά του και αποδέχεται την ανωτερότητα της μηχανής. Προσπαθεί να την προσεγγίσει.
Σε έναν κόσμο που δεν επιτρέπεται το λάθος, αναζητεί ενισχυτές απόδοσης.
Προσπαθεί να βελτιώσει τους δείκτες αποδοτικότητάς του ώστε να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Όχι καλύτερος άνθρωπος. Καλύτερη μηχανή.
Καλείται να αναζητεί διαρκώς έναν καλύτερο εαυτό. Σα σε ένα σισύφειο βασανιστήριο, η αναζήτηση είναι αδιάκοπη.
Ο καλύτερος εαυτός είναι πιο υγιής, πιο ενεργητικός, είναι αυτός που προβλέπει βασιζόμενος σε αντικειμενικά δεδομένα και λαμβάνει τις ορθές αποφάσεις, που παραμένει θετικός και ανταπεξέρχεται στις δυσκολίες, όπως μία μηχανή παραμένει λειτουργική και δεν επηρεάζεται.
Ο καλύτερος εαυτός μοιάζει περισσότερο με μηχανή, όπως και οι μηχανές οφείλουν όλο και παραπάνω να μοιάζουν με τον άνθρωπο.
Σε έναν τέτοιο μηχανικό κόσμο ουδείς μπορεί να είναι άτυχος. Δεν υπάρχει θέση για το απρόβλεπτο. [88]
Η ατυχία, είναι μία σειρά από λάθος αποφάσεις που βασίζονται σε λάθος δεδομένα που αποτυπώνουν την ευθύνη και την ενοχή του ατόμου.
Αλλά οι μηχανές δεν μπορούν να είναι άτυχες.
Ο μηχανικός κόσμος που ζούμε είναι ένας κόσμος που απελευθερώνεται από τον άνθρωπο που κάνει λάθη. Απελευθερώνεται η λειτουργία, όπως και ο άνθρωπος έχει αποδεχτεί ότι πρέπει να απελευθερωθεί από ανθρώπινες ιδιότητές για να προσεγγίσει την ανώτερη λειτουργικότητα μιας μηχανής.
Ο άνθρωπος κάνει λάθη, ο άνθρωπος προσπαθεί να μοιάσει στη μηχανή και να περιορίσει τα λάθη που κάνει, η μηχανή κάνει λιγότερα.
Η λύση στο πρόβλημα της πανδημίας δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά η απελευθέρωση από τον άνθρωπο για τον οποίο η πανδημία είναι πρόβλημα.
Το πρόβλημα δεν είναι η πανδημία, είναι ο άνθρωπος που επηρεάζεται από την πανδημία.
Το πρόβλημα δεν είναι οι βεβαιότητες, αλλά ο άνθρωπος που επειδή επηρεάζεται τις θέτει υπό αμφισβήτηση.
Το πρόβλημα είναι η ζωή που είναι απρόβλεπτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
88. Vicky Spratt, Has Coronavirus Finally Put A Stop To Toxic Spirituality?, https://www.refinery29.com/en-gb/2020/08/9883905/dangers-of-positive-thinking
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Κορωνοϊός και τεχνολογία, το διπλό κύμα: Ζώντας στην πρώτη πανδημία της εποχής του απελευθερωμένου εαυτού και της εξ αποστάσεως λειτουργίας (1ο μέρος)
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (2ο μέρος): Οι θεωρίες που κερδίζουν έδαφος
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (3ο μέρος): Στην αναζήτηση ενός ασφαλούς καταφυγίου
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (4o μέρος): Φτώχια και πανδημία, δύο φαινόμενα που μοιάζουν
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (5ο μέρος): Από τον κορωνοϊό στον ιό της επιτήρησης
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (6ο μέρος): Η πανδημία στην εποχή του καπιταλισμού της επιτήρησης και της οικονομίας της προσοχής
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (7ο μέρος): Αναζητώντας «νόημα», όλα αυτά που έχουν «πραγματικά σημασία» εν μεσω πανδημίας
- Κορωνοϊός και Τεχνολογία (8ο μέρος): Όταν η πραγματικότητα του κορωνοϊού εντάχθηκε στον όλο αισιοδοξία λόγο της διαφήμισης
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (9ο μέρος): Ο ασφαλής ηρωισμός των ηρώων δίχως επιλογή
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (10ο μέρος): Οι ήρωες της καθημερινότητας εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (11ο μέρος): Η κερδοφόρα έκρηξη της εργασίας από απόσταση και η αυτοματοποίηση ως μέσο διασφάλισης της δημόσιας υγείας
- Κορωνοϊός και τεχνολογία (12ο μέρος): Η μεγάλη συρρίκνωση της ανάγκης για ανθρώπινη εργασία