Της Βασιλικής Σιούτη
Εάν η πολιτική εξουσία επιθυμούσε πραγματικά τη διαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, τότε θα είχε νομοθετήσει και θα είχε δημιουργήσει τους θεσμούς εκείνους που δεν θα επέτρεπαν να μοιραστεί ούτε ένα ευρώ χωρίς διαφάνεια και αξιοκρατία.
ΘΑ ΔΩΣΕΙ ΤΕΛΙΚΑ τη λίστα με τα ΜΜΕ και τα ποσά που πήραν για την καμπάνια ενημέρωσης για τον κορωνοϊό, αλλά μόλις αυτή ολοκληρωθεί, υποστήριξε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας. Μέχρι τότε ωστόσο, αυτό θα είναι ένας κυβερνητικός ισχυρισμός, ο οποίος μένει να επιβεβαιωθεί.
Όσοι γνωρίζουν καλά το τοπίο των ΜΜΕ στην Ελλάδα, ξέρουν πόσο υποκριτικές είναι πολλές από τις πολιτικές δηλώσεις που καταναλώνονται καθημερινά για τα θέματα αυτά και ότι οι περισσότεροι είτε κρύβονται πίσω από το δάχτυλο τους, είτε κοροϊδεύουν κανονικά τον κόσμο που δεν είναι σε θέση να γνωρίζει.
Το 2010, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα γνώρισε μία πρωτοφανή για τα χρόνια της μεταπολίτευσης κρίση εκπροσώπησης, με ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να θεωρεί ότι οι κυβερνήσεις δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της, διασπαθίζουν το δημόσιο χρήμα και είναι βαθιά διεφθαρμένες. Η κρίση αυτή είχε τα γνωστά αποτελέσματα που ακολούθησαν, με την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος, όπως το ξέραμε ως τότε.
Σήμερα, βέβαια, δέκα χρόνια μετά, το πολιτικό σύστημα έχει ανασυνταχθεί, με μόνη βασική διαφορά την αλλαγή ρόλων μεταξύ ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝΑΛ) και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Αυτά τα δέκα χρόνια, θα περίμενε κανείς ότι το πολιτικό προσωπικό που τη γλίτωσε θα είχε πάρει τα μαθήματα του και, έστω για τα προσχήματα, θα φρόντιζε να θεσπίσει κάποιους κανόνες αξιοκρατίας, λογοδοσίας και διαφάνειας. Αλλά όχι, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε από την κυβέρνηση Παπαδήμου, ούτε από την κυβέρνηση Σαμαρά, ούτε από την κυβέρνηση Τσίπρα, ούτε κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Αυτά τα δέκα χρόνια, θα περίμενε κανείς ότι το πολιτικό προσωπικό που τη γλίτωσε θα είχε πάρει τα μαθήματα του και, έστω για τα προσχήματα, θα φρόντιζε να θεσπίσει κάποιους κανόνες αξιοκρατίας, λογοδοσίας και διαφάνειας. Αλλά όχι, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε από την κυβέρνηση Παπαδήμου, ούτε από την κυβέρνηση Σαμαρά, ούτε από την κυβέρνηση Τσίπρα, ούτε κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Όλα αυτά τα χρόνια, το εργαλείο της Διαύγειας, που ήταν σίγουρα κάτι θετικό, αν και φτιάχτηκε εξαρχής λειψό, αποδυναμώθηκε κι άλλο, αντί να ενισχυθεί. Ο έλεγχος του «Πόθεν Έσχες» των πολιτικών έχει καταντήσει μια κοροϊδία. Τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, δέκα χρόνια τώρα, όλοι υπόσχονται ότι θα τον αλλάζουν και όλοι τον αφήνουν άθικτο. Τα οικονομικά των κομμάτων αντί να γίνουν πιο διαφανή περιβάλλονται με μεγαλύτερη αδιαφάνεια (είναι χαρακτηριστικό ότι η υποχρέωση δημοσιοποίησης των εκλογικών δαπανών του 2015 είχε αθετηθεί για χρόνια) και η διαπλοκή αντί να παταχθεί, ενισχύθηκε κι άλλο.
Πριν από τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες,έγιναν προτάσεις στην κυβέρνηση Τσίπρα να δοθεί η δυνατότητα να τις διεκδικήσουν και φορείς δημοσίου συμφέροντος (π.χ. σύμπραξη Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σωματείων, πανεπιστημίων κ.λπ.) ώστε να μην είναι όλες στα χέρια των ισχυρών του κεφαλαίου, αλλά το δίδυμο Τσίπρα-Παππά αρνήθηκε κι έβαλε ως μοναδικό κριτήριο τον πλούτο, που αυτομάτως απέκλειε όλους τους άλλους.
Ενώ λοιπόν υπάρχει πλήρης και απόλυτη αποτυχία μέχρι τώρα στα θέματα διαπλοκής, διαφάνειας και λογοδοσίας, καθώς κανένας δεν θέλησε να ακουμπήσει τα θέματα αυτά, εδώ και λίγες μέρες, με αφορμή την κυβερνητική ενημερωτική καμπάνια για τον κορωνοϊό, συζητάμε το θέμα της διαφάνειας της χρηματοδότησης των ΜΜΕ από τις κυβερνήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, παρότι ο ίδιος όσο ήταν στην κυβέρνηση μοίραζε χρήματα στα φιλικά ΜΜΕ χωρίς καμία διαφάνεια, είπε κάτι πολύ σωστό τώρα. Είπε ότι είναι ζήτημα αυτονόητης λογοδοσίας και δημοκρατίας να δώσει η κυβέρνηση τη λίστα με τα ποσά. Ακριβώς έτσι είναι. Η λογοδοσία των εκπροσώπων της εκτελεστικής εξουσίας, ειδικά όσων διαχειρίζονται δημόσια χρήματα, θα έπρεπε να είναι αυτονόητη. Τα χρήματα από το δημόσιο ταμείο είναι χρήματα των φορολογούμενων Ελλήνων και όσοι τα διαχειρίζονται για λογαριασμό τους, οφείλουν να δίνουν λογαριασμό για κάθε ευρώ. Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν πού πηγαίνουν τα χρήματά τους και οι κυβερνήσεις έχουν την υποχρέωση να τους ενημερώνουν.
Ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση όμως, πείθουν ιδιαίτερα για την ειλικρίνεια και τις καλές τους προθέσεις. Εάν η κυβέρνηση δεν ήθελε να αποφύγει τη λογοδοσία, τότε για ποιον λόγο ανέθεσε επ’ αμοιβή σε μία εταιρεία να μοιράσει τα χρήματα αυτά; Και γιατί δεν εξήγησε από την αρχή με ποια κριτήρια θα γινόταν η διανομή τους; Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση οφείλει να δώσει τη λίστα και θα κριθεί πόσο αξιοκρατικά μοίρασε τα χρήματα αυτά.
Όσο για την αξιωματική αντιπολίτευση, εάν στα αλήθεια θεωρούσε αυτονόητη τη λογοδοσία και τη διαφάνεια, θα έπραττε αναλόγως όσο ήταν στην κυβέρνηση. Αλλά δεν το έκανε. Μέσω των ΔΕΚΟ, της ΕΥΔΑΠ, της ΔΕΗ, των ΕΛΠΕ, καθώς και δημόσιων επιχειρήσεων υπουργείων, φανερών και κρυφών, μοίραζε αφειδώς και με πλήρη έλλειψη διαφάνειας χρήματα του δημόσιου ταμείου. Ποτέ δεν έδωσε στη δημοσιότητα τα ποσά που έδωσε στα ΜΜΕ μέσω κρατικής διαφήμισης.
Σάιτ με εντελώς ασήμαντη επισκεψιμότητα και χωρίς πρωτογενές ειδησεογραφικό περιεχόμενο, που ανήκαν σε δημοσιογράφους με στενούς δεσμούς με τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν γεμάτα διαφημίσεις από ΔΕΚΟ.
Ο κ. Μπενίσης, πρώην διευθυντής της ΕΥΔΑΠ, συνήθιζε να στέλνει στα μέιλ των εργαζομένων τα σχεδόν πανομοιότυπα άρθρα που δημοσιεύονταν σε διάφορα σάιτ και τα οποία επαινούσαν αυτόν και την κυβέρνηση. Και φυσικά ο κ. Μπενίσης όπως και όλοι οι άλλοι επικεφαλής ΔΕΚΟ δεν έδωσαν ποτέ στη δημοσιότητα τη λίστα με τα ΜΜΕ και τα ποσά που τους έδιναν.
Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι ενώ ο προϋπολογισμός για έξοδα προβολής και διαφήμισης το 2015 ήταν στα 794.000 ευρώ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2016 τον αύξησε στα 1.747.000, δηλαδή κατά 120%, όπως έκαναν σε πολλές δημόσιες επιχειρήσεις.
Παρομοίως και η Περιφέρεια Αττικής της κ. Δούρου απέφυγε να δώσει στη δημοσιότητα τα έξοδα προβολής και διαφήμισης όλα αυτά τα χρόνια. Η οικονομική διαχείριση ήταν απολύτως αδιαφανής. Από σπόντα είχε αποκαλυφθεί κάποια στιγμή ότι η υπεύθυνη ενός πολύ μικρού σάιτ που εγκωμίαζε σχεδόν καθημερινά τη Ρένα Δούρου και τον Νίκο Παππά, πληρωνόταν από την Περιφέρεια Αττικής.
Τελευταία έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση Τσίπρα και ο Νίκος Παππάς είχαν δώσει χρήματα σε κάποια ΜΜΕ –άγνωστο με ποια κριτήρια– για να αναδείξουν την Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό δεν είχε ανακοινωθεί ποτέ και δεν το γνώριζε κανείς, πλην εκείνων που πήραν τα χρήματα. Το σίγουρο είναι ότι δεν έδωσαν σε όλα τα ΜΜΕ, αλλά σε κάποια.
Επίσης, χρήματα στον τύπο είχε ανακοινώσει ότι θα έδινε και ο Νίκος Παππάς, μερικούς μήνες πριν από τις εκλογές, αλλά χωρίς κάποιο λόγο, όπως ήταν η ενημέρωση για τον κορωνοϊό, απλά για την ενίσχυσή τους. Και τότε υπήρχαν κάποιες αντιδράσεις αλλά επειδή η κυβέρνηση στο μεταξύ έχασε τις εκλογές, αυτό σταμάτησε.
Εάν η πολιτική εξουσία επιθυμούσε πραγματικά τη διαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, τότε θα είχε νομοθετήσει και θα είχε δημιουργήσει τους θεσμούς εκείνους που δεν θα επέτρεπαν να μοιραστεί ούτε ένα ευρώ χωρίς διαφάνεια και αξιοκρατία. Αλλά δεν το κάνουν. Γιατί δεν το κάνουν; Δεν τους εμποδίζει κανείς πάντως, εκτός από τους ίδιους.
Το θέμα δεν είναι να διαμαρτύρονται υποκριτικά οι πολιτικοί κάθε φορά που στην κυβέρνηση είναι άλλος. Το θέμα είναι κάθε κυβέρνηση που θα αναλαμβάνει να μην έχει καν τη δυνατότητα να μοιράζει χρήματα αδιαφανώς.