
Του Αργύρη Αργυριάδη
Δικηγόρου
Η εξεταστική επιτροπή της Βουλής για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ μπορεί να μην παρουσιάσει στο τέλος κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, αλλά ήδη προσφέρει τόσο επιμορφωτικό όσο και ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Ο τελευταίος διαμορφώνεται από τις απαντήσεις που δίνουν οι εξεταζόμενοι μάρτυρες, αλλά και από τον τρόπο που κάνουν – ή προσποιούνται ότι κάνουν – τις ερωτήσεις κάποιοι εκ των εξεταστών – βουλευτών. Ο επιμορφωτικός περιλαμβάνει την οδηγική συμπεριφορά και τις αυτοκινητικές προτιμήσεις κάποιων υπόπτων – μεγαλοαγροτών που έπιασαν στασίδι όχι μόνον στα έδρανα της εξεταστικής, αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μέχρι στιγμής ξεχωρίζουν οι Ferrari και οι Porsche…
Στο επιμορφωτικό πλαίσιο εντάσσεται και η συζήτηση για το «δικαίωμα σιωπής» που ακούσαμε πλειστάκις με βαριά κρητική προφορά. Πολλοί μπορεί να γελάσαμε ή να χαρήκαμε από τις επάλληλες ερωτήσεις συγκεκριμένης ιεροεξετάστριας βουλευτή, αλλά λίγοι συνειδητοποιούσαν ότι μέσα στη βουλή παραβιάζονταν κατάφωρα ο νόμος. Τόσο από αυτούς που ρωτούσαν (γιατί μολονότι έγκριτοι νομομαθείς και «δικαιωματιστές» προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν αποδεικτικά σε βάρος του εξεταζομένου – υπόπτου τη «δήλωση σιωπής», μολονότι αποτελεί ενάσκηση υπερασπιστικού δικαιώματος) όσο και από εκείνους που προσποιούνταν ότι απαντούν ή επικαλούνται νόμιμα δικαιώματά τους.
Τι είναι εντέλει το «δικαίωμα σιωπής» και που αυτό προβλέπεται; Είναι μόνον Ελληνική «εφεύρεση» ή απαντάται παντού στον κόσμο; Η αλήθεια είναι ότι σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου παρέχονται τόσο στους υπόπτους τέλεσης πράξεων όσο και στους κατηγορουμένους (δηλαδή σε όσους έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για συγκεκριμένο αδίκημα) δύο δικαιώματα τα οποία αλληλοπλέκονται αλλά διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Το δικαίωμα σιωπής δηλαδή το δικαίωμα να μην καταθέσουν για όσα εξετάζονται και το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης (κατοχυρωμένα τόσο στο ευρωενωσιακό δίκαιο όσο και στο Ελληνικό Σύνταγμα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Το δικαίωμα της σιωπής σχετίζεται με τις δηλώσεις του κατηγορουμένου έναντι των εξεταστών του, ενώ το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση εκτείνεται σε κάθε αποδεικτικό μέσο, το οποίο μπορεί να περιέχει επιβαρυντικά στοιχεία (π.χ. έγγραφο). Το δικαίωμα στη σιωπή συνδέεται με την ελευθερία κατάθεσης και επιτρέπει στον κατηγορούμενο να αρνηθεί να καταθέσει περιστατικά που αφορούν την κατηγορία, ακόμη και αν αυτά ελαφρύνουν τη θέση του. Τούτο ουδόλως σημαίνει ότι έχει δικαίωμα να μην προσέλθει καθόλου για να εξεταστεί ή απολογηθεί, μολονότι έχει κληθεί αρμοδίως. Οφείλει να εμφανιστεί και να επικαλεστεί το συγκεκριμένο δικαίωμα ειδάλλως διαπράττει άλλα αδικήματα (απείθεια κλπ). Λόγω αυτής της αναγκαιότητας παρακολουθούμε ποικίλους μεγαλοσχήμονες που ρέπουν στον κουτσαβακισμό και ρεβανσισμό να ευτελίζονται σε πανελλήνια μετάδοση.
Η συγκεκριμένη υπόθεση μπορούσε να παραμείνει μέσα σε ένα ασφυκτικό νομικό – δικαιοκρατικό πλαίσιο; Θα έπρεπε σε επίπεδο διαδικασίας (κάτι που δεν τηρήθηκε, όπως αναφέραμε ανωτέρω), αλλά όχι πολιτικής κριτικής. Τα εξεταζόμενα πρόσωπα – τα περισσότερα εξ αυτών – ήταν «δημόσια πρόσωπα», γνωστά στις τοπικές κοινωνίες και στο αγροτοσυνδικαλιστικό οικοσύστημα πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο. Οφείλουν όχι μόνον να ανεχθούν τη βάσανο της δημόσιας κριτικής, αλλά να δώσουν και πειστικές απαντήσεις. Όχι μόνον να διαρρέουν απειλές για πόσους θα «πάρουν μαζί τους» στην πολιτική καταστροφή. Άλλωστε, οι υποβόσκουσες απειλές δεν προσιδιάζουν στην περιλάλητη «γκαγκστερική ομερτά». Μάλλον τη σιωπή των αμνών θυμίζουν. Άντε και λίγο βέλασμα…



