της Αγγελικής Μήλιου, βιολόγος, medlabnews.gr
Εδώ και χιλιάδες χρόνια η ελιά και ο καρπός της «ζει» στην περιοχή της Μεσογείου. Το πολύτιμο αυτό δώρο της φύσης είναι μια ζωντανή κληρονομιά, που συνδέεται με πολλούς τομείς της ζωής μας. Το ελαιόλαδο τρέφει, συντηρεί, προστατεύει, τονώνει, θεραπεύει, εμπνέει. Αξίζει λοιπόν να το γνωρίσουμε και να μάθουμε την ανεκτίμητη αξία του για τη διατροφή, την υγεία, τον πολιτισμό μας.
Τα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης ελαιόλαδου θεωρούνται ξεχωριστό χαρακτηριστικό της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής. Για αιώνες, το ελαιόλαδο είναι στην Ελλάδα και άλλες μεσογειακές χώρες γνωστό για τις θεραπευτικές και θρεπτικές ιδιότητές του. Η χρήση του ελαιόλαδου επεκτείνεται τώρα πέρα από την περιοχή της Μεσογείου. Δεν έχει προστατευτική επίδραση μόνο κατά του καρκίνου, ειδικά του εντέρου, του ορθού και του μαστού, αλλά μειώνει σημαντικά τη θνησιμότητα από τις καρδιακές παθήσεις, λόγω των υψηλών επιπέδων του σε λιπαρά οξέα και πολυφαινολικες ενώσεις.
Οι διαφορετικές χώρες και περιοχές στη λεκάνη της Μεσογείου έχουν τις διατροφικές παραδόσεις τους, αλλά σε όλες τους το ελαιόλαδο καταλαμβάνει μια σημαντική θέση. Από μια άποψη, το ελαιόλαδο είναι σημαντικό, όχι μόνο επειδή έχει τόσες ευεργετικές ιδιότητες, αλλά και επειδή διευκολύνει την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων λαχανικών και οσπρίων υπό μορφή ακατέργαστων σαλατών και μαγειρεμένων τροφίμων.
Στην Ιταλία και την Ισπανία όπου το ελαιόλαδο είναι βασικό είδος στη διατροφή, η εμφάνιση του καρκίνου του μαστού είναι χαμηλότερη από αυτή στη Βόρεια Αμερική και τη Βόρεια Ευρώπη. Οι Ελληνίδες, που καταναλώνουν περίπου 42% της θερμιδικής τους ενέργειας ως λίπος, κυρίως από το ελαιόλαδο, έχουν χαμηλότερα ποσοστά καρκίνου του μαστού από τις γυναίκες στις ΗΠΑ, των οποίων η πρόσληψη ενέργειας από το λίπος είναι περίπου 35%.
Το ελαιόλαδο μπορεί να καταναλωθεί σαν φυσικό ανεπεξέργαστο προϊόν , γνωστό σαν έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, ή σαν ραφιναρισμένο προϊόν.
Το παρθένο ελαιόλαδο και το ραφιναρισμένο ελαιόλαδο, διαφέρουν λίγο στη σύνθεση. Το μονοακορεστο ελαϊκό οξύ (C18 : 1) είναι το κύριο συστατικό, αλλά υπάρχουν θρεπτικά σχετικές συνεισφορές από το κορεσμένο παλμιτικό οξύ (C16 : 0) και το απαραίτητο πολυακόρεστο λινελαϊκό οξύ (C18 : 2 ), ενώ μόνο ένα μικρό ποσοστό λινολενικού οξέος (C18 : 3 ) είναι παρόν. Το ποσοστό του λινελαϊκού οξέος, που είναι ειδικά επιρρεπής σε ανεπιθύμητη οξείδωση από διάφορες διαδικασίες, τείνει να είναι υψηλότερο στα ελαιόλαδα από τις νοτιότερες και θερμότερες περιοχές της Μεσογείου έναντι των ελαιόλαδων από άλλες περιοχές.
Προφίλ λιπαρών οξέων για τρεις τύπους ελαιόλαδων:
Λιπαρά Οξέα σαν % των
Λιπαρά Οξέα συνολικών λιπαρών οξέων
Oλεικο (C18:1) 63.0–83.0
Παλμιτικο (C16:0) 7.0–17.0
Λινολεικο (C18:2) Μέγιστο, 13.5
Στεατικό (C18:0) 1.5–4.0
Παλμιτολεικο(C16:1) 0.3–3.0
Λινολενικο (C18:3) Μέγιστο, 1.5
Άλλα Μέγιστο, 3.0
Μελέτες έχουν δείξει ότι οι ελιές και το ελαιόλαδο περιέχουν άφθονα αντιοξειδωτικα. Οι ελιές περιέχουν μέχρι 16 g/kg υδροξυτυροσολης, τυροσολης και τα φαινυλικά προπιονικά οξέα. Το ελαιόλαδο, και ιδιαίτερα το παρθένο, περιέχει τα μικρότερα ποσοστά υδροξυτυροσολης και τυροσολης, αλλά περιέχει άφθονες λιγνανες.
Η τυροσόλη (Τ) και η υδροξυ-τυροσόλη (ΗΤ), δύο από τα πλέον μελετημένα φαινολικά συστατικά του ελαιολάδου, απορροφούνται από τον οργανισμό με δοσο-εξαρτούμενο τρόπο (5), ακόμα και κατόπιν μέτριας κατανάλωσης (25ml ημερισίως).
Και οι ελιές και το ελαιόλαδο περιέχουν μικρότερα ποσοστά άλλων ενώσεων που είναι αντικαρκινικές καθώς επίσης και το ανθεκτικό στην υπεροξείδωση, ελαϊκό οξύ. Είναι πιθανό ότι η κατανάλωση ελιών και ελαιόλαδου στη νότια Ευρώπη να αντιπροσωπεύει τα ευεργετικά αποτελέσματα στην υγεία της μεσογειακής διατροφής. Έρευνες σε πειραματόζωα και in vitro μελέτες προτείνουν ότι οι φαινόλες του ελαιόλαδου είναι αποτελεσματικά αντιοξειδωτικές.
Οι σημαντικότερες φαινολικές ενώσεις που προσδιορίζονται και που ποσολογούνται στο ελαιόλαδο ανήκουν στις απλές φαινόλες και τις λιγνανες. Και οι δυο κατηγορίες έχουν ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Η μεγάλη κατανάλωση έξτρα- παρθένου ελαιόλαδου, που είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε αυτά τα φαινολικά αντιοξειδωτικα, προσφέρει ιδιαίτερη προστασία ενάντια στον καρκίνο (μαστού, δέρματος), τις στεφανιαίες καρδιακές παθήσεις, και τη γήρανση με την παρεμπόδιση του οξειδωτικού στρες.
Αυτήν την περίοδο υπάρχουν αυξανόμενα στοιχεία ότι τα αντιδραστικά είδη οξυγόνου περιλαμβάνονται στην αιτιολογία των νεοπλασμάτων σχετικών με την παχυσαρκία, όπως ο καρκίνος του μαστού. Ένας πιθανός μηχανισμός είναι ότι μια υψηλή πρόσληψη ωμέγα-6 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων που είναι ειδικά επιρρεπής σε υπεροξείδωση λιπιδίων που αρχίζει και που διαδίδεται από τα αντιδραστικά είδη οξυγόνου, οδηγεί στο σχηματισμό των ιδιαίτερα υπέρ-μεταλλαξιογονικών συμπλεγμάτων DNA.
Οι λιγνανες αποτελούν μια σημαντική συμβολή στο φαινολικό μέρος του ελαιόλαδου και επομένως μπορεί να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στην υγεία προωθώντας τα αποτελέσματα της μεσογειακής διατροφής. Οι λιγνανες είναι ένας τύπος φυτό-οιστρογόνων. Πέπτονται στο παχύ έντερο και μετατρέπονται σε ενώσεις που θεωρούνται ότι δρουν προστατευτικά ενάντια στον καρκίνο.( εντεροδιολολιγνανες και εντερολακτονολιγνανες). Το ενδιαφέρον για τις λιγνανες ως πιθανός χημειοπροστατευτικος παράγοντας άρχισε πριν από 20 χρόνια όταν ανακαλύφθηκε ότι ορισμένες κατηγορίες θα μπορούσαν να αναγνωριστούν και να ποσολογηθουν σε βιολογικό υλικό, ειδικά στα ανθρώπινα ούρα.
Τα τρόφιμα που περιέχουν υψηλά ποσοστά λιγνανων έχουν βρεθεί να είναι προστατευτικά κατά του καρκίνου του μαστού. Η κατανάλωση λιναρόσπορου, μια συγκεντρωμένη πηγή λιγνανων, έχει αποδειχθεί να εμποδίζει τη προώθηση όγκων στο μαστό και την ανάπτυξη των πρόωρων δεικτών της καρκινογένεσης στο μαστό. Επίσης έχει αποδειχθεί ότι η συγκέντρωση των λιγνανων στα ούρα των ασθενών με καρκίνο μαστού είναι χαμηλότερη απότι στα ούρα των παμφάγων και χορτοφάγων γυναικών και των γυναικών με χαμηλό κίνδυνο του καρκίνου του μαστού. Οι λιγνανες είναι επίσης ισχυρά αντιοξειδωτικα in vitro και εμποδίζουν την υπεροξείδωση λιπιδίων in vivo.
Σε μια μελέτη για τη σχέση μεταξύ της περιεκτικότητας σε λιπαρά οξέα του λιπώδης ιστού και του καρκίνου του μαστού, μια ισχυρή αντίστροφη σχέση βρέθηκε μεταξύ των αποθηκών του ελαϊκού οξέος και του καρκίνου του μαστού στις Ισπανίδες. Τα προστατευτικά αποτελέσματα μιας υψηλής πρόσληψης σε λιπαρά οξέα που προέρχονται κυρίως από το ελαιόλαδο και μια χαμηλή πρόσληψη των ω – 6 λιπαρών οξέων φάνηκε σε πειραματόζωα, στα οποία ο Takeshita, διαπίστωσε ότι η επίπτωση των αδενοκαρκινωμάτων του κόλον στα ποντίκια και των όγκων μαστού στους αρουραίους ήταν σημαντικά υψηλότερα στα ζώα που ακολούθησαν μια διατροφή πλούσια σε λινελαϊκό οξύ απότι στα ζώα που ακολούθησαν μια διατροφή που εμπλουτίστηκε με το ελαϊκό οξύ ή μια χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά διατροφή.
Συμπερασματικά, θα συγκρατήσουμε ότι το ελαιόλαδο, όταν καταναλώνεται με μέτρο, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμο για την υγείας μας ιδιαίτερα για την καρδία, τα αγγεία και για την καταπολέμηση του καρκίνου και της γήρανσης.