Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Τα νούμερα του Κασσελάκη στα γκάλοπ είναι ασύλληπτα χαμηλά, για οποιονδήποτε φρεσκοεκλεγμένο αρχηγό και για οποιονδήποτε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και η πραγματικότητα είναι ότι ο Κασσελάκης ενθουσίασε ξανά την ίδια θορυβώδη μειοψηφία που πίστευε ότι μπορεί να ασκήσει πολιτική υποκαθιστώντας την στρατηγική με απολίτικα συνθήματα
Ολες οι δημοσκοπήσεις που έγιναν μετά την εκλογή Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν στα ευρήματα. Τη στιγμή που η κυβέρνηση εμφανίζει μεγάλη φθορά –που προσεγγίζει τις 10 μονάδες– σε αυτό το πρώτο τρίμηνο της δεύτερης θητείας της, η αξιωματική αντιπολίτευση παραμένει καθηλωμένη ανάμεσα στο 13% και στο 14%.
Το εύρημα δεν μοιάζει λογικό. Πέρασε ένα καλοκαίρι κατά το οποίο, με τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επλήγη βαρύτατα στο βασικό της αφήγημα που είναι η διαχειριστική της ικανότητα.
Παράλληλα, τον περασμένο μήνα, οι εσωκομματικές εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ειδικά η εμφάνιση του νέου προέδρου του, μονοπώλησαν σχεδόν επικοινωνιακά την επικαιρότητα.
Και όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν κερδίζει κάτι από τη φθορά της ΝΔ, αλλά επιπλέον εμφανίζεται να χάνει σχεδόν το 20% των ψηφοφόρων που του είχαν απομείνει τον Ιούνιο –αν κοιτάξουμε στον Μάιο, οι απώλειες αγγίζουν τον έναν στους τρεις ψηφοφόρους. Κάτι μοιάζει να πήγε πολύ λάθος.
Οι υποστηρικτές του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ σπεύδουν ήδη να τονίσουν ότι δεν πρέπει να σπουδαιολογούμε το εύρημα. Ο Στέφανος Κασσελάκης μόλις ανέλαβε, πρέπει να μάθει και να τον μάθουμε, να πάρει μπροστά και ούτω καθ’ εξής. Θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο. Σωστό; Λάθος. Γιατί η αντίληψη αυτή είναι στατική και κυρίως εντελώς αντιφατική με όσα παρουσιάστηκαν ως βασικά ατού της υποψηφιότητας Κασσελάκη.
Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά. Ούτε δύο χρόνια πριν, το ΠΑΣΟΚ εμφάνιζε υπερδιπλασιασμό των ποσοστών πριν ακόμα ολοκληρωθούν οι εσωκομματικές διαδικασίες του, δηλαδή όταν ακόμα κανείς δεν γνώριζε αν στο τιμόνι του θα βρεθεί ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο Ανδρέας Λοβέρδος ή ξανά ο Γιώργος Παπανδρέου.
Όταν τελικά ο σημερινός του πρόεδρος εκλέχθηκε, τα ποσοστά του τσίμπησαν κάτι ακόμα -και ένα μεγάλο μέρος από αυτή την άνοδο εκφράστηκε τελικά και στην κάλπη.
Αντίθετα, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ τα ποσοστά παρέμειναν καθηλωμένα τόσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας όσο και μετά την εκλογή Κασσελάκη. Μάλιστα, παρά τις περί του αντιθέτου κραυγές των τρολ που κληρονόμησε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ από τον Πολάκη και τον μηχανισμό του, τα στοιχεία δείχνουν ότι η εκλογή του δεν μετακίνησε τη βελόνα στο ελάχιστο.
Και ας είμαστε ειλικρινείς: αν τα μέλη και οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ ήθελαν έναν πρόεδρο που με τον καιρό θα έπειθε για το σχέδιό του, θα τον μάθαιναν, θα τον άκουγαν και θα τον εκτιμούσαν, αν ήθελαν δηλαδή έναν βραδυφλεγή πρόεδρο, είχαν πολύ καλύτερους από τον Κασσελάκη. Και ανάμεσα στους υποψήφιους, αλλά και ανάμεσα σε εκείνους που επέλεξαν να μη δοκιμάσουν την τύχη τους.
Αν εξέλεξαν τον Κασσελάκη, έναν άνθρωπο χωρίς κανένα παρελθόν, με παντελώς άγνωστες, ασαφείς και αντιφατικές θέσεις και επικοινωνιακή ευμορφία, είναι γιατί τον φαντάστηκαν ως μια εμπροσθοβαρή επιλογή, που θα ανατάρασσε άμεσα τα λιμνάζοντα νερά του κόμματος που μετρά έξι συνεχόμενες εκλογικές ήττες.
Αν την επομένη της εκλογής του ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στα ποσοστά που θα βρισκόταν με οποιονδήποτε άλλον, αυτό σημαίνει ότι η υπόθεση στη βάση της οποίας εκλέχτηκε ήταν λάθος.
Μάλιστα, η υπόθεση θα έχει αποδειχθεί λάθος ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που ο νέος πρόεδρος ανεβάσει τα ποσοστά του στην πορεία. Σε αυτή την περίπτωση, αυτό θα έχει γίνει παρά την εκτίμηση της βάσης που τον ψήφισε και όχι χάρη σε αυτήν.
Οι ψηφοφόροι και οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ –αν υποθέσουμε ότι μπορούν να ιδωθούν ως ένα ενιαίο σώμα- πρέπει να σκεφτούν σε τι έπεσαν έξω ξανά όταν μετρούσαν τις κοινωνικές διαθέσεις.
Η αλλοπρόσαλλη αντιπολίτευση
Μετά τη διπλή συντριβή του Μάη και του Ιούνη, στον ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκαν δύο σαφώς διαχωρισμένες τάσεις. Η μία βεβαίωνε ότι ο Αλέξης Τσίπρας υπονομεύτηκε από μέσα και αυτό οδήγησε στην ήττα. Η άλλη σιωπούσε, φοβούμενη μη δικαιώσει την πρώτη.
Το αποτέλεσμα: καμία ουσιαστική κριτική δεν υπήρξε στον αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε αντιπολίτευση επί τέσσερα χρόνια.
Το καρναβάλι που άρχισε να κτίζεται από την επομένη της επικράτησης Μητσοτάκη και βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις οφθαλμαπάτες που γεννούν τα κοινωνικά δίκτυα, μπήκε στη διαδικασία να επιβεβαιώσει τον εαυτό του.
Ένας θόρυβος ενίοτε υπερβολικός αλλά πάντα βαθιά απολίτικος και ανερμάτιστος, περιχαρακωμένος στον εαυτό του, τον οποίον αντιλαμβανόταν ως ηχώ της κοινωνίας, μεταφέρθηκε ως είχε στην εσωκομματική κάλπη.
Με τον ίδιο τρόπο που τον Μάιο και τον Ιούνιο προκάλεσε την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και διευκόλυνε την νίκη του Μητσοτάκη, στις 24 Σεπτεμβρίου ανέδειξε ως αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάποιον του οποίου η θετική δημοτικότητα υπολείπεται του 20% στις κοινωνικές ομάδες που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και επιλέγεται ως καταλληλότερος πρωθυπουργός από το 7% όσων απαντούν σε μετρήσεις.
Τα νούμερα είναι ασύλληπτα χαμηλά, για οποιονδήποτε φρεσκοεκλεγμένο αρχηγό και για οποιονδήποτε πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε οποιαδήποτε στιγμή της θητείας του.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο Κασσελάκης ενθουσίασε ξανά την ίδια θορυβώδη μειοψηφία που πίστευε ότι μπορεί να ασκήσει πολιτική υποκαθιστώντας την στρατηγική με απολίτικα συνθήματα. Ανάμεσα σε αυτούς, ακόμα θα βρει κανείς κάποιους που δηλώνουν εκστασιασμένοι με τον νέο χαρισματικό (sic) πρόεδρο. Πέρα από εκεί, δύσκολα.
Το 1996, όταν οι εκλέκτορες της ΝΔ επανεξέλεξαν πρόεδρό της τον Μιλτιάδη Έβερτ έναντι του Γιώργου Σουφλιά, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε κάνει μια ευφυή δήλωση:
«Αυτό το σώμα εξέλεξε τον κ. Έβερτ», είπε. «Αλλά τα κόμματα χρειάζονται και ψηφοφόρους».
Στον ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα είναι ακόμα βαθύτερο: γιατί το σώμα που εξέλεξε τον Στ. Κασσελάκη είναι μεγαλύτερο και γιατί, εκτός από τους ψηφοφόρους, τού λείπει εδώ και καιρό ο οποιοσδήποτε πολιτικός προσανατολισμός.
Στον ΣΥΡΙΖΑ απομακρύνθηκαν από το ταμείο και ακόμα δεν είναι βέβαιο ότι έχουν καταλάβει το λάθος. Είναι ερώτημα αν η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Και από την απάντηση κρίνεται επίσης το αν η κυβέρνηση θα κυβερνά ανεξέλεγκτη και η ακροδεξιά θα αντιπολιτεύεται σε ανοικτή λεωφόρο.