Του Δημήτρη Κ. Τυραϊδή *
Παίρνω σχεδόν καθημερινά από το χέρι τον μικρό μου εγγονό και τον πηγαίνω στο πάρκο να παίξει με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, αλλά από τις πρώτες επισκέψεις μου στον παραπάνω χώρο δεν άργησα να επισημάνω το πρόβλημα που φέρνει το παιδί σε δύσκολη θέση. Ποιο είναι αυτό θα το μάθουμε στις επόμενες αράδες.
Στο πάρκο, όπως είναι φυσικό κι αναμενόμενο συναντάει και πολλά παιδάκια από διάφορες χώρες, π.χ. Αλβανία, Βουλγαρία, κ.τ.λ. που άλλα έχουν γεννηθεί εδώ από τους μετανάστες γονιούς τους και άλλα ήρθαν από πολύ μικρά στην δεύτερη πατρίδα τους κι ευνόητο είναι να μιλάνε τη γλώσσα της πατρίδας τους, ειδικότερα τα μεγαλύτερα που με αυτήν έμαθαν τις πρώτες λέξεις.
Πάει λοιπόν ο μικρός να παίξει με τον άλλο συνομήλικό του και δεν μπορούνε να συνεννοηθούνε. Αλλιώς το λένε το παιχνίδι ‘’κρυφτό’’ τα παιδιά από άλλες πατρίδες και ‘’κρυφτό’’ το λέει ο εγγονός μου κ.ο.κ. με αποτέλεσμα να απομακρύνεται το ένα παιδί από το άλλο εφόσον δεν μπορούν να συνεννοηθούν και ψάχνουν να βρουν παιδιά που γνωρίζουν τη γλώσσα τους ώσπου κάποια στιγμή χωρίζονται σε παρέες, της πατρίδας που γεννήθηκαν και την ξέρουν καλά τη γλώσσα που οι γονείς τους τους μιλάνε στα σπίτια τους. Όλοι το ξέρουμε ότι είναι πολύ δύσκολο να σταματήσεις να μιλάς τη γλώσσα που με αυτήν γαλουχήθηκες και πάνω απ’ όλα ποιος είναι εκείνος που απαρνιέται τη γλώσσα της γενέτειρας πατρίδας του; Κανένας.
Με αυτό το μπέρδεμα των γλωσσών, που τα παιδιά καλούνται να ξεμπερδέψουν, εγώ πιστεύω ότι έρχονται σε πολύ δύσκολη θέση. Πηγαίνοντας δε στο όποιοσχολείο, νήπιο, δημοτικό κ.τ.λ. είναι υποχρεωμένοι να μιλάνε, τουλάχιστον την ώρα του μαθήματος, τη γλώσσα της πατρίδας που τα φιλοξενεί.
Τώρα δεν είναι λίγες οι φορές που άκουσα από μικρά παιδιά που δεν μπορούν να συνεννοηθούν με προσφυγόπουλα να εκφράζονται και να τους φέρνονται πού άσχημα λέγοντας τους λέξεις που δεν μπορώ να τις γράψω. Ένα μικρό παιδί μάλιστα, δεν θα ήταν πάνω από εφτά χρονών, για να αποφύγει τους χλευασμούς των άλλων τους λέει με πόνο ψυχής ‘’εγώ εδώ γεννήθηκα’’ και όταν τα άκουσα αυτά τα λόγια, γιατί προσπαθούσα να τους πείσω τους άλλους να κατανοήσουν ότι και τα προσφυγόπουλα τα ίδια δικαιώματα έχουν με αυτούς, λίγο έλειψε να δακρύσω. Οι άλλοι βέβαια είχαν το αβαντάζ της έδρας τους κι έπαιζαν με άλλον αέρα το παιχνίδι τους.
Καταλαβαίνουμε ότι για να αφήσουν την πατρίδα τους οι μετανάστες δεν παίρνουν των ομματιών τους χωρίς λόγο. Άλλωστε, εμείς οι Έλληνες έχουμε μεγάλη πείρα στον τομέα της μετανάστευσης. Γνωρίζουν όμως, ή πρέπει να ξέρουν πριν αποφασίζουν να μεταναστεύσουν σε άλλες πατρίδες, ότι θα έρθουν αντιμέτωποι με τη γλώσσα που θα πρέπει να συνεννοούνται είτε για εύρεση εργασίας είτε για διάφορες άλλες δραστηριότητες και οφείλουν να ευθυγραμμιστούν με αυτό το πρόβλημα για γρήγορη μάθηση της γλώσσας της πατρίδας που τους φιλοξενεί. Βέβαια, δεν έχω αποδείξεις ότι πράττουν οι άνθρωποι το αντίθετο, αλλά έχω ακούσει όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε μετανάστες ότι και στη δουλειά τους ακόμα μιλάνε τη δική τους γλώσσα ξεχνώντας ότι βρίσκονται σε άλλη πατρίδα που αυτοί επέλεξαν να εγκατασταθούν.
Τώρα θα με ρωτήσετε που βρίσκω το κακό και το σχολιάζω. Δεν είναι δύσκολο να σας απαντήσω στο ερώτημα σας αυτό. Όταν π.χ. δουλεύουν δύο ή τρεις ομοεθνής στην συγκομιδή των ελιών ο ιδιοκτήτης που δεν καταλαβαίνει τι λένε του προκαλούν ίσως και ανησυχία μήπως λένε κάτι εις βάρος του. Ευνόητο δεν είναι να αισθάνεται άβολα; Το ίδιο πρόβλημα δημιουργείται και στις πλατείες, στις παιδικές χαρές κ.τ.λ. με αποτέλεσμα να γεννιούνται αμφιβολίες για τα όσα ακούνε και δεν τα καταλαβαίνουν π.χ. οι Έλληνες. Με δύο λόγια, ο άνθρωπος πρώτα βάζει τι κακό στο νου του κι όχι ο καλό.
Τι γίνεται λοιπόν με τον παραπάνω τρόπο συνάντησης; Ο τρόπος αυτός απομακρύνει περισσότερο τον Έλληνα από τον μετανάστη μέχρι το σημείο να αποφεύγουν να μιλάνε κι ας μένουν στην ίδια πολυκατοικία ή τη γειτονιά. Και αυτό είναι πολύ κακό, αυτό πιστεύω εγώ.
Τώρα θα με ρωτήσετε πάλι, τι πρέπει να ακολουθήσουμε για να αποφύγουμε την απομάκρυνση του ενός από τον άλλον. Δεν είναι τίποτα άλλο από την κατανόηση και την φιλική προσπάθεια κι από τις δύο πλευρές. Και καλά για τους μεγαλύτερους μετανάστες ίσως να μην το θεωρούμε μεγάλο πρόβλημα και σκόπιμα προτιμούν την απομάκρυνση από τους ανθρώπους που κάθε μέρα έρχονται σε επαφή,δηλαδή τους Έλληνες, που η πατρίδα τους τους φιλοξενεί. Δικαίωμά τους είναι να κάνουν αυτό που νομίζουν ότι τους ευνοεί περισσότερο. Πρέπει όμως, αν επιλέξουν αυτόν τον τρόπο, να μην τους προκαλούν απορίες. Αν δεν σέβονται δεν θα κερδίσουν απολύτως τίποτα, αντίθετα θα έρχονται συνέχεια σε προστριβές. Θα προκαλούν υποψίες και κάποια μέρα θα απομακρυνθούν από το σύνολο των ανθρώπων που στην πατρίδα τους δραστηριοποιούνται.
Τα παιδιά όμως;Τι γίνεται με τα παιδιά;Δεν χωρίζονται τυχαία σε ομάδες, έτσι στα καλά καθούμενα. Όταν εμείς οι μεγαλύτεροι σπείρουμε το μίσος στο περιβόλι της ψυχής τους σίγουρα δεν θα θερίσουμε τριαντάφυλλα. Παλιούρια θα θερίσουμε. Από κάπου λοιπόν αντλούν το μίσος που φωλιάζει μέσα τους όχι μόνο για τους μετανάστες αλλά και για τους γειτόνους τους και τα γειτονάκια τους. Σεβασμός λοιπόν ένθεν και ένθεν γιατί το μίσος γεννάει οργή και η οργή γεννά πόνο στην ψυχή που πολλές φορές είναι αφόρητος όπως διαπίστωσα στο πάρκο με τον μικρό μετανάστη που στην αρχή του σημερινού μου άρθρου αναφέρω.
Τέλος, θα σας πω κάτι που ίσως σε πολλούς να μην έχει περάσει από το νου τους. Τα παιδιά κύριοι που μεταναστεύουν μαζί με τους γονείς τους σε άλλες πατρίδες από την πατρίδα τους, θέλουν δε θέλουν, στο πέλαος της ζωής που καλούνται να διασχίσουν σίγουρα θα συναντήσουν στο ταξίδι τους συμπληγάδες. Εμείς όμως οι μεγαλύτεροι έχουμε χρέος να τα βοηθήσουμε ώστε να το διασχίσουν δίχως να τραυματίσουν την ψυχή τους, γιατί όποιο και αν είναι το τραύμα τους, μικρό ή μεγάλο, ακόμα και να θρέψει στο πέρασμα του χρόνου το σημάδι του θα παραμείνει για όλη τους τη ζωή.
* συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων