Η ιστορία γράφτηκε από τους αδελφούς Γκριμ, Τζάκομπ (1785-1863) και Βίλελμ (1786-1859), και εκτείνεται σε μόλις μία παράγραφο. Ο καταλληλότερος τρόπος για να τη διαβάσετε στο παιδί σας είναι με μουσική υπόκρουση κάποιο ρέκβιεμ, με αναμμένα κεριά, φορώντας του μαύρο κρινολίνο.
Ιδού πως έχει η ιστορία που όλοι πρέπει να διαβάσουν στα παιδιά τους, εάν και εφόσον θέλουν να τα οδηγήσουν πρόωρα σε κάποιο παιδοψυχιατρικό άσυλο:
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πεισματάρικο παιδάκι που δεν έκανε ποτέ ό,τι του έλεγε η μητέρα του. Έτσι, ο καλός Θεούλης το τιμώρησε και το παιδάκι αρρώστησε βαριά. Κανένας γιατρός δεν μπορούσε να το θεραπεύσει και σύντομα βρέθηκε ξαπλωμένο στο νεκροκρέβατό του. Αφού το έβαλαν στον τάφο του και το σκέπασαν με χώμα, ένα από τα χεράκια του αναδύθηκε από το έδαφος και τεντώθηκε στον αέρα. Τότε, το έσπρωξαν και πάλι μέσα, σκεπάζοντάς το με φρέσκο χώμα. Ούτε αυτό όμως είχε αποτέλεσμα. Το μικρό χεράκι εξακολουθούσε να ορθώνεται έξω από τον τάφο. Έτσι, η μητέρα του αποφάσισε να πάει η ίδια στον τάφο και να δώσει μερικές ξυλιές στο χεράκι με μια βέργα. Μετά από αυτό, το χεράκι υποχώρησε και τότε, για πρώτη φορά, το παιδάκι αναπαύθηκε εν ειρήνη κάτω από το χώμα.
Σύντομη, περιεκτική και συνάμα απόκοσμα ασαφής, η ιστορία δεν μας παρέχει καμία συγκεκριμένη πληροφορία και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο τις εμπεριέχει όλες. Το παιδάκι θάφτηκε ζωντανό; Έβγαζε το χεράκι του σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να ζητήσει βοήθεια; Ήταν αγόρι ή κορίτσι; Οι αδελφοί Γκριμ χρησιμοποιούν το ουδέτερο ein Kind που σημαίνει το παιδί, κάτι που προσδίδει στην ιστορία καθολικό χαρακτήρα.
Θα ήταν λάθος ωστόσο να διαβαστεί η ιστορία μονομερώς και υπό ένα περιοριστικό πρίσμα, σαν μία μικρή διδακτική πραγματεία περί ανυπακοής και τιμωρίας.
Πράγματι υπάρχει στην ιστορία και μία άλλη όψη: εκείνη που έχει να κάνει με τη σκληρότητα της φύσης και τη φρικαλεότητα του αναπόφευκτου θανάτου. Το γεγονός ότι η γέννηση σηματοδοτεί ταυτόχρονα και το θάνατο. Ή, καλύτερα, ότι η γέννηση είναι ο θάνατος, διότι μόνο ό,τι γεννιέται μπορεί να πεθάνει. Ότι το παιδάκι είναι ήδη-πάντοτε νεκρό, εξαρχής, από γεννησιμιού του. Ότι αυτή παιδικότητα είναι ο προθάλαμος στη σήψη και το μηδέν. Ότι, τέλος, το να «είναι» κανείς σημαίνει ότι «είναι» καθ’ οδόν προς το θάνατο.
Υπάρχουν δύο είδη παραμυθιών. Το ένα είναι το «ευγενές» λογοτεχνικό παραμύθι, όπως λόγου χάρη εκείνα των Σαρλ Περό, Ε. Τ. Α. Χόφμαν και Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Αυτά τα παραμύθια, τα οποία εμφανίστηκαν κατά τα τέλη του 17ου αιώνα είναι πρωτότυπα λογοτεχνικά έργα, μικρές ιστορίες που ωστόσο έχουν φανταχτερό περιεχόμενο: δυστυχισμένες πάπιες, πριγκίπισες κ.ο.κ. Σε αυτά τα παραμύθια οι δημιουργοί τους όφειλαν να προσθέσουν και ένα στοιχείο ανεπιτήδευτου ύφους και απλοϊκότητας για να τα εναρμονίσουν με την προφορική παράδοση.
Το άλλο είδος παραμυθιού, ο πρόγονος της άνωθεν λογοτεχνικής εκδοχής του, είναι ο προφορικός μύθος, οι ρίζες του οποίου είναι αδύνατον να χρονολογηθούν καθώς ξεπερνούν τα όρια της καταγεγραμμένης ιστορίας.
Oρισμένοι ιστορικοί τα συνδέουν με τους Σλάβους ραψωδούς της περιοχής της νυν Γιουγκοσλαβίας που και αυτοί με τη σειρά τους μα παραπέμπουν πολύ πολύ πίσω στον τρόπο με τον οποίο είχαν συντεθεί τα ομηρικά έπη.
Ωστόσο, αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της προφορικής παράδοσης διαδραμάτισαν οι μητέρες, τα στόματα των οποίων υπήρξαν επί μακρόν οι πρώτοι μηχανισμοί διαμόρφωσης του ψυχικού οργάνου των παιδιών τους και των τρυφερών, παρθένων αυτιών τους…