Το πογκρόμ του Λβίβ

Από τον λογαριασμό fb της Penelope Petsini:

Medova Street, Λβοφ [σήμερα Λβιβ, Ουκρανία], Ιούνιος – Ιούλιος 1941:

Γερμανοί, Ουκρανοί εθνικιστές και κάτοικοι της πόλης επιδίδονται σε πογκρόμ εναντίον των Εβραίων. Στην πόλη είχε ήδη συγκροτηθεί βραχύβια κυβέρνηση με πυρήνα την Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών (OUN) υπό την ηγεσία του Στέπαν Μπαντέρα και επικεφαλής έναν ένθερμο αντισημίτη. Μέσα σε λίγες ώρες η κυβέρνηση πλημμύρισε την πόλη με αφίσες και φυλλάδια που απαιτούσαν εθνοκάθαρση και σχημάτισε πολιτοφυλακή για να οργανώσει και να ηγηθεί ενός πογκρόμ εναντίον των «εβραιοκομμουνιστών» ώστε να κερδίσει την εύνοια των Γερμανών, ελπίζοντας στην αναγνώριση ενός ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους. Τις επόμενες μέρες (από τις 30 Ιουνίου έως τις 2 Ιουλίου 1941 και από τις 25 έως τις 29 Ιουλίου 1941), σε συνεργασία με τα γερμανικά Τάγματα Θανάτου Einsatzgruppen, ο όχλος εκτέλεσε, λήστεψε, βίασε και βασάνισε μαζικά συμπολίτες Εβραίους σε ένα από τα σκληρότερα πογκρόμ του Ανατολικού Μετώπου.

Πρότεινα, μεταξύ άλλων, στον ιστορικό Ιάσονα Χανδρινό [Iassonas Chandrinos] να γράψει για αυτή τη φωτογραφία με αφορμή έναν συλλογικό τόμο που ετοιμάζω εδώ και καιρό κι ελπίζω φέτος να κυκλοφορήσει.

Ένα μικρό preview:

« Το πρώτο πράγμα που ακούς σε σεμινάρια επιμόρφωσης εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία του Ολοκαυτώματος στη σχολική τάξη είναι «μη δείχνετε φωτογραφίες φρίκης». Μουσεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα συμφωνούν πως η υπερβολική και επαναλαμβανόμενη χρήση τέτοιων εικόνων, π.χ. φωτογραφίες πτωμάτων ή, ακόμα χειρότερα, υπολειμμάτων πτωμάτων που έχουν αποτεφρωθεί σε κρεματόρια, καταλήγει στην σχετικοποίηση της ίδιας της φρίκης και τελικά σε αναισθητοποίηση του θεατή. Ο άλλος είναι ο κίνδυνος απόσπασης του φωτογραφικού τεκμηρίου από τα ιστορικά του συμφραζόμενα και η υποβάθμιση ενός τόσο τραυματικού και σύνθετου γεγονότος όπως η φυλετική γενοκτονία των εβραίων από τους Ναζί, σε αισθητική απόλαυση. Ένας τρίτος λόγος είναι ο σεβασμός στα ίδια τα θύματα. Η ιστορική και εκπαιδευτική σημασία κάποιων εικόνων δεν αναιρεί το γεγονός πως μιλάμε για εικόνες θανάτου. Τα εικονιζόμενα πρόσωπα δεν είναι μονάδες σε κάποια στατιστική απωλειών ούτε το βολικό φόντο σε παρουσιάσεις διαφανειών. Είναι άνθρωποι που μαρτύρησαν και απαιτούν τον σεβασμό μας, σαν μια περιδιάβαση στα μνήματα ενός απέραντου, νοητού νεκροταφείου.

» Μια μικρή ομάδα φωτογραφιών απαιτεί εννοιολογική αναβάθμιση της λέξης «φρικιαστικός». Πρόκειται για τις πολύ σπάνιες, μετρημένες στα δάχτυλα εικόνες, που δεν μας αποκαλύπτουν το τετελεσμένο γεγονός, δηλαδή το μετά την θανάτωση, αλλά το «επί το έργον». Η ημίγυμνη γυναίκα που τρέχει αιμόφυρτη, αλαφιασμένη και προφανώς ουρλιάζοντας από φόβο στην οδό Μεντόβα του (σημερινού) Λβίβ της Ουκρανίας το απόγευμα της 30ης Ιουνίου 1941 είναι μια από αυτές τις σπάνιες λήψεις. Το πογκρόμ του Λβίβ που κόστισε τη ζωή σε 2.000 εβραίους της πόλης μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες, ήταν ένα από τα πολλά που γνώρισε η γερμανοκρατούμενη σοβιετική επικράτεια, όπως στο Κάουνας της Λιθουανίας ή λίγο αργότερα στην Οδησσό –όπου τουλάχιστον 25.000 εβραίοι σφαγιάστηκαν από ρουμανικά στρατεύματα, αδιάψευστα τεκμήρια πως στο ανατολικό κομμάτι της εμπόλεμης Ευρώπης το Ολοκαύτωμα συμπαρέσυρε μακραίωνες εθνοτικές διαμάχες και ιδεολογικά μίση, με αποτέλεσμα κάποια γεγονότα να μοιάζουν βγαλμένα από τους σκοτεινότερους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας. Η αξιολύπητη κατάσταση της γυναίκας δίνει γροθιά στο στομάχι, ωστόσο το πραγματικό σοκ κρύβεται στους δράστες του μαρτυρίου της. Δεν πρόκειται για Γερμανούς στρατιώτες (ούτε καν Γερμανούς) αλλά για κατοίκους του Λβιβ. Συμπολίτες και γείτονες, Ουκρανούς εθνικιστές που ξεσπούν το δολοφονικό τους μίσος κατά των «εβραιοκομμουνιστών», με τις ευλογίες των Γερμανών που μόλις έχουν καταλάβει την πόλη.

» Το δημόσιο λυντσάρισμα των εβραίων γινόταν από «εξαγριωμένους πολίτες» πολλοί από τους οποίους, όπως βλέπουμε, είναι νεαροί, σχεδόν παιδιά. Πιθανότατα να μην υπάρχει άλλη φωτογραφία που να συλλαμβάνει στο ίδιο πλάνο την πλήρη διάμετρο της φρίκης του Ολοκαυτώματος: την πεμπτουσία του θύματος –μια ανήμπορη γυναίκα– και την ακραία εκδοχή του δράστη –ένας έφηβος παραστρατιωτικός– και μάλιστα σε ένα σκηνικό ουδέτερο από το οποίο απουσιάζει η κλασική σκηνογραφία της γενοκτονίας: οι ένστολοι Ες-Ες, τα στρατόπεδα, οι θάλαμοι αερίων.

Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτή τη φωτογραφία που να ενεργοποιεί αυτόματα το οπτικό νεύρο της συλλογικής μνήμης, κανένα σημείο αναφοράς στη γνώριμη εικονογραφία που καθιστά αναγνωρίσιμο ένα γεγονός ή μια ολόκληρη εποχή. Εδώ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εμφανή απουσία στοιχείων που να εγγυώνται τη συνειρμική σύνδεση με το παρελθόν και, μαζί τους, τον εφησυχασμό της απόστασης στο χρόνο και τον χώρο. Η διαφορά στην επιδραστικότητα της φωτογραφίας του Ες-Ες που σημαδεύει μια μητέρα με το μωρό της και των καρέ της δολοφονικής βίας του δρόμου στο Λβίβ μετριέται ανάλογα με το πόσο έντονα νιώθουμε την απειλή. Η πρώτη φωτογραφία έχει έναν αναγνωρίσιμο φορέα του κακού. Η δεύτερη όχι. Η πρώτη είναι εντοπίσιμη στον ιστορικό χρόνο, η δεύτερη όχι. Η γυναίκα που τρέχει αναδίδει έναν ωμό ρεαλισμό και μια άχρονη οικειότητα. Αναδύεται τρομακτική μέσα σε ένα κενό ερμηνείας. Είναι το κενό που περιμένει να πάρει ξαφνικά τη μορφή του εθνικιστή, ξενόφοβου ή ψιλορατσιστή γείτονά σου.»

May be an image of 2 people, people standing and outdoors