Του Χρήστου Γιαννίμπα | Η υπόθεση της αποζημίωσης των συγγενών των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στο Δίστομο, έφτασε στα Ιταλικά δικαστήρια γιατί όλες οι κυβερνήσεις και ειδικότερα οι Υπουργοί Δικαιοσύνης ήταν λιπόψυχοι. Αρχής γενομένης από αυτόν που (υποθέτω με τη βοήθεια των αρχαιολόγων) «ανακάλυψε» έναν νόμο του δικτάτορα Μεταξά στον οποίο «πάτησε» για να μπλοκάρει την εκτέλεση της απόφασης των ανώτατων δικαστών μας στην Ελλάδα. Το ίδιο έκαναν και όλες οι μέχρι χθες κυβερνήσεις.
Πριν τρία χρόνια (3/2/12) ανακοινώθηκε η απόφαση του Διεθνούς Δικαστήριο της Χάγης σχετικά με την προσφυγή της Γερμανίας εναντίον της Ιταλίας για την υπόθεση των θυμάτων στο Δίστομο. Η Γερμανία κατάφερε και κρύφτηκε προσωρινά πίσω από την ετεροδικία. Για πόσο όμως; Αυτό εξαρτάται από την Ελλάδα. Άλλωστε εξ αρχής απ’ αυτήν εξαρτάτο. Η απόφαση του Δικαστηρίου έλυσε τη διαμάχη (σχετικά με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων για το Δίστομο)μόνο σε ιταλικό έδαφος. Μια απόφαση για την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ελληνικού Δημοσίου, καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεσμών, κ. Στέλιος Περράκης λέει πως: «είναι σαφώς σε μια συντηρητική γραμμή με μια εξαιρετικά στενή ερμηνεία του ισχύοντος διεθνούς δικαίου, ιδίως του εθιμικού διεθνούς δικαίου».
Τι μέλλει γενέσθαι όμως με τα ζητήματα των αποζημιώσεων; Λέει ο έμπειρος κ. Περάκκης: «η συνέπεια αυτής της απόφασης είναι ότι … ο αγώνας για τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων συνεχίζεται γεγονός που σημαίνει ότι η ελληνική δημοκρατία θα πρέπει να προχωρήσει στη διεκδίκηση …. Βέβαια αυτό είναι μια πολιτική απόφαση.» Η τελευταία αυτή διαπίστωση είναι και η ουσία του ζητήματος γιατί ο αγώνας, όπως σωστά παρατηρεί η κ. Σταμούλη, είναι «δεδομένο ότι έχει επιστεγαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση των ανωτάτων δικαστών μας».
Οι πολιτικές αποφάσεις όμως δεν παίρνονται στα δικαστήρια από δικαστές. Παίρνονται από τις πολιτικές ηγεσίες. «Η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει πλέον τις ευθύνες της και να διεκδικήσει όπως έπρεπε, όπως πρέπει και αυτοτελώς τις επανορθώσεις και αυτό ανεξάρτητα από συγκυρίες πολιτικές, οικονομικές και άλλες», τονίζει ο κ. Περάκκης. Η κυβέρνησή του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει και πρέπει να «τακτοποιήσει» το ζήτημα για τους λόγους που ακολουθούν.
Υπάρχει σοβαρότατο ζήτημα που αφορά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και το διακριτό ρόλο της ως εξουσίας. Υπάρχει κάποιος που στα σοβαρά μπορεί να υποστηρίξει πως η Δικαιοσύνη έχει πράγματι διακριτή εξουσία σε σχέση με τη νομοθετική και εκτελεστική, όταν ένας νόμος μπλοκάρει τις αποφάσεις της; Ένας νόμος που ψηφίστηκε πριν από 70 και πλέον χρόνια από μια χούντα και σε μια Ελλάδα που καμία σχέση δεν έχει με την σημερινή; Πρωτίστως στο Συνταγματικό της χάρτη. Ένας νόμος που προ πολλού θα έπρεπε να ήταν μια ακόμα Μεταξική ανάμνηση.
Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους εταίρους μας. Σε μια διαπραγμάτευση τα μέρη «χτίζουν τις γραμμές» τους αξιοποιώντας όλες τις δυνατές επιλογές. Ακόμα κι αυτές που δεν βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά αλλά που με έμμεσο τρόπο υπηρετούν, έστω κι επικοινωνιακά, τον επιζητούμενο σκοπό. Δείτε π.χ. την προσπάθεια των γερμανών και προσωπικά του Σόιμπλε να αποδομήσουν τον Βαρουφάκη.
Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια παρά μόνο εθνικά συμφέροντα. Αυτά εξυπηρετούνται τόσο καλύτερα, όσο καλύτερα και πληρέστερα αξιοποιούνται τα «όπλα» που η κάθε πλευρά διαθέτει. Σε αυτήν λοιπόν την διαπραγμάτευση, η εκτέλεση της απόφασης του Αρείου Πάγου τι μήνυμα στέλνει; Μήπως μιας Ελλάδας που «ανεξάρτητα από συγκυρίες πολιτικές, οικονομικές και άλλες» (Περάκκης) είναι εδώ, όρθια, ζωντανή,κυρίαρχη και υπερασπίζεται το λαό της απέναντι σε οποιονδήποτε; Η ερώτηση βέβαια είναι φιλολογική γιατί πράγματι αυτό το μήνυμα εκπέμπει και αυτό είναι ένα σαφέστατο πολιτικό μήνυμα με τεράστια σημασία και συμβολισμό.
Ακριβώς λοιπόν επειδή οι συγκυρίες είναι αυτές που είναι, ο λαός μας (το μεγαλύτερο όπλο της κυβέρνησης), έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε από κινήσεις που να αποδεικνύουν ότι η Ελλάδα δεν είναι αποικία χρέους. Ότι οι σημερινοί πολιτικοί ηγέτες του, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, έχουν δική τους φωνή. Δεν άγονται και φέρονται από ξένους και ντόπιους «Πασάδες». Αλλά και για έναν ακόμα σημαντικό λόγο που αφορά τη Δικαιοσύνη. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καλείται να δείξει έμπρακτα πως την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης την εννοεί και πως διακατέχεται από υψηλό αίσθημα Δικαίου. Και αυτό είναι επίσης ένα σαφές πολιτικό μήνυμα.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αυτό που εξ αρχής ήταν. Θα υπάρξει η πολιτική βούληση; Μέχρι σήμερα υπάρχει στα λόγια. Κι από τέτοια έχουμε μπόλικα. Π.χ. «Το θέμα των αποζημιώσεων δεν έχει λήξει», μας είχε πει μετά την απόφαση η ΝΔ, με τον (τότε) εκπρόσωπο του κόμματος Γιάννη Μιχελάκη που τόνισε: «Η σημερινή απόφαση της Χάγης δεν συμβαδίζει ούτε με τις ευρωπαϊκές αξίες και, βέβαια, ούτε με το αίσθημα δικαίου του Ελληνικού λαού και γενικότερα των λαών της Γηραιάς Ηπείρου. Επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το θέμα των αποζημιώσεων έχει λήξει».
Η άλλη εκδοχή είναι ο «φάκελος Δίστομο» να παραμείνει κλειστός. Τι μήνυμα όμως στέλνει αυτή η εκδοχή; Ας μην επαναλάβω τα εκ διαμέτρου αντίθετα των προαναφερθέντων. Να πω μόνο πως η μεσοβέζικη «πολιτική» που λέει πως δεν παραιτούμαστε αλλά θα κρίνουμε εμείς (ως Ελλάδα και πολιτική ηγεσία) τη χρονική στιγμή που θα ασκήσουμε το όποιο δικαίωμά μας, είναι ισοδύναμο με το «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει».
* Ο Χρήστος Γιαννίμπας είναι αρθρογράφος και συγγραφέας