Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας
Δημοσιογράφος I.J.F.
Επιλέγεις το πιο μικρό και εύθραυστο μέσο για να ξεφύγεις. Θέλεις να φτάσεις μακριά μα επιλέγεις το λάθος μεταφορικό μέσο, τον λάθος τρόπο.
Με τις πρώτες όμως κακουχίες, τα πρώτα εμπόδια, κάνεις πίσω. Επιστρέφεις στη σιγουριά. Έχεις τη θέληση να φύγεις, να περάσεις το ποτάμι, να πάς σε άλλη γη, ενώ την ίδια στιγμή ποθείς να αποκτήσεις, να κατορθώσεις κάτι μεγαλειώδες, μοναδικό, αλλιώτικο. Πιστεύεις σε ένα θαύμα. Όμως δεν είσαι απόλυτα σίγουρος και βάζεις από μόνος σου εμπόδια στον εαυτό σου. Αυτοκαταστρέφεσαι. Κάνεις τις λάθος επιλογές και αντί να ανοίξεις φτερά για να πετάξεις μακριά, πέφτεις στη θάλασσα και ξεκινάς το κολύμπι.
«Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις
Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου
σου ‘φερα απ’ τους Δελφούς γλυκό νερό
στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρις να σ’ αρνηθώ
σκούριασε το κλειδί του παραδείσου
Η πάλη στη θάλασσα είναι δύσκολη, τα κύματα σε εμποδίζουν ενώ η αλμύρα σε έχει φθείρει, σε έχει κουράσει. Είναι ευδιάκριτο πλέον οτι ο δρόμος που επέλεξες ήταν δύσκολος ίσως και λάθος. Εγώ παρ’ ολα αυτά θα είμαι εκεί για να επουλώσω τις πληγές σου, να βοηθήσω όσο χρειάζεται να ξεπλυθείς και να ανακτήσεις δυνάμεις. Εσύ όμως επιμένεις. Έχεις πάρει την απόφαση σου. Έχεις παραδοθεί. Είσαι αλλού, δε μπορείς να μοιράσεις τη ζωή σου. Δεν πρόλαβα καν να σε προδόσω, να σε αρνηθώ και διαπίστωσα πως το κλειδί μας σκούριασε από την αλμύρα, οι δυσκολίες που πέρασες καταστρεψαν αυτό που είχες μέσα σου για μένα και έχει πλέον χαθεί κάθε ελπίδα.
Της νύχτας οι αμαρτωλοί και της αυγής οι μόνοι
θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι
σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ’ το χάρτη
για μια σταγόνα ουρανό για μιαν αγάπη σκάρτη
Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι
Εφιάλτες. Πυρετός. Ιδρώτας. Προσπαθώ να σε πιάσω μέσα στις υψηλές θερμοκρασίες των ονείρων μου μα εισαι πλέον μια σκιά που ξεγλιστρά. Η σκέψη δεν ηρεμεί σε ενα άδειο κρεβάτι. Ένα σεντόνι από μόνο του δε μπορεί να καλύψει το κενό, δε μπορεί να δροσίσει την κάψα. Το αίσθημα, ο πόθος είναι ανεξέλεκτα δεν έχουν όρια, δεν δαμάζονται. Ο έρωτας είναι δυναμικός και τραγικος ταυτόχρονα.. είναι μια Αντιγόνη
Τέλος. Χάθηκες. Πλέον οι ήχοι στη ζωη μου είναι μελαγχολικοί και κυρίως νυχτερινοί καθώς τη νύχτα είναι που μπορώ να σε αναζητώ σε κάποιο αστέρι στον γαλαξία. Η πραγματικότητα όμως είναι οτι βρίσκομαι μόνος σε έναν γκρίζο, άγονο τόπο. Έχω χάσει κάθε τι από την αξία μου και νιώθω τόσο ευάλωτος και ανυπεράσπιστος που ο κάθε ένας πλέον μπορεί να μου επιτεθεί, να με πυροβολήσει, να μου κάνει κακό. Ο κάθε ένας ξένος μπορεί πλέον να κάνει ένα μικρό πέρασμα και να βγάλει τα απωθημένα του…
… Σε τούτην την πατρίδα τι γυρεύω
με μισθοφόρους και Πραιτωριανούς
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς…
Αχ πατρίδα μου,
Μα είναι δυνατόν, ψυχούλα μου, να φοβάσαι ότι κινδυνεύεις από τον «Μπιγκ Μπράδερ» και το «Μπαρ»; Σ’ έχουν κτίσει από τη μια άκρη στην άλλη όλοι οι εργολάβοι και οι καταπατητές και τρέμεις τον Σάκη και τη Φραντζέσκα; Αν μπορούσαν και τον Παρθενώνα θα σού παιρναν αντιπαροχή και συ τρέχεις έντρομη προς το ΕΣΡ φωνάζοντας «σώσε με», μα είσαι σοβαρή; Γέμισαν το κορμί σου αυθαίρετα, τα οποία υπερασπίζονται κάτι γελοίοι τύποι που βγαίνουν στις τηλεοράσεις φωνάζοντας «για την Ελλάδα, ρε γαμώ το» και ανεμίζοντας τη σημαία σου. Πιθανόν να είναι αυθαίρετα και τα κτίρια που στεγάζουν αυτές τις εκπομπές.
Δεν σε πειράζουν αυτά και σε ενοχλούν οι τωρινοί ένοικοί τους -τα παιδιά; Σε πουλήσανε» εκατό φορές και βγάλανε τις εισπράξεις τους σε τράπεζες έξω. Πετσοκόψανε τη γλώσσα σου και την κατάντησαν ατάκα. Ρήμαξαν την Ιστορία σου και τη δώσανε στα παιδιά κομμάτι- κομμάτι, λειψή και παραποιημένη και τους είπαν «παπαγαλίστε την, να σας δώσω πτυχίο να πορευθείτε στη ζωή» και το δέχτηκες.
…Μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο,
η οργή του λαού,
κυλάει πάνω απ’ τα χωράφια,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.
Αιώνες γονατισμένη από την πίκρα,
η ψυχή του λαού,
φτερούγες τώρα βγάζει κι ανεβαίνει,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει…
Διαπραγματεύονται το μέλλον σου, ό,τι κληρονόμησες το εκποιούν σιγά- σιγά, το παίζουν αέρα στο Χρηματιστήριο, το ξεπλένουν στη διαφήμισή, το καταθέτουν σε εταιρείες off-shore, πορεύονται πάντα με σημαία ευκαιρίας, μια τέτοια μπορεί και να φυτέψουν αύριο στα σπλάχνα της Κύπρου, έτοιμοι είναι (δεν τους βλέπεις;) και μού ’χεις πάθει αμόκ με δύο σαχλοεκπομπές στην τηλεόραση και άλλες εκατό που ασχολούνται μ’ αυτές; Αχ, πατρίδα μου γλυκεία…
…Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε
είμαστε λέει το παρατράγουδο στα ωραία άσματα
και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσαμε
στο εξής θα παίζουμε σ’ αυτό το θίασο μόνο ως φαντάσματα.
Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε
άλλαξαν λέει τ’ ανεμολόγια και οι ορίζοντες
μας κάνουν χάρη που μας ανέχονται και που γελάσαμε
τώρα δημόσια θα έχουν μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες…
Θέλω να έρθει μια ζεστή νύχτα, να πάρω τους δρόμους με τα πόδια. Να περπατήσω τους γνώριμους παλιούς αλλά και τους καινούργιους.
Στους παλιούς θέλω να σταθώ. Να περάσω σαν αερικό σε σκηνές που έζησα, να διορθώσω διαλόγους, να πω αυτά που δεν ξεστόμισα ποτέ…. Να πω ευχαριστώ για πράγματα που θεωρούσα δεδομένα. Να αγκαλιάσω εκεί που είχα γυρίσει την πλάτη. Να αφήσω τα δάκρυα να τρέξουν όπου ζορίστηκα και εκεί που έκλαψα να πάω να μου τα σκουπίσω και να μου πω «Μη κλαις, το γιατί θα το καταλάβεις αργότερα».
Πόσο σου πήγαιν’ η βροχή
κείνο το βράδυ του Γενάρη
κι έλεγες μέσα στην βοή:
«Κανένα μέλλον δεν μπορεί
αυτό που ζούμε να μας πάρει».
Τώρα ποζάρεις στο γυαλί
σαν θεατρίνα στη σκηνή
τι να σου λέω για το χθες
για τις καμένες μας Ιθάκες
εσύ γυρεύεις παρτενέρ
για να σου δίνει τις ατάκες…
Τώρα εκείνοι έχουν αλλάξει προτεραιότητες. Θέλουν ασφάλεια και σφραγισμένες πόρτες για να προστατεύουν τα πολύτιμά τους. Και εγώ εδώ. Αναπολώ ακόμα, ξάστερους ουρανούς, ψίθυρους και γέλια.
Πώς με ζάλιζε ο μαύρος ουρανός γεμάτος αστέρια. Πώς με γέμιζε, όταν δίπλα μου είχα τον έρωτά μου. Ας γινότανε και πανηγύρι στα εκατό μέτρα. Τι με ένοιαζε εμένα; Ότι ήθελα το είχα εκεί. Πλάι μου. Πόσα καλοκαιρινά βράδια δεν το σκάγαμε για να αράξουμε σε μια παραλία, σε ένα βουνό για να πάρουμε εκείνο το κομμάτι ουρανό που μας αναλογούσε;
Άλλαξε ο αέρας, το φως καθαρό
ήμουνα πέτρα και είμαι νερό
γίνομαι ένα με όλους μαζί
βλέπω να βγαίνουν οι πρώτοι καπνοί
Θα’ ρθουν μέρες
Άγριες μέρες
που οι αλήθειες θα σκίζουν σαν σφαίρες
Και οι νίκες
Άγιες νίκες
σαν μαχαίρια θα βγουν απ’ τις θήκες
Πάλι ανοίγει ο καιρός
άσπρα ρούχα και ήλιος ζεστός
μπαίνω μέσα σ’ αυτή τη γιορτή
φως τα χρόνια και γλύκα η ζωή.
Τους καινούργιους θα τους περπατήσω με χαρά. Με χαρά γιατί πάντα υπάρχουν καινούρια πράγματα να ζήσεις, να ακούσεις, να αισθανθείς. Σε κάποιους δρόμους θέλω να έχω ένα χέρι στον ώμο μου, σε άλλους ένα χέρι μέσα στο δικό μου και μερικούς θα ήθελα να τους περπατήσω μόνη.
Να μυρίσω νυχτολούλουδα, πορτοκαλιές ανθισμένες, να κοιτάζω τα φωτισμένα παράθυρα και να φτιάχνω ιστορίες που θα συμβαίνουν εκεί, μέσα στα φώτα. Να κλέψω ένα λουλούδι από μια γλάστρα και να μου το χαρίσω. Να χάσω την ανάσα μου, να αλλάξω τέμπο. Να την ξαναβρώ και να συνεχίσω.
Αιώνες γονατισμένη από την πίκρα,
η ψυχή του λαού,
φτερούγες τώρα βγάζει κι ανεβαίνει,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.
Αιώνες γονατισμένη από την πίκρα,
η ψυχή του λαού,
φτερούγες τώρα βγάζει κι ανεβαίνει,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.
Μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο,
η οργή του λαού,
κυλάει πάνω απ’ τα χωράφια,
ποιος τη σταματάει,ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.
Όσο και να περπατήσω στους παλιούς δρόμους, όσο και να προσπαθήσω νοερά να διορθώσω λάθη, δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι δεν θα κάνω τα ίδια και στους καινούργιους. Θα θυμάμαι όμως να σου χαμογελώ κάθε τόσο. Δεν ξέρω αν θα υπάρχουν σε κάποια γωνιά στρωμένα ροδοπέταλα η αν θα περιμένουν δεινά. Μα δώσε μου την ευκαιρία να το διαπιστώσω. Δώσε μου καινούργιους δρόμους να περπατήσω. Δεν ξέρω αν μπορώ να αλλάξω το τρόπο που περπατάω, αλλά είναι μια καλή αρχή ότι για χάρη σου μπορώ να βάλω καινούρια παπούτσια για να τους περπατήσω. Αρκεί να είσαι εκεί. Πλάι μου.
Την μοναξιά σου είδα και φοβήθηκα
στο βλέμμα σου το σκοτεινό θυμήθηκα
την περασμένη μου ζωή
πόσο με τρόμαξες
Κι ένα πρωί το άγγιγμα σου
ήρθε σαν ξύπνημα
μα μέχρι να νυχτώσει
είχε γίνει δίλημμα
της μετρημένης μου ζωής
Πόσο με τρόμαξες…
Βγαίνω στο μπαλκόνι και με φυσάει αέρας παράλογα δροσερός για την εποχή. Θέλω να φωνάξω μα δεν έχω τι να πω. Κοιτάζω τα σπίτια γύρω μου, τα περισσότερα σκοτεινά. Εύχομαι να μην πεινάει κανείς μέσα από αυτά τα παράθυρα. Εύχομαι να μην πεινάει κανείς γενικώς. Εύχομαι να ξαπλώνουν όλοι ευτυχισμένοι με ένα χέρι να τους αγγίζει τρυφερά. Εγώ το είχα και το έχασα. Ξέρω πόσο πολύτιμο είναι. Μπορώ να φανταστώ ζευγάρια, πίσω από αυτούς τους τοίχους να συνωμοτούν με τα μάτια μπροστά στο βλαστάρι τους, για να μην καταλάβει την αλήθεια, τον αγώνα τους. Μπορώ να φανταστώ γονείς να στερούνται για να δώσουν το περιττό στο παιδί τους. Τα παιδιά πρέπει να τα κρατήσουμε αθώα. Να μη στερηθούν τα παραμύθια. Εκεί είναι η ελπίδα μας. Εκεί και τα κίνητρα μας.
…Είναι οι κραυγές που κουβαλάμε
από εκείνα τα βράδια των
στοιχειωμένων τραγουδιών,
στις απόκεντρες πλατείες
των ερειπωμένων πόλεων…
Δεν φοβήθηκα τίποτα περισσότερο από αυτές τις στιγμές. Το βάθος του χρόνου το διαχειρίζομαι. Το παλεύω με νύχια και δόντια. Μπορώ να πέσω στη μιζέρια του, να κυλιστώ στα σεντόνια μου, να ξύσω τις πληγές και μετά να τις επουλώσω. Μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό.
Αυτές τις στιγμές όμως τις άξαφνες. Που μπορούν να γκρεμίσουν το σύμπαν μου. Δεν τις αντέχω. Από μικρό παιδί κατάλαβα πως σε μία στιγμή μπορεί να αλλάξει όλη σου η ζωή. Και αυτή η στιγμή έχει μόνο ήχο.
Οι μεγαλύτεροι φόβοι μου σε μια μικρή στιγμούλα επιβεβαιώθηκαν. Οι μεγαλύτερες συμφορές μια στιγμή χρειάστηκαν. Και οι ”δικοί μου” άνθρωποι σε κάτι τέτοιες στιγμές πήραν την θέση που τους άξιζε. Μέσα μου.
Βγήκαν δελτία και επισήμως ανακοινώθηκε
είμαστε λάθος μες το κεφάλαιο του λάθος λήμματος
ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε
κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος
Δήλωσε η τσούλα η ιστορία ότι γεράσαμε
τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα
όνειρα ξένα ράκη αλλότρια ζητωκραυγάσαμε
και τώρα εισπράττουμε απ’ την εξέδρα μας
βροχή δεκάρικα
Ξέσκισε η πόρνη η ιστορία αρχαία οράματα
τώρα για σέρβις μας ξαποστέλνει και για χαμόμηλο
την παρθενιά της επανορθώσαμε σφιχτά με ράμματα
την κουβαλήσαμε και μας κουβάλησε στον ανεμόμυλο