Γράφει ο Τάσος Παππάς | Μέχρι τώρα ο Αλ. Τσίπρας διαψεύδει και εκείνους τους συντρόφους του που είχαν προεξοφλήσει την υποχώρησή του στις απαιτήσεις των δανειστών και τους πολιτικούς αντιπάλους του, που ήταν σίγουροι ότι θέλει να υπογράψει μια οποιαδήποτε συμφωνία για να παραμείνει στην εξουσία, αλλά δυσκολεύεται λόγω των αντιδράσεων στο κόμμα του και την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Μέχρι τώρα ο Αλ. Τσίπρας διαψεύδει και εκείνους τους συντρόφους του που είχαν προεξοφλήσει την υποχώρησή του στις απαιτήσεις των δανειστών και τους πολιτικούς αντιπάλους του, που ήταν σίγουροι ότι θέλει να υπογράψει μια οποιαδήποτε συμφωνία για να παραμείνει στην εξουσία, αλλά δυσκολεύεται λόγω των αντιδράσεων στο κόμμα του και την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Διαψεύδει όμως και τη σκληρή πτέρυγα των δανειστών, η οποία πίστευε πως οι αντιρρήσεις του ήταν απλώς ρητορικοί λεονταρισμοί για τα μάτια του κόσμου και ότι στο τέλος θα υποκύψει υπό το βάρος των συνεπειών που θα έχει για την Ελλάδα μια πολιτική ρήξης με την Ευρώπη. Ο Τσίπρας έως αυτή τη στιγμή δεν συμπεριφέρεται όπως θα επιθυμούσαν οι εταίροι.
Δεν είναι ένας κανονικός πρωθυπουργός, σαν κι αυτούς που είχαν η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα την εποχή που συντάσσονταν τα μνημόνια. Και δεν είναι κανονικός όχι μόνο γιατί δεν μπορεί, αλλά και γιατί δεν θέλει. Εκανε όμως τρία λάθη:
1) Μπήκε στη διαπραγμάτευση ξεκαθαρίζοντας από την αρχή στους θεσμούς και στον αμερικανικό παράγοντα ότι υπάρχουν κάποια όρια τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί. Αυτό το έκανε δυστυχώς μόνο παρασκηνιακώς. Αργησε να το πράξει δημοσίως, επιτρέποντας έτσι στις ευρωπαϊκές ελίτ να παίζουν χωρίς αντίπαλο στην ευρωπαϊκή σκηνή, με συνέπεια να διαμορφωθεί μια αρνητική εικόνα για την ελληνική κυβέρνηση.
Ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι η ελληνική πλευρά απλώς πετάει την μπάλα στην εξέδρα. Το μπλοκ της μεροληπτικής ενημέρωσης υπέστη κάποια πλήγματα πριν από μερικές βδομάδες με τη δήλωσή του στο Ρόιτερς, όπου περιέγραψε τις κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης (εργασιακά, ασφαλιστικό), αλλά και με το άρθρο του στη «Μοντ», όπου έδειξε τις δυνάμεις που βάζουν συστηματικά εμπόδια στις διαπραγματεύσεις (το ΔΝΤ και ο Β. Σόιμπλε). Χάθηκε όμως πολύτιμος χρόνος.
2) Πέρασε πολύ καιρό ζώντας με την ελπίδα ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί τις υπαρκτές αντιθέσεις στο εσωτερικό των θεσμών (ο Λένιν είναι χρήσιμος, αλλά δεν κολλάει παντού). Πράγματι, οι διαφορές των εταίρων σε κάποια κρίσιμα ζητήματα είναι σημαντικές. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ έχει ταχθεί υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους για να καταστεί βιώσιμο, ωστόσο η Γερμανία είναι επιθετικά αντίθετη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι καγκελαρίες της Ευρώπης δεν είναι αδιάλλακτες στα θέματα του ασφαλιστικού και των εργασιακών, το ΔΝΤ όμως επιμένει στις θέσεις του για μείωση των συντάξεων, απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και διατήρηση των μνημονιακών νόμων στο εργασιακό πεδίο.
Η ελληνική πλευρά υποτίμησε το γεγονός ότι οι αντίπαλοί της, παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες, έχουν έναν κοινό στόχο: να μην επιτρέψουν σε κανέναν στην Ευρώπη να ρηγματώσει την κυρίαρχη πολιτική. Αν έκαναν σκόντο στην ελληνική περίπτωση, θα ήταν σαν να παραδέχονταν ότι οι επιλογές τους ήταν λανθασμένες και μια τέτοια ομολογία θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου.
Αυτομάτως θα ενισχύονταν όλα τα κόμματα που διαφωνούν με τη στρατηγική της λιτότητας και θα απαξιώνονταν οι υπάκουες κυβερνήσεις. Οπως φάνηκε από το πεντασέλιδο τελεσίγραφο που έδωσε ο Γιούνκερ στον Τσίπρα στις Βρυξέλλες, οι εταίροι, προ του κινδύνου που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ, παραμέρισαν τις διαφορές τους και παρουσιάστηκαν με μία γραμμή απέναντι στον χρεοκοπημένο και ανάγωγο συνομιλητή τους, που έχει μάλιστα το θράσος να δηλώνει ότι παλεύει για λογαριασμό όλης της Ευρώπης.
3) Απόρροια του προηγούμενου λάθους ήταν και η πεποίθηση του Αλ. Τσίπρα ότι το ελληνικό πρόβλημα θα λυθεί με πολιτική διαπραγμάτευση στην κορυφή. Και στο θέμα αυτό καλλιεργήθηκαν αυταπάτες. Οι επικεφαλής των θεσμών, η Μέρκελ και ο Ολάντ, δέχτηκαν την πρόκληση-πρόσκληση και ανέλαβαν πρωτοβουλία. Αυτή όμως δεν ξεκίνησε από μηδενική βάση, όπως ενδεχομένως προσδοκούσε η κυβέρνηση.
Το κείμενο των δανειστών δεν ήταν τίποτε άλλο από τη συμπύκνωση των απαιτήσεών τους, όπως τις είχαν υποβάλει στο χαμηλότερο επίπεδο. Αναμενόμενο. Οι εμπειρογνώμονες δεν είναι ουδέτεροι τεχνικοί. Είναι υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι να διαπραγματεύονται στη βάση των εντολών που έχουν λάβει από τους πολιτικούς προϊσταμένους τους.
Ούτε αυτοί θα μπορούσαν να παρεκκλίνουν ούτε όμως οι προϊστάμενοί τους θα μπορούσαν να τους αδειάσουν στεγνά, γιατί τότε θα δημιουργούνταν αρνητικό προηγούμενο.
Αποδείχθηκε λοιπόν αυτό που πολλοί και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη υποψιάζονταν από την πρώτη στιγμή: ότι δηλαδή αμοιβαία επωφελής συμφωνία δεν είναι δυνατόν να προκύψει στις παρούσες συνθήκες και με τους υπάρχοντες συσχετισμούς.
Οι απόψεις των δύο μερών χωρίζονται με σινικά τείχη. Αυτό που η ελληνική πλευρά εισηγείται ως αμοιβαία επωφελή συμφωνία είναι ήττα για τους θεσμούς. Κι αυτό που οι θεσμοί προτείνουν ως αμοιβαία επωφελή συμφωνία συνιστά πανωλεθρία για την ελληνική κυβέρνηση. Για διλήμματα τέτοιου τύπου πρέπει να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός.