Του Νίκου Σπανουδάκη | Το περιοδικό National Geographic, υποκλίνεται στο Μουσείο της Ακρόπολης και στο Ίδρυμα Τεχνολογικών Ερευνών στο Ηράκλειο της Κρήτης. Αυτό, γιατί κατάφεραν με μία πρωτοποριακή μέθοδο λέιζερ, να “επαναφέρουν στη ζωή” τις Καρυάτιδες και το αποτέλεσμα… είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό.
Το ειδικό αυτό λέιζερ το οποίο δημιουργήθηκε από ερευνητές του ΙΤΕ, αφαίρεσε από τις τέσσερις μαρμάρινες κόρες του μουσείου της Αθήνας, δεκαετίες χρόνων που έχουν περάσει από πάνω τους, αποκαλύπτοντας την εξαιρετική τους ομορφιά.Οι συντηρητές των Καρυάτιδων εργάζονται ήδη από το 2011 για να εξαλείψουν το “μαύρο πέρασμα του χρόνου” από τα έργα τέχνης.
Εχθές Παρασκευή 20 του Ιούνη, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα, έκανε τα αποκαλυπτήρια των αγαλμάτων μετά την επεξεργασία που υπέστησαν. Οι αγαλμάτινες αυτές Κόρες, χειροτεχνήθηκαν στα τέλη του πέμπτου αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιήθηκαν από τους τότε αρχιτέκτονες ως στήλες για το Ερέχθειο, ενός από τους ναούς που βρίσκονται πάνω στην Ακρόπολη.
Οι Κόρες, έχουν ύψος πάνω από 2,3 μέτρα. Καθώς η εκβιομηχάνιση στην Αθήνα ήταν ταχύτατη τον τελευταίο αιώνα, τα πέντε αγάλματα που παρέμεναν στην Ακρόπολη, υπέστησαν σοβαρές βλάβες από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Η απόχρωση τους, από χρυσή έγινε σιγά σιγά μαύρη ενώ τα χαρακτηριστικά τους, άρχισαν να διαβρώνονται λόγω των συνεχών επιθέσεων της όξινης βροχής.
Το 1979, τα αγάλματα μεταφέρθηκαν στο παλιό μουσείο της Ακρόπολης για να προστατευθούν από περαιτέρω βλάβη καθώς αντίγραφα τους από τσιμέντο, εγκαταστάθηκαν στην αρχική τους θέση.
Όταν άνοιξε το νέο μουσείο της Ακρόπολης το 2009, οι Καρυάτιδες έγιναν αμέσως πόλος έλξης χιλιάδων επισκεπτών μιας και για πρώτη φορά στην ιστορία, ο καθένας μπορούσε να τις δει από απόσταση αναπνοής και απ’ όλες τις πλευρές. Κατά την έναρξη του προγράμματος αποκατάστασης των αγαλμάτων, οι συντηρητές αποφάσισαν να μην τα μετακινήσουν και να εργαστούν πάνω τους, σε κοινή θέα.
Ένα αυτοσχέδιο δωμάτιο, στηνόταν σε μία μία κόρη τη φορά ενώ μία οθόνη απ’ έξω έδινε τη δυνατότητα στους επισκέπτες να δουν την πορεία των εργασιών και πως οι Καρυάτιδες… άλλαζαν σταδιακά χρώμα και “επανέρχονταν στη ζωή”. Σαν το φως του ήλιου που σιγά σιγά διαδέχεται το σκοτάδι της νύχτας. Μάλιστα οι “τοίχοι” του δωματίου ήταν ειδικά σχεδιασμένοι προκειμένου να προστατεύουν τα μάτια των παρευρισκομένων από τα λέιζερ καθαρισμού.
Το σύστημα λέιζερ, χρησιμοποιεί δύο παλμικές δέσμες ακτίνων – μίας υπέρυθρης και μίας υπεριώδους – για να απομακρύνει τη “σκούρα κρούστα” σκόνης, αιθάλης και μετάλλων από τα αγάλματα. Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Ηλεκτρονικής Δομής και Λέιζερ, του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), στο Ηράκλειο της Κρήτης, ανέπτυξαν το συγκεκριμένο υβριδικό σύστημα λέιζερ στα τέλη του 1990 για τον καθαρισμό γλυπτών του Παρθενώνα.
Η ίδια λοιπόν τεχνική, αποφασίστηκε από τους ειδικούς, ότι είναι η καλύτερη και ασφαλέστερη δυνατή λύση για τον ελεγχόμενο καθαρισμό και των συγκεκριμένων έργων τέχνης καθώς αφήνει το μάρμαρο ανέπαφο. Για τις εργασίες που αφορούσαν τις Καρυάτιδες, μία ομάδα από πέντε συντηρητές και έναν τεχνικό λέιζερ, καθάριζαν το κάθε άγαλμα σε βάρδιες. “Μπορούσαμε να μείνουμε μερικές μόνο ώρες κάθε φορά” λέει ο βασικός συντηρητής του μουσείου, Κωνσταντίνος Βασιλειάδης.
“Η δουλειά απαιτούσε πολύ μεγάλη αφοσίωση και ήταν πολύ κουραστική“. Το κάθε άγαλμα χρειάστηκε περίπου έξι με οκτώ μήνες για να καθαριστεί, σπιθαμή προς σπιθαμή. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, η κρούστα σκόνης ήταν τόσο συμπαγής που ένα τετραγωνικό εκατοστό χρειαζόταν από τρία έως τέσσερα περάσματα με το λέιζερ, δηλαδή περίπου οχτώ λεπτά, συμπληρώνει ο κ. Βασιλειάδης.
Τελικά το αποτέλεσμα είναι θεαματικό. Ο διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, Δημήτρης Παντερμαλής, αναφέρει ότι αυτή είναι η πρώτη φορά στα τελευταία εκατό χρόνια που μπορούμε να δούμε το μάρμαρο των αγαλμάτων χωρίς καπνό και βρωμιά. “Μπορούμε να δούμε μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια πάνω στις Καρυάτιδες“.
Ο καθαρισμός με το λέιζερ, επιτυχία την οποία πιστώνεται στο ΙΤΕ, ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακός. Μάλιστα ίσως να είμαστε σε θέση να αποκαλύψουμε ίχνη χρώματος γεγονός που θα κάνει το αποτέλεσμα ακόμη πιο εκθαμβωτικό καταλήγει ο κ. Παντερμάλης. Νίκος Σπανουδάκης