Μέσα σε μια δεκαετία οι Έλληνες πληρώνουν κατά 150% ακριβότερα το ρεύμα.

Την εκτίναξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά καταγράφει μελέτη που δημοσιεύεται στο Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας, εντοπίζοντας τα κύρια αίτια αφενός στους φόρους και στις άλλες επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν στις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος και αφετέρου στη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στην αγορά.

«Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά περίπου 150% την περίοδο 2005-2016, φθάνοντας το 2016 τα 0,17 ευρώ/KWh από 0,07 ευρώ/KWh το 2005» αναφέρουν οι συντάκτες της μελέτης Πηνελόπη Ζιούτου (ΤτΕ) και Δημήτριος Σιδέρης (Πάντειο), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος διαβίωσης. 

Αν και παραμένουν χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ, η σημαντική αύξησή τους δείχνει ταχύτερη επιδείνωση του κόστους διαβίωσης στην Ελλάδα αυτή την περίοδο, επισημαίνουν οι αναλυτές.

Μεγάλη αύξηση, όπως φαίνεται στο παραπάνω διάγραμμα, άνω του 40%, εμφανίζει στο ίδιο διάστημα και το ενεργειακό κόστος για τη βιομηχανία, αποτελώντας βασικό αντικίνητρο για παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανιών.

Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία κατέγραψαν επίσης σημαντική αύξηση (44%), ανερχόμενες στα 0,09 ευρώ/KWh το 2016 από 0,06 ευρώ/KWh το 2005, μεγαλύτερη της αύξησης του ευρωπαϊκού μέσου όρου, διαπιστώνουν οι μελετητές. «Ως αποτέλεσμα, το 2016 οι ελληνικές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία (0,093 ευρώ/KWh) κατέληξαν υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου (0,081 ευρώ/KWh), αποτελώντας αντικίνητρο για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ και συμβάλλοντας αρνητικά στην εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων».

Όπως εξηγείται στη μελέτη, η αύξηση του ενεργειακού κόστους τα τελευταία χρόνια οφείλεται στη σημαντική άνοδο των τιμών της ενέργειας, τόσο στην αγορά χονδρικής όσο και στην αγορά λιανικής.

«Οι τιμές των πετρελαιοειδών, του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου διαμορφώθηκαν σε υψηλά επίπεδα λόγω και της σημαντικής αύξησης των φόρων και άλλων επιβαρύνσεων» προσθέτουν χαρακτηριστικά.

Η μονοπωλιακή δομή της αγοράς ενισχύει την ακρίβεια

Σύμφωνα με τους αναλυτές της κεντρικής τράπεζας και του Παντείου Πανεπιστημίου «σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στις υψηλές τιμές είναι η δομή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας».

Η αγορά, εξηγούν, «χαρακτηριζόταν από μονοπωλιακές δομές που είχαν ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τη δυσκολία εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο παραγωγής».

»Η κάθετα ολοκληρωμένη κρατική εταιρία ηλεκτρισμού “Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε.” (ΔEΗ) είχε τα αποκλειστικά δικαιώματα για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος μέσω λιγνίτη και υδροηλεκτρικών εργοστασίων, αλλά και για τη διαχείριση των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Η έλλειψη ανταγωνισμού τόσο στην παραγωγή όσο και στην προμήθεια ηλεκτρισμού επηρέασε αρνητικά την εγχώρια αγορά, περιορίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές για χαμηλότερες τιμές και καλύτερες υπηρεσίες».

Σύμφωνα με τη μελέτη, «η ΔEΗ συνεχίζει να δεσπόζει στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αντιπροσωπεύει το 79% της εγκατεστημένης θερμικής ισχύος και το 75% περίπου της παραγωγής θερμικής ηλεκτρικής ενέργειας. Αλλά και το μερίδιο της λιανικής αγοράς που κατέχει η ΔΕΗ παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, παρ’ όλη τη μείωση που παρατηρήθηκε μετά τις ρυθμίσεις του 2013».

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται, το μερίδιό της φθάνει στο 88% το 2016. «Επιπλέον, 17 προμηθευτές δραστηριοποιούνταν στην αγορά λιανικής και το δεύτερο μεγαλύτερο κατά σειρά μερίδιο αγοράς προμηθευτή ήταν 2,9% το 2016»

Δύσκολο να μειωθεί το μερίδιο της ΔΕΗ

Επισημαίνοντας ότι το μερίδιο της ΔΕΗ είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, υψηλότερο ακόμη και σε σχέση με χώρες της ΕΕ με λιγότερο απελευθερωμένες αγορές, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ρουμανία, οι αναλυτές εξηγούν κάποιους από τους λόγους για τους οποίους είναι δύσκολο να μειωθεί το μερίδιο της ΔΕΗ στην αγορά.

«Αξίζει να επισημανθεί ότι για ένα σημαντικό τμήμα πελατών της ΔΕΗ δεν είναι εύκολο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις προκειμένου να μετακινηθούν σε εναλλακτικό προμηθευτή. Σε αυτό το τμήμα ανήκουν οι αγρότες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα φθηνά τιμολόγια της ΔEΗ, οι μεγάλοι βιομηχανικοί πελάτες που απολαμβάνουν κάποιες εκπτώσεις, καθώς και οι φορείς που στεγάζονται σε δημόσια κτίρια» αναφέρουν.

Αλλά και οι υπόλοιποι καταναλωτές διαπιστώνεται ότι έχουν κάνει ελάχιστη χρήση της δυνατότητας αλλαγής προμηθευτή.

Πιθανός λόγος για αυτή την καταναλωτική συμπεριφορά, εκτιμούν οι αναλυτές, «είναι η εσφαλμένη αντίληψη σχετικά με τα πιθανά οικονομικά οφέλη και την πολυπλοκότητα της διαδικασίας αλλαγής. Η πολυπλοκότητα του λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας και το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνει αρκετά στοιχεία που δεν σχετίζονται με αυτή, όπως τα δημοτικά τέλη και τα τέλη τηλεόρασης, έχει επίσης αναγνωριστεί ως πιθανός φραγμός στην αλλαγή προμηθευτή».

Ο ρόλος της φορολόγησης στις υψηλές τιμές

«Οι σημαντικές αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην υψηλή φορολογική επιβάρυνση», διαπιστώνουν οι ειδικοί της ΤτΕ και του Παντείου Πανεπιστημίου.

«Ο φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε σημαντικά το 2010 και μάλιστα κατέληξε υψηλότερος του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, αντιστρέφοντας την εικόνα που ίσχυε μέχρι τότε» σημειώνουν.

Η αύξηση του φορολογικού συντελεστή το 2010, προστίθεται στη μελέτη, αύξησε τα φορολογικά έσοδα από την ενέργεια, αλλά και το μερίδιό τους στα συνολικά φορολογικά έσοδα.

Ανακουφιστική δε για τους καταναλωτές είναι η επισήμανση ότι «μέχρι στιγμής και με βάση τους στόχους για τη δημοσιονομική προσαρμογή και τα δημοσιονομικά έσοδα, δεν σχεδιάζεται μεταβολή των φορολογικών συντελεστών στην ενέργεια».

Οι προοπτικές του τομέα ενέργειας

Επισημαίνοντας την επιτακτική πλέον ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου που θα οδηγήσει την οικονομία σε υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι ο τομέας της ενέργειας αποτελεί σημαντικό πυλώνα για τη μετάβαση προς μια βιώσιμη και εξωστρεφή ανάπτυξη.

«Μπορεί να αναδειχθεί ως ένας από τους πλέον σημαντικούς τομείς για τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδος, καθώς διαθέτει τρία σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα: (1) αξιόλογες πηγές ενέργειας και φυσικούς πόρους (ουσιαστικά ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) – ηλιακό και αιολικό δυναμικό), (2) γεωγραφική θέση, η οποία είναι κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών δικτύων διασύνδεσης και μεταφοράς ενέργειας, και (3) ένα αρκετά σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο ―που ουσιαστικά οφείλεται στην ενσωμάτωση ευρωπαϊκών κανονισμών στην εθνική νομοθεσία― το οποίο καθορίζει ένα σχετικά σταθερό επιχειρηματικό περιβάλλον» σημειώνεται στη μελέτη.