Στη Βουλή αναμένεται να κατατεθεί μέσα στις αμέσως επόμενες ημέρες προς ψήφιση η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο. Η ρύθμιση θα «ξεκλειδώσει» για τις ελληνικές τράπεζες την απρόσκοπτη περαιτέρω δραστική μείωση των κόκκινων δανείων, με στόχο μονοψήφιο δείκτη NPE που θα συγκλίνει με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο μέχρι τα τέλη του 2022.
Η διάταξη που αναμένεται στη Βουλή έρχεται κατόπιν σχεδίου ρύθμισης που υπέβαλε στις 22 Ιουλίου στην ΕΚΤ ο αρμόδιος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα Υφυπουργός Οικονομικών, Γιώργος Ζαββός, προκειμένου να αρθεί για τις τράπεζες η δαμόκλειος σπάθη ενεργοποίησης του αναβαλλόμενου φόρου στην περίπτωση ζημιών εξαιτίας της μείωσης των κόκκινων δανείων. Η ΕΚΤ έδωσε τη θετική γνωμοδότησή της εντός μόλις 7 ημερών, αναγνωρίζοντας την προτεραιότητα οριστικής απομείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, καθώς και το γεγονός ότι με τη ρύθμιση δεν επέρχεται αλλοίωση του πλαισίου που προβλέπεται για τον αναβαλλόμενο φόρο, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Ειδικότερα, με τη ρύθμιση δίνεται στις τράπεζες η δυνατότητα μετακύλισης τυχόν μη συμψηφισθέντων ποσών χρεωστικής διαφοράς, λόγω μη επάρκειας φορολογικών κερδών σε μία χρήση, σε επόμενο φορολογικό έτος στο οποίο θα υπάρχει επάρκεια φορολογικών κερδών. Η μεταφορά αυτή θα μπορεί να γίνεται σε οποιαδήποτε φορολογική χρήση εντός της αντίστοιχης 20ετούς περιόδου απόσβεσης που προβλέπουν οι διατάξεις για την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Σημειώνεται ότι δεν αλλάζει το ποσό το οποίο θα αποσβένουν οι τράπεζες και το οποίο προβλέπεται σε ετήσια βάση στο 1/20ό των συνολικών αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
Με βάση τα παραπάνω, οι τράπεζες θα μπορούν να προχωρήσουν με την περαιτέρω δραστική μείωση των NPLs, χωρίς να φοβούνται ότι τυχόν κεφαλαιακές ζημιές θα τις εξαναγκάσουν σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου.
Τον κίνδυνο αυτό τον αποσόβησαν για την προηγούμενη χρήση με τους εταιρικούς μετασχηματισμούς (hive – down) στους οποίους προχώρησαν. Πλέον, με την προωθούμενη ρύθμιση, οι τράπεζες απαλλάσσονται από το άγχος ζημιών σε μια χρήση που θα τις εξανάγκαζε σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου και μπορούν να επικεντρωθούν στην πλήρη εξυγίανσή τους και στην επίτευξη κερδοφορίας. Μέσω αυτής και της δυνατότητας να προσελκύσουν νέα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, οι τράπεζες θα μπορέσουν να επιλύσουν οριστικά οι ίδιες τα προσεχή χρόνια το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου, αντικαθιστώντας τον με ποιοτικότερα κεφάλαια.
Με στοιχεία τέλους 2020, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν κεφάλαια από αναβαλλόμενο φόρο που έχουν θεμελιώσει δικαίωμα επιστροφής φόρου («Deferred Tax Credits – DTC»), ύψους 15,525 δις. ευρώ. Στο σύνολο των βασικών κύριων εποπτικών τους κεφαλαίων (CET – 1) που ανέρχονται σε 25,092 δις. ευρώ, τα κεφάλαια του DTC αποτελούν ποσοστό 62%. Ειδικότερα, για την Alpha Bank το ποσοστό του DTC (ποσό 3,100 δις. ευρώ) ανέρχεται σε 40% των κεφαλαίων της CET-1, για την Τρ. Πειραιώς (ποσό 3,985 δις. ευρώ) σε 67%, για τη Eurobank (ποσό 3,940 δις. ευρώ) σε 70% και για την Εθνική Τράπεζα (ποσό 4,500 δις. ευρώ) σε 78%.
Υπενθυμίζεται ότι ο αναβαλλόμενος φόρος ήταν μέτρο φορολογικής βοήθειας που δόθηκε στις τράπεζες ως αντιστάθμισμα για τις ζημιές που υπέστησαν από το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων PSI το 2012 και το 2013. Με βάση τον νόμο για τον αναβαλλόμενο φόρο, δόθηκε στις τράπεζες η δυνατότητα να συμψηφίσουν κάποιες από τις απώλειες του «κουρέματος» των ομολόγων τους με φόρο που θα έπρεπε να καταβάλουν στο μέλλον. Σημειώνεται ότι οι ζημιές που είχαν καταγράψει τότε οι τράπεζες από το «κούρεμα» των ομολόγων ήταν ύψους 27 δις. ευρώ και έναντι αυτών είχαν σχηματίσει αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις 10 δις. ευρώ. Απέκτησαν, έτσι, έναν «κουμπαρά» κεφαλαίων τον οποίο συνυπολόγισαν στα κεφάλαιά τους, μειώνοντας ισόποσα τις όποιες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα προέκυπταν από τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ που ακολούθησαν.
Καθώς το όφελος αυτό δόθηκε με την εγγύηση του Δημοσίου, ο νόμος προέβλεπε ότι στην περίπτωση ζημιών για κάποια τράπεζα, το Δημόσιο θα έπρεπε να καλύψει το ποσό του αναβαλλόμενου φόρου με μετρητά. Δηλαδή, εάν κάποια τράπεζα δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει κέρδη ώστε να συμψηφίσει έναντι της καταβολής φόρου, ποσά από τον αναβαλλόμενο φόρο, τότε θα έπρεπε να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, εκδίδοντας μετοχές υπέρ του Δημοσίου κατά το ποσό της φορολογικής ωφέλειας που θα είχε.
Πρόκειται ακριβώς για αυτό που συνέβη στην περίπτωση της Attica Bank, η οποία στις 16 Αυγούστου προχώρησε στην έκδοση 992,5 εκατομμυρίων warrants υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, λαμβάνοντας έναντι αυτών περίπου 152 εκατ. ευρώ σε μετρητά, σε αναπλήρωση αντίστοιχων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεών της.
Το βράδυ του Σαββάτου, 23 Νοεμβρίου, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρης…
Σε πλήρη ετοιμότητα δηλώνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ενόψει της αυριανής διαδικασίας εκλογής προέδρου (Κυριακή 24 Νοεμβρίου). Σύμφωνα με ανακοίνωση…
Σε πολύ δύσκολη θέση είναι οι κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ που υποστηρίζουν σθεναρά το Ισραήλ, καθώς μετά…
Η 29η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, COP29, που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στην πρωτεύουσα…
Θερμοκρασίες ρεκόρ καταγράφηκαν το φετινό καλοκαίρι στις ελληνικές θάλασσες καθιστώντας το, το πιο ζεστό σε βάθος σαρακονταετίας…
Η βουλευτής Χανίων αποκαλύπτει, σε συνέντευξή της στα «Νέα» και στον Χρήστο Χωμενίδη, το παρασκήνιο…
This website uses cookies.