12.8 C
Chania
Sunday, December 22, 2024

Τυλιγμένος στον μανδύα της μοναξιάς του

Ημερομηνία:

Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*
Τυλιγμένος στον μανδύα της μοναξιάς του, περίλυπος, ανήμπορος και πάνω απ’ όλα, ψυχικά κουρασμένος, κειτόταν στην έρημη κλίνη του, ανίκανος ν’ αντισταθεί και να διώξει την κατάθλιψη, που σαν αρχόντισσα είχε εγκατασταθεί στην φτωχή κι ασυγύριστη καμαρούλα του. Έπειτα από πολλές ώρες πλήρης ακινησίας αποφάσισε σιγά – σιγά να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Δεν μπορούσε άλλο να μείνει ξαπλωμένος, είχε πιαστεί όλο το γέρικο και αδύναμο κορμί του.

Κι όταν ο δόλιος σηκώθηκε, ένιωθε πως όλοι του οι αρμοί από στιγμή σε στιγμή θα γινότανε κομμάτια και θα σωριάζονταν στο πάτωμα. Καταβάλλοντας δε αρκετή προσπάθεια, τρικλίζοντας και με την βοήθεια της μαγκούρας του, μόνιμής του πια συντροφιάς εδώ και δυο – τρία χρόνια, κατάφερε κι έφτασε στο μοναδικό παραθύρι του δωματίου του. Όταν επιτέλους κάθισε στην μικρή καρέκλα, την εγκαταστημένη από πολύ καιρό εκεί, ένα μακρόσυρτο αχ πρόβαλε από τα στεγνά και μαραμένα σαν φύλλα φθινοπωρινά χείλη του. Τέλος ανοίγοντας διάπλατα τα φύλλα του παραθύρου έριξε μια ματιά γιομάτη πόνο στο βάθος του δρόμου, λέγοντας σιγαλά, σχεδόν ενδόμυχα.

Αχ Βαγγελιώ μου, που είσαι; Αχ και να γινότανε να σ’ έβλεπα να πρόβαινες έστω για λίγο και ας πέθαινα την ίδια στιγμή. Αχ Βαγγελιώ μου, καλή μου, καλή μου Βαγγελιώ, και συνέχισε.

Δεν θέλω τίποτα άλλο, εκτός από το να σε δω για μια στιγμούλα μόνο. Από τότε που έφυγε από τη ζωή η Βαγγελιώ του, η καλή γυναικούλα του, αποσταμένος από την μοναξιά, καθότανε στο παραθύρι πολλές ώρες, φέρνοντας στο νου του διάφορες εικόνες της πολύχρονης και πολύπαθης ζωής του. Αναστενάζοντας και δακρύζοντας πολλές φορές. Με την μακαρίτισσα πέρασαν πολλά βάσανα από τη μέρα που έδωσαν όρκο αιώνιας αγάπης ενώπιον θεού και ανθρώπων λίγο πριν τον πόλεμο του σαράντα. Πέρασαν μαζί δύσκολα χρόνια, βίωσαν μύριες κακουχίες, νιώθοντας στο πετσί τους όλη τη βαρβαρότητα των κατακτητών της πατρίδας μας αλλά και τα δεινά του εμφυλίου σπαραγμού, όμως άντεξαν, μεγάλωσαν τα παιδιά τους με αξιοπρέπεια, δημιούργησαν περιουσία, είδαν πολλές ευχάριστες ημέρες, καμάρωσαν εγγόνια και πάνω που έλεγαν να καθίσουν επιτέλους σε μια γωνιά να ξαποστάσουν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι τους χώρισε ο αγλύκαντος.

Κι έμεινε μόνος ο δύστυχος, φορτωμένος πολλά χρόνια στις πλάτες του κι ένα σωρό προβλήματα, υγείας και όχι μόνο, κλεισμένος στην μικρή και έρημη καμαρούλα του. Τα παιδιά του είχαν τις δικές τους οικογένειες, είχαν τις δικές τους σκοτούρες και δεν είχαν και πολύ χρόνο ελεύθερο να τον διαθέσουν για ‘κείνον.
Δεν τον είχαν ξεχάσει βέβαια, δεν μπορούσε να το πει αυτό, πήγαιναν κάπου – κάπου και τον έβλεπαν και για να μην είναι τελείως μόνος του είχαν προσλάβει μια γυναίκα που πήγαινε δυο – τρεις φορές την εβδομάδα και συγύριζε το σπίτι και του μαγείρευε. Όμως και κείνα τα εγγόνια τώρα τελευταία, δεν πήγαιναν συχνά να τον δούνε όπως πρώτα. Είχαν και κείνα τις σκοτούρες τους τα σχολειά του κι ένα σωρό άλλες ασχολίες. Κι έτσι περνούσαν τρεις και τέσσερις μέρες να δει δικό του άνθρωπο να πει και κείνος μια κουβέντα βρε αδελφέ. Αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει εκτός από υπομονή, ο δύστυχος μήπως είχε και άλλη επιλογή;

Τα πόδια του τον είχαν προδώσει πριν από πολύ καιρό. Μόλις που μπορούσε να κάνει λίγα βήματα. Μπορούσε όμως και πήγαινε στην τουαλέτα. Κι αυτό ήταν το παρήγορο μέσα στην απέραντη μοναξιά του. Αλλά ως πότε θα γινότανε κι αυτό; Και στη σκέψη ότι κάποια μέρα δεν θα μπορεί να πηγαίνει μήτε στην τουαλέτα και μόνο στην σκέψη αυτή ένας ψηλός ιδρώτας έλουζε ολόκληρο το αδύναμο κορμί του. Τέλος πάντων, τα χέρια του όμως τον είχαν τελείως εγκαταλείψει, εκείνα τα χέρια που κάποτε έπιαναν την πέτρα και την έστυβαν έως ότου να βγάλει νερό – που λέει ο λόγος – τώρα δεν μπορούσαν να κρατήσουν ένα ποτήρι νερό. Εκείνα τα χέρια ήταν η αφορμή που δεν πήγαινε στα σπίτια των παιδιών του, τους τελευταίους μήνες.

Την τελευταία φορά που επισκέφτηκε το σπίτι του μικρότερου γιού του, είπε στον εγγονό του να του δώσει ένα ποτήρι νερό γιατί διψούσε. Όταν ο εγγονός του έδωσε το νερό, το χέρι του δεν το κράτησε καλά γιατί έτρεμε κι έπεσε κάτω και γίνηκε χίλια κομμάτια. Στη συνέχεια, δεν πρόσεξε κι ο εγγονός κι όπως ήταν ξυπόλητο το παιδί πατάει πάνω σε ένα κομμάτι γυαλί, κόβει την πατούσα του ποδιού του και γέμισε το πάτωμα και το χαλί αίματα. Βάζει τα κλάματα το παιδί και βλέποντας η νύφη του τα αίματα τρόμαξε, βάζει τις φωνές και κείνη και ποιός είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε. Έκλαιγε το παιδί, η νύφη πάνω στον πανικό της ξεστομούσε και διάφορα λόγια εναντίον του παππού, και μάλιστα με πολύ αυστηρό ύφος.

Όταν επιτέλους ηρέμισε ο εγγονός, η νύφη του τον πλησιάζει και του λέει, μεταξύ των άλλων, άλλη φορά να μην τολμήσει να πάει στο σπίτι μόνος του εφόσον δεν μπορεί. Και κοιτάζοντάς τον στα μάτια όχι και τόσο φιλικά του λέει, θα έρχομαι εγώ να σε παίρνω, αρκεί να μου τηλεφωνήσεις πρώτα, και δεν έχω δουλειά.
Έχεις δίκιο κόρη μου της είπε με ήρεμο τρόπο ο παππούς. Σου δίνω το λόγο μου ότι δεν θα ξανασυμβεί αυτό που συνέβη σήμερα. Κι ως γνωστό όταν δώσει το λόγο του ηλικιωμένος άνθρωπος δεν τον παίρνει πίσω. Έκτοτε σχεδόν εγκαταλελειμμένος μόνος και έρημος περνούσε ο καιρός του. Καλύτερα έτσι έλεγε. Τι να πάει στα σπίτια των παιδιών να συμβεί κάτι πάλι, ηλικιωμένος άνθρωπος είναι, και να του φωνάζουν. Αυτό δεν θα το άντεχε για δεύτερη φορά.

Από ‘κείνη τη μέρα και μετά, κάθε μέρα κι’ όλη μέρα μιλούσε στην Βαγγελιώ του, πότε σιγανά και πότε δυνατότερα. Μάλωνε κι όλας καμιά φορά όπως πρώτα τότε που ήταν στη ζωή η μακαρίτισσα κι αλάφρωνε λίγο η ψυχούλα του.

Έλεγε όμως, αν με ακούσει κανένας, μωρέ Βαγγελιώ μου, θα πει ότι τρελάθηκα και μιλάω μόνος μου. Όμως δεν θα έχει δίκιο.

Εγώ ξέρω ότι μπορεί να μην σε βλέπω, αλλά ξέρω ότι είσαι εδώ κοντά μου, και συνέχιζε πολλές φορές με δάκρυα στα θωλά μάτια του. Εγώ την ανάσα σου την νιώθω εδώ γύρω μου.

Δεν κάνεις εσύ χωρίς εμένα. Το ξέρω εγώ. Κι ας σε μάλωνα πολλές φορές όταν ήμασταν μαζί, εσύ και τώρα φεύγεις κρυφά από την επίβλεψη του σουλτάνου του Άδη κι έρχεσαι εδώ, όπως έκανες και τότε που πρωτογνωριστήκαμε. Θυμάμαι που μου έλεγες ότι δεν θα έρθεις, αλλά όταν νύχτωνε έφευγες κρυφά από το σπίτι σου και ερχόσουνα.

‘Α όλα κι όλα Βαγγελιώ μου, μη σκύβεις το κεφάλι σου, η αλήθεια να λέγεται. Έλα τώρα μη ντρέπεσαι και αρχίσω πάλι να κλαίω.

Ά ρε Βαγγελιώ. Ά ρε Βαγγελιώ μου.

Και με αυτές τις συνομιλίες περνούσε ο καιρός του παππού ώσπου ένα ανοιξιάτικο βράδυ, που ο ουρανός ήτανε πεντάμορφος στολισμένος απ’ άκρη σ’ άκρη με λογίς – λογίς αστέρια, του ήρθε μια ιδέα.

Σηκώνεται λοιπόν από την αγαπημένη του καρέκλα, φόρεσε ένα σακάκι γιατί έκανε και λίγη ψύχρα, και μια και δυό παίρνει το δρόμο για το κοιμητήριο. Θα πάω έλεγε μόνος του, να της κάνω λίγη συντροφιά τέτοια όμορφη βραδιά, άλλωστε έχω πολύ καιρό να την επισκεφτώ. Το ξέρω θα χαρεί όταν με νιώσει πάνω από την πλάκα που την σκεπάζει. Θα κουβεντιάσουμε όπως τότε που περνούσαμε ολόκληρες νύχτες καθισμένοι κάτω από τη ροδιά του κήπου μας ο ένας πλάι στον άλλον, πλάθοντας μύρια όνειρα για τα παιδιά μας, πότε γελώντας και πότε κλαίοντας.

Άχ μωρέ Βαγγελιώ έλεγε, δεν έζησες να δεις και να καμαρώσεις το τελευταίο εγγόνι μας το Δημήτρη, πόσο όμορφος είναι, και πόσο μου μοιάζει. Ίδιος εγώ είμαι. Αλλά μην στεναχωριέσαι, έρχομαι να σου τα πω από κοντά. Και κουβεντιάζοντας σε όλη τη διαδρομή, βαδίζοντας σιγά – σιγά κρατώντας την μαγκούρα του, έφτασε στο κοιμητήριο. Και έτσι όπως ήταν ήσυχη και πεντάμορφη εκείνη η βραδιά, καθισμένος πλάι στο μνήμα της, άρχισε να της κουβεντιάζει. Κι εφόσον είπε πάρα πολλά στη Βαγγελιώ του, πότε γελώντας και πότε κλαίγοντας, τα χαράματα πριν σβήσουν όλα τ’ αστέρια του ουρανού, κι όταν τ’ αγριολούλουδα και αγριόχορτα άρχισε να τα σκεπάζει ανάλαφρα, η πολυχαϊδεμένη κόρη της αυγούλας, η δροσούλα, και πριν πάρει το δρόμο του γυρισμού σηκώθηκε και της παρήγγειλε για τελευταία φορά. Εμένα μη μου κρύβεσαι, εγώ όπου κι αν είσαι θα σε βρω, γιατί ακόμα σ’ αγαπώ, τ’ ακούς Βαγγελιώ μου, σ’ αγαπώ. Και λέγοντας αυτά τα λόγια, τα γλυκά και τα τόσο όμορφα, έφυγε από το κοιμητήρι, με τα γέρικα θολά μάτια του γιομάτα πικρά δάκρυα.

Την επόμενη μέρα, οι γείτονες, δεν είδαν τον παππού να κάθετε στο παράθυρο κι ανησύχησαν, κι εφόσον πέρασε το μεσημέρι και δεν τον είδε κανείς, αποφάσισε ένας από τους γειτόνους και πήρε τον γιο του παππού τηλέφωνο και του είπε ότι ο παππούς δεν φάνηκε σήμερα καθόλου όπως τις άλλες μέρες. Τέλος κάποια στιγμή έφτασε ο γιος του και ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού είδε ότι ο παππούς δεν ήταν εκεί, φώναξε αλλά καμία απάντηση δεν πήρε, πρόσεξε όμως ότι πάνω στο μικρότερο τραπέζι που ο παππούς έτρωγε το φαγητό του, ήταν ένα σημείωμα που κάτι έγραφε. Με δυσκολία το διάβασε και έγραφε τα εξής:

Δεν τα γράφω καλά παιδιά μου, τρέμουν τα χέρια μου. Μην ανησυχείτε όμως, αν αργήσω να έρθω, πηγαίνω να ανάψω ένα κερί στον τάφο της Βαγγελιώς μου. Και να της κάνω και λίγη συντροφιά απόψε. Πολλοί βέβαια κατάλαβαν τι είχε συμβεί στον παππού, όμως δεν είπαν τίποτα, κι άρχισαν όλοι μαζί την αναζήτησή του αρχίζοντας από το κοιμητήρι. Έπειτα από αρκετές ώρες ψάχνοντας τον εντόπισαν στη ρίζα ενός απότομου γκρεμού, νεκρό, αρκετά μακριά από το κοιμητήρι και μάλιστα στην ακριβώς αντίθετη πλευρά.

Πολλοί υπόθεσαν ότι ο παππούς κουρασμένος όπως ήταν πήρε λάθος δρόμο βγάζοντάς τον στον γκρεμό. Κι ο δύστυχος μάλλον δεν αντιλήφθηκε που βρισκόταν, παραπάτησε, έπεσε και σκοτώθηκε.

Άλλοι πάλι δεν συμφωνούσαν με την παραπάνω εκδοχή. Τέλος πολλά ειπώθηκαν για τον απροσδόκητο χαμό του παππού. Την αλήθεια όμως, δηλαδή πως έφτασε στο χείλος του γκρεμού, αν ήταν ατύχημα ή δική του επιλογή, δίνοντας με αυτό τον τρόπο τέλος στα βάσανά του δεν την έμαθε κανένας, την πήρε μαζί του στο βάθος του γκρεμού.

* συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Λογοτεχνία και Μαθηματικά – ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΘΗΜΑΤΑ

Του Γιάννη Γ. Καλογεράκη Μαθηματικού Στατιστικολόγου  Επιτ. Σχολικού Συμβούλου Μαθηματικών (Την...