12.8 C
Chania
Sunday, December 22, 2024

ΥΠΑΡΞΙΑΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ: Στην εξώδιο ακολουθία του…

Ημερομηνία:

Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος-Συγγραφέας
Μέλος της “Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων”

 

…Ανάλαφρα υψώθηκε το σώμα του σε στάση ύπτια και οριζόντια… Αιφνιδιάστηκε… Έριξε μια ματιά στα κάτω, καθώς το αντιλήφθηκε πως άρχισε να διαπερνά την οροφή του δωματίου, άνετα, αέρινα και ανεμπόδιστα. Εκείνο που αντίκρισε στα χαμηλά, ήτανε το κορμί του ύπτια ξαπλωμένο στον κρεβάτι του χειρουργείου… Μια ομάδα ανθρώπων με πράσινες ματωμένες ποδιές και σκυμμένη πάνω του, έδειχνε ανάστατη… Τον ταρακουνούσαν…

Κάποιος φώναξε, σχεδόν ούρλιαξε:  «Τον χάνουμε!…τον χάσαμε!…»

…Στύλωσε τη ματιά του στο κορμί που ήταν πάντα ξαπλωμένο στην ίδια στάση στο κρεβάτι, ακίνητο, μαρμαρωμένο… Εις το ασπρόχλωμό του πρόσωπο διέκρινε μια κουρασμένη – θα ’λεγε κακομοιριασμένη – έκφραση, διάχυτη ανάμεσα εις τα αυλάκια των ρυτίδων γύρω από τα μάτια και στο μέτωπο που το πλαίσιωναν τα  πλούσια, χιονάτα μαλλιά του. Αυθόρμητα αισθάνθηκε βαθιά την ανακούφιση, που άφησε, που εγκατέλειψε αυτό το κακομοιριασμένο χωματένιο σώμα.

Αίφνης ξαφνιάστηκε, σαν είδε ένα τούνελ λουσμένο κι αυτό στο φως μέσα εις το οποίο έμπαινε μ’ ορμή, λες και κάποιο χέρι αόρατο τον οδηγούσε…. μα ήταν μόνος… πετούσε!… Ενοιωσε μια απέραντη χαρά καθώς, αέρινα κι ανάλαφρα ένοιωσε να απολαμβάνει αυτοδύναμα ετούτη την πρωτόγνωρή του εμπειρία….

…Σαν τέλειωνε το τούνελ, σταμάτησε. Ορθώθηκε και διαπίστωσε πως ήτανε απόλαυση… το βάδισμα, καθώς δεν ήταν σαν το βάδισμα που γνώριζε. Ηταν μία αέρινη περπατησιά που λες και δεν πατούσε, μάλλον πετούσε, καθώς δεν είχε λημέρι η βαρύτητα εδώ… Ξάφνου, είδε κάποια φιγούρα πιο μακριά, που το ’νοιωσε πως πρόσμενε εκείνον… Σίμωσε… Μα, ναι, ήταν η μάνα!… Αέρινα αγκαλιαστήκανε, ανθρώπινα αλλάξανε φιλιά στα μάγουλα τα διάφανα… Δεν είχε αλλάξει ολότελα απ’ τη στερνή εκείνη τη φορά, σαν έλεγε ο παπάς το γνωστό όσο και άχαρο: «…δεύτε τελευταίον ασπασμόν…» Μα γιατί «τελευταίον ασπασμόν;» Να’την πάλι μπροστά του, να’τον και τον ασπασμό στα μάγουλα τα διάφανα, συμπλήρωμα αέρινης αγκάλης μάνας και γιου…

…Σαν τέλειωσαν οι πρώτες… διαχύσεις, πρόσεξε κάποιον με λευκό ποδήρη χιτώνα, που στέκονταν πιο πέρα και υπομονετικά περίμενε, λες και δεν ήθελε να διακόψει το οικογενειακό το συναπάντημα. Πλησίασε. «Ελα μαζί μου…», του είπε. «…ελάτε κι εσείς…», είπε στη μάνα. Ολοι μαζί, πετώντας λες παρά βαδίζοντας, φτάσανε στη στιγμή σε γειτονιά γνωστή… στο σπίτι του… Κόσμος πολύς… έξω και μέσα σε αυτό… και το κουφάρι του σε φέρετρο εβένινο στραμμένο δυτικά κατά το ορθόδοξο δόγμα.… Κλάμα πολύ!… Να και η συντρόφισσά του, λιώμα… πεσμένη πάνω στο κουφάρι του… με τα παιδιά τους γύρωθέ της αγκαλιαστά να κλαίνε, να φιλάνε το ανέκφραστο (κέρινο πια) πρόσωπό του. Απόρησε!… Ο συνοδός του, ένοιωσε την απορία του. Του εξήγησε ήρεμα, συγκαταβατικά, καθησυχαστικά:

«…Δε σε βλέπουν… δεν μπορούν να σε δουν στη διάσταση του Υπερθεατού Κόσμου που τώρα πια ανήκεις… μόνο εσύ μπορείς να βλέπεις…μα δεν πρέπει ούτε να τους αγγίξεις, ούτε να τους μιλήσεις, γιατί ’σαι ακόμη σε στάδιο ενδιάμεσο… Αργότερα θα σου το επιτρέψω μιας και δε θα το νοιώθουν τότε οι γήινοι, το άγγιγμά σου.Θα νοιώθουν ευφορία τότε ψυχική, μα όχι το άγγιγμα που θα τους κάνεις…»

Όμως, δεν του άρεσε που η συντρόφισσά του μα και τα παιδιά του φορούσαν μαύρα. Δεν του άρεσε που παράκουσαν τις εντολές που είχε δώσει, πως, σαν θα φύγει να μη μαυροφορεθούν. Και τούτο, γιατί το πίστευε πως δεν πεθαίνει ο άνθρωπος. Τους έλεγε: «…Δεν το μπορεί να έφτιαξε ο Πλάστης το τελειότερο του δημιούργημα, τον άνθρωπο για “μια χρήση”, για να πεθάνει… απλά ο άνθρωπος μεθίσταται σε άλλο επίπεδο, σε μία τέταρτη διάσταση, αδιαπέραστη απ’ την πεπερασμένη την ανθρωπίσια μας ματιά που διαπερνά τις τρεις μονάχα διαστάσεις, σαν έτσι το’θελε ο Πλάστης.» Να το λοιπόν, που είχε δίκιο…γιατί λοιπόν μαυροφορέθηκαν;

Εμεινε όρθιος σε μια γωνιά. Σκέφτηκε: «να δω λοιπόν ποιοι μ’ αγαπούσαν, ποιοι ήταν φίλοι, τώρα θα ιδώ, σε μια, και τελευταία ευκαιρία…»

….Και είδε… Και διαπίστωσε πως είχε και τη μπόρεση να δει, μα και να διαβάσει τη σκέψη την απόκρυφη και την καρδιά, το λογισμό όλων εκείνων που συνωστίζονταν..

…Είδε και κάποιους συγγενείς στενούς, που χρόνια ολάκερα διέδιδαν για κείνον πράγματα ανυπόστατα, απλά για ν’ αμαυρώσουν την εικόνα του, σαν ήταν αυτοδύναμα “φτασμένος” κι εκείνοι έλιωναν στη ζήλεια. Είδε το δάκρυ να κυλά, μα έχοντας διαυγή την ενσυναίσθηση, διάβασε στα εσώψυχά τους, πως τούτο ήταν για το… θεαθήναι και κάτω απ’ το μαντήλι που σκέπαζε μύτη και στόμα (τάχα για να σκουπίζει κάθε υγρό συγκίνησης), κρυβότανε σαρδόνιο χαμόγελο ατέλειωτης ικανοποίησης. Δεν ένοιωσε κακία!… Του έκανε εντύπωση… Ο συνοδός του που διάβασε τη σκέψη του, βιάστηκε να του εξηγήσει πως: «…τα πνεύματα δεν έχουν συναισθήματα κακίας…»…

…Είδε και κάποιους κομματάρχες κι ένα βουλευτή, μιας και είναι μόδα των καιρών να σπεύδουν στο κατόπι του νεκρού σαν άλλες “μυροφόρες”, μα με κενή τη θήκη των συναισθημάτων. Αυτά, τα είχαν κλείσει στο γραφείο φεύγοντας. Εξάλλου, είχαν να πάνε και σε άλλη μια εξώδιο. Ηλθαν απλά μήπως και σιγουρέψουν κάποια… ψήφο από τη φαρισαϊκή τους τη συμπόνια στη χήρα, στα ορφανά… Τους έβλεπε να είναι ανυπόμονοι και να κοιτάνε το ρολόι τους συνέχεια… Διάβασε την ενδόμυχή τους σκέψη: «…Αντε να τελειώνουμε, έχουμε και δουλειές!…»

…Είδε και κάποιους φίλους, συναδέλφους, που του ’σφιγγαν το χέρι στο γραφείο και πίστευε πως ήταν αποκούμπι (σαν αποκούμπι άλλωστε λογιάζεται ο φίλος) κι αυτός ο τότε “γήινος”, επίστευε σε δαύτους. Τους είδε να κοιτούνε το ρολόι ανυπόμονα σαν ήτανε μεγάλη η “ουρά” εκείνων που θ’ απίθωναν λίγα λουλούδια στα μπροσπόδια του νεκροκρέβατου και ύστερα θα έσκυβαν μέχρι το εικόνισμα και πάνω εις την κέρινη μορφή. Διάβαζε μία αίσθηση εκνευρισμού, σαν… τους καθυστερούσε στη δουλειά τους.  Μα γιατί ήλθαν;  Μα, έτσι, για το θεαθήναι!…

«…Γιατί τόση υποκρισία;…» αναρωτήθηκε…

….Είδε να μπαίνει κάποια στιγμή ο παπάς, ένας υπέργηρος ιερωμένος και με σπαραχτικές κραυγές να αγκαλιάζει, να φιλεί, να σφίγγει το σκήνωμά του. Διάβασε στα εσώψυχά του οδύνη απερίγραπτη, ειλικρινή… Δε του ’κανε εντύπωση… Ητανε ιερέας! Δεν ήταν έμπορος του θείου δόγματος…

…Είδε σε μια γωνιά του κήπου, κείνο το καστανόμαυρο σκυλάκι του, με τα ματάκια του – βρύσες δακρύων και το χορτάρι κάτωθέ τους, μουσκεμένο… Διάβασε στα εσώψυχά του, σπαραγμό! Ετούτο το πανέξυπνο τετράποδο είχε συλλάβει σ’ όλες τις διαστάσεις του, το δράμα… Εκλαιγε και λυπόταν εγκεφαλικά και όχι για το θεαθήναι τόσων ανθρώπων που συνωστίζονταν!… Αν είχε και μιλιά!… Πλησίασε. Εκείνο, όρθωσε το κεφάλι αρχικά, και στη συνέχεια σηκώθηκε, κούνησε την ουρά του με τη ματιά στραμμένη προς το μέρος του. Ξαφνιάστηκε. «…με βλέπει;..», αναρωτήθηκε. «Όχι, δε σε βλέπει. Σε διαισθάνεται… τα σκυλιά έχουν ανεπτυγμένες κάποιες αισθήσεις…» του εξήγησε ο συνοδός του που διάβασε τη σκέψη του, και ξακολούθησε το μονόλογό του: «Κανονικά, θα πρέπει να μείνουμε απόψε εις το σπίτι σου… για μέρες τρεις… η παρουσία μας θα ήταν μια αθέατη παρηγοριά… θα απαλύναμε τον πόνο τους, και δε θα ήξεραν το γιατί… μετά, θα έπρεπε να φύγουμε και για σαράντα μέρες θα σε πήγαινα σε μέρη όπου έζησες… την τεσσαρακοστή, θα ερχόσουν πάλι στο σπίτι σου για το στερνό χαιρετισμό… θα έφευγες και θα τους πρόσμενες στην τέταρτη διάσταση στο γύρισμα του χρόνουκανονικά…»

Εκείνος, τον έκοψε:

«Δεν σε καταλαβαίνω, Αρχοντα!…» ψέλισσε

«Κανονικά… σου είπα, τέκνον μου… κανονικά, εάν είχε έρθει η ώρα σου… μα βλέπεις, δεν ήρθε ακόμη… Υπαγε εις τον Οίκον σου, τέκνον μου!…»

…Επεσε σιωπή… Βαθύ σκοτάδι σκέπασε τα πάντα… Χάθηκε το πλήθος, οι εικόνες, ο ασπροφορεμένος συνοδός…

…Ενα δυνατό χειροκρότημα τον ξάφνιασε, πιότερο από την εμπειρία που μόλις είχε βιώσει… Ανοιξε τα μάτια… Φως!… Φως γήινο, γνωστό… τα έκλεισε πάλι… Νέο χειροκρότημα ανάκατο με φωνές ενθουσιασμού, τον έκανε να τα ανοίξει ξανά. Και είδε: Εκείνους τους πρασινοντυμένους ανθρώπους γύρω από το κρεβάτι του, να χειροκροτούν, με μάτια ποταμούς δακρύων!

«Μας κοψοχόλιασες!…» του πέταξε ο πιο μεγάλος, που φαινόταν επικεφαλής της ομήγυρης…

Μα ναι! Τότε τα θυμήθηκε όλα: Μα είχε μπει στο μεγάλο Νοσοκομείο σε μια δύσκολη εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς! Ναι, τώρα τα θυμήθηκε όλα…

…Πέρασαν μέρες… Εκείνος, εκμυστηρεύτηκε το βίωμά του στον πνευματικό του, που κάλεσε επειγόντως, όταν το επέτρεψαν οι γιατροί.

Και ο πνευματικός, ένας σεβάσμιος και βαθιά μορφωμένος γέροντας ιερέας, του εξήγησε ότι βίωσε μια επιθανάτια εμπειρία, σαν εκείνη που βιώνουν όλοι, σαν έρθει η ώρα του αποχωρισμού του φθαρτού σώματος από την αθάνατη ψυχή. Και κατέληξε:

«…Απλά, παιδί μου, είσαι ενορατικός άνθρωπος, προχώρησες, κι έφτασες να δεις ακόμη και την εξώδιό σου… αλλά, δεν ήρθε ακόμη η ώρα σου, καθώς σε βεβαίωσε ο Αγγελος Κυρίου, καθώς, Αγγελος ήταν ο συνοδός σου με τον λευκό χιτώνα!…»

…Πέρασε καιρός… Η επιθανάτια εμπειρία τον βασάνιζε για χρόνια. Μα εκείνο που του προκαλούσε πλέρια θλίψη, ήταν η απουσία του Ανθρώπου από το πλήθος που προσέτρεξε μηχανικά (φαρισαϊκά λες) στην εξώδιο ακολουθία του…

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Λογοτεχνία και Μαθηματικά – ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΘΗΜΑΤΑ

Του Γιάννη Γ. Καλογεράκη Μαθηματικού Στατιστικολόγου  Επιτ. Σχολικού Συμβούλου Μαθηματικών (Την...