“Όπως και τρία χρόνια πριν, έτσι και τώρα παγώσαμε στο άκουσμα του βίαιου θανάτου. Αποχαιρετήσαμε με βαθιά θλίψη τους συγχωριανούς μας, τον Λευτέρη και τον Γιώργη, όπως είχαμε αποχαιρετήσει και το Μανώλη το 2017. Θέλουμε να εκφράσουμε τα ειλικρινή μας συλλυπητήρια στους οικείους τους. Στις δύσκολες αυτές ώρες που αντιμετωπίζουμε οφείλουμε να σταθούμε αλληλέγγυοι και να τους στηρίξουμε όλους με κάθε τρόπο.
Η διερεύνηση του εγκλήματος αυτού καθ’ εαυτού, είναι δουλειά των δικαστικών αρχών. Οι αναλύσεις που γίνονται σε αυτή τη βάση τόσο σε επίπεδο καφενείου όσο και “κοινωνικού κανιβαλισμού” από τα ΜΜΕ, εύκολα μπορούν να μας αποπροσανατολίσουν από τα πραγματικά αίτια του προβλήματος. Αν αντιμετωπίσουμε το τραγικό αυτό γεγονός σαν μεμονωμένο περιστατικό, ή μια “κακιά στιγμή”, θα κάνουμε ένα ακόμη ιστορικό λάθος που κρύβει σοβαρούς κινδύνους για την εξέλιξή μας από εδώ και στο εξής.
Μεγαλώσαμε σε έναν πανέμορφο τόπο περιτριγυρισμένοι από το μεγαλείο της φύσης, με μια βαριά ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά. Είδαμε ανθρώπους να προκόβουν, να δουλεύουν σκληρά με τιμή και αξιοπρέπεια, να σέβονται τη φύση και τη ζωή, να έχουν όραμα και γνώση. Είδαμε όμως και άλλους ανθρώπους να ληστεύουν τα σπίτια και τα κοπάδια μας, είδαμε το εύκολο χρήμα να γίνεται αυτοσκοπός, την αξία της παιδείας να υποβαθμίζεται. Είδαμε και τη σκοτεινή μας πλευρά.
Οι ευθύνες όμως δεν βαραίνουν μόνο την κοινωνία. Οι πολιτικές που ακολουθούνται εδώ και χρόνια βασίζονται σε ένα σύστημα διεφθαρμένο, που επιδοτεί και συγκαλύπτει την παρανομία με την συμβολή ή την ανοχή του κράτους, ώστε να διατηρούνται οι πελατειακές σχέσεις και η εξουσία σε ισχύ. Θα επενδύσουμε όμως στην ακραία καταστολή; Για εμάς αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση λύση. Απαιτείται αγώνας, μόχθος ατομικός και συλλογικός, γι’ αυτό και η απάντηση θα βρίσκεται πάντα στους ανθρώπους, στην αλληλεγγύη, στον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, και στις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας.
Χρειάζεται να ανοίξουμε επιτέλους έναν ειλικρινή διάλογο, κάνοντας μια ουσιαστική αυτοκριτική διαρκείας για τις κοινωνικές συνθήκες, τις τοξικές συμπεριφορές, τις παθογένειες, οικονομικές και κοινωνικές, τις νοοτροπίες και όλα τα φαινόμενα εκείνα που έκαναν τα πιστόλια προέκταση του “εγώ”.
Ας στηριχτούμε στις ρίζες που δίνουν ζωή. Ας παραδειγματιστούμε από τους προγόνους μας, οι οποίοι, μέσα στα χαλάσματα και τα ερείπια έπιασαν πέτρα την πέτρα, έδωσαν ξανά ζωή σε αυτόν το τόπο και θεμελίωσαν την κοινωνία μας με αξίες, όπως η αλληλεγγύη, η προσφορά, η φιλομάθεια, ο σεβασμός, η ομόνοια και η ελευθερία.
Εμείς, όλοι εμείς που αγαπάμε τα Ανώγεια, θα είμαστε εδώ και όταν σβήσουν οι κάμερες, με ανοιχτά μυαλά και το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον, οφείλουμε να παλέψουμε για την κοινωνία που θέλουμε να ζούμε.
Να προτάξουμε την εντιμότητα και την εργατικότητα απέναντι στην παραβατικότητα και τον πλουτισμό δια της απραξίας. Την ταπεινότητα και την αλληλεγγύη απέναντι στην έπαρση και τον εγωισμό. Τη συλλογική δράση και την εξωστρέφεια έναντι στον ατομικισμό και την εσωστρέφεια του τοπικισμού.
Δηλώνουμε τη στήριξη και τη συμμετοχή μας στο κάλεσμα που έκανε ο Σύλλογος Αποφοίτων και Φίλων Σταυράκειου Γυμνασίου και Λυκείου Ανωγείων προς τους φορείς και τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την πρόοδο του Ανωγείων. Προτείνουμε η έναρξη του διαλόγου να ξεκινήσει από το σχολείο, ως χρέος στον άνθρωπο που οραματίστηκε ένα καλύτερο μέλλον για τον τόπο μας.
Παραθέτουμε γραπτώς, την ομιλία του Βασίλη Δραμουντάνη με τίτλο “Μαύρα τσεμπέρια και τοξική αρρενωπότητα”, που πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο καλοκαίρι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Χαιμαλίνα με θέμα την έμφυλη βία, ως μία από τις δράσεις που πραγματοποιήσαμε και πέρυσι για να ανοίξει και αυτή η συζήτηση :
«Μαύρα τσεμπέρια και τοξική αρρενωπότητα»
Ίσως η πιο ανεξίτηλη, σκοτεινή εικόνα των παιδικών μας ονείρων, είναι τα μαύρα τσεμπέρια. Αυτά τα μαύρα τσεμπέρια, είναι η ύλη που μας κρατά δεμένους με τη μνήμη της καταστροφής.
Μιας καταστροφής που καθόρισε και συνεχίζει να καθορίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς μας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον τελευταίο χαλασμό του 1944.
Μεταπολεμικά Ανώγεια…
Γεμάτοι πείσμα οι Ανωγειανοί, ξαναχτίζουν τις χαλασμένες πέτρες των σπιτιών τους και αρχίζουν να γεννούν και να αναθρέφουν τη μετακατοχική τους γενιά.
Ο Μιχαήλ Σταυρακάκης, κλείνει μια πραγματική Οδύσσεια επιβίωσης, όπως ο ίδιος την κατέγραψε, αφήνοντάς μας άφωνους και συγκινημένους στην ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του. Επενδύει όλον του τον κόπο και την αγάπη για τα Ανώγεια στη γνώση. Χτίζει στα ερείπια του πολέμου το σχολείο, που έμελε όπως ήταν φυσικό να στείλει το χωριό και όλη την περιοχή, σε τροχιά προς τον ουρανό και τον ήλιο.
Πριν απ` αυτό, την επανεκκίνηση της ζωής είχαν αναλάβει τα μαύρα τσεμπέρια. Αυτές οι ανίκητες και άσπαστες σιδερόπετρες. Οι Ανωγειανές γυναίκες.
Οι γυναίκες και οι μουσικές τους. Οι μουσικές της καθημερινότητάς τους:
Στο αξημέρωτο πότισμα των περβολιών, στα παζάρια με τους πλανόδιους εμπόρους, στο συριγμό του μαλλιού στη ρόκα και στην ανέμη, στα πέταλα των αργαλειών με τις ξύλινες σαΐτες να εξακοντίζουν χιλιάδων χρόνων μινωϊκά νήματα και σχέδια στα χαλιά τους για τα ζεστά, χρωματιστά, πρωινά πατήματα, στις ζωηρές φωνές της μεσημβρινής μαγειρικής έξαψης, στο χαμηλόφωνο εσπερινό μνημόσυνο της μέρας στο ακριανό παγκάκι της πλατείας. Κι εκείνη η τελική σφραγίδα τους, το πικρό τραγούδι τους στο θάνατο του αντρός, του γιου, του πατέρα, του αδερφού, που κανείς δεν αντέχει να ακούει. Κανείς δεν το αντέχει, μα όλοι τρέχουν να το ακούσουν για να συμμετέχουν στην αμαρτωλή ηδονή του πένθους κλαίγοντας για το νεκρό, μα και για τις κρυφές, αμίλητες πληγές τους.
Αυτό το τραγούδι τους λοιπόν, το μοιρολόγι, που και εδώ και παντού όπου υπήρξε, προηγήθηκε κάθε άλλου τραγουδιού, ζήλεψαν κάποτε οι άντρες κι έκαναν το δικό τους, δημιουργώντας τη μετέπειτα περίφημη μουσική σχολή και παράδοση και ακόμα πιο μετά, το πολιτιστικό ύφος και ήθος που ανέδειξαν οι Κλάδος και Χατζιδάκις στα μέσα του ΄70:
Μουσικές της νύχτας, του σκότους τραγουδιστές, αόρατοι και ασώματοι ερωτευμένοι, της μιας βραδιάς τεχνίτες της φωνής του πάθους και του πόθου, έγιναν οι δάσκαλοι και καθοδηγητές των νεότερων στην ερωτική προσέγγιση και μάχη. Έτσι μάθαμε όλοι. Τους παρατηρούσαμε και μαθαίναμε, από την απόσταση των ανοιχτών παραθύρων και των καλοκαιρινών αξημέρωτων καντάδων.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, με αυτούς τους άντρες και αυτές τις γυναίκες, μια έκρηξη αισιοδοξίας και υπεροχής πλημυρίζει το χωριό. Η αντιστασιακή φύση των ανθρώπων, μεταποιείται σε δημιουργία. Τα Ανώγεια μεταλλάσσονται σε έναν τόπο με βασικά συστατικά της κοινωνικής συνοχής, τον σκληρό κόπο, τον καλοπροαίρετο σαρκασμό, τον ανηλεή αυτοσαρκασμό και το λυτρωτικό τραγούδι.
Οι άντρες, μοιάζουν σιδερένιοι κι απρόσιτοι. Δεν είναι…
Περπατούν αργά και αστεία με όλο το σώμα τους να κινείται σαν βάρκα εδώ κι εκεί. Ίσως κληρονομιά των διαδρομών πάνω στις ακανόνιστες και ασταθείς πέτρες του αοριού. Ίσως από μια στρεβλή αντίληψη για το βάδισμα του αρσενικού.
Μιλούν λίγο. Ίσως συνήθεια της εκπαίδευσης, κατά τις ατελείωτες ώρες της συναναστροφής τους με το βουνό, τη φύση και τη σιωπή των προβάτων και τα καλοκαίρια ιδιαίτερα στοχαστικοί τις μέρες, καθώς προσπαθούν να λύσουν το γρίφο της ομοιοκαταληξίας για την τρέχουσα σκέψη που προσπαθούν να σχηματίσουν τη μαντινάδα που θα τραγουδηθεί μετά τα μεσάνυχτα.
Η εικόνα της κοινωνίας μοιάζει να είναι πατριαρχική, με τους άντρες να δείχνουν να απολαμβάνουν χαρτοπαιχτική αμεριμνησία στα καφενεία.
Η αλήθεια είναι άλλη. Αυτές που κυβερνούν, είναι οι γυναίκες. Και η κυριαρχία τους ξεκινά πολύ πριν το γάμο και τις γέννες. Η κυριαρχία τους ξεκινά με το που γίνονται πόθος. Γιατί οι άντρες, έχουν ήδη μάθει, πως για να κερδίσουν μια αγάπη, πρέπει να γίνουν ποιητές, τραγουδιστές και χορευτές, αφού οι γυναίκες εδώ, επιλέγουν ταίρι επιβραβεύοντας τον καλό τραγουδιστή, όχι τον ευκατάστατο.Τον παθιασμένο. Όχι τον όμορφο.
Και γεννήθηκε η μετακατοχική γενιά των μανάδων και πατεράδων μας, που άρχισε να μάχεται, να τραγουδά και τώρα πια και να μαθαίνει γράμματα στο Γυμνάσιο του Σταυρακάκη.
Και γεννηθήκαμε εμείς και τα αδέρφια μας και μάθαμε να χορεύουμε, να τραγουδούμε, να παίζουμε όργανα, για έναν και μόνο λόγο κατά τα φαινόμενα: για να μπορούμε να γοητεύσουμε και να αγαπηθούμε.
Μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία, που διάλεξε να μας δείξει έναν παράδοξο αλλά σωστό δρόμο: Αν θες να ξεχωρίσεις μας δίδαξε, πρέπει να είσαι φρόνιμος, να έχεις γνώση και να ΄σαι ποιητής. Και μάλλον την ακούσαμε. Γιατί πως αλλιώς να εξηγηθεί το ανεξήγητο φαινόμενο της καλλιτεχνικής ταυτότητας που όλοι ανεξαιρέτως, σε κάποιο αντικείμενο διαθέτουν;
Αυτό κάποτε άρχισε να τελειώνει. Ίσως όχι να τελειώνει. Να απομειώνεται και να αλλάζει όμως σίγουρα. Μακρού χρόνου η νύστα της οικονομικής ψευτοευημερίας, μετά η κρίση και τώρα αργά ξανά μια εύθραυστη ισορροπία. Μια ακολουθία ιστορικών γεγονότων και ψεύτικων δυνατοτήτων, είναι το μείγμα που πάει να δημιουργήσει την καινούργια ταυτότητά μας, αλλοιώνοντας σιγά – σιγά τον πυρήνα της ουσίας μας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το πόλεμο από τα μαύρα τσεμπέρια και σε έναν μικρότερο βαθμό, από τους μαύρους μαντιλέδες.
Ίσως να σκέφτεστε ότι έχω κάποια εμμονή με τα μαύρα τσεμπέρια. Έχω! Για μένα είναι ένα αξεπέραστο συναισθηματικά αλλά και χρήσιμο σύμβολο που χάνεται. Κάθε μαντήλι που χάνεται, κάθε παλιός που φεύγει, προσθέτει ένα μικρό κενό στο συλλογικό δακτυλικό μας αποτύπωμα, ένα κενό στη συλλογική μνήμη της καταστροφής και της αναγέννησης. Δε λέω ότι προϋπόθεση της ταυτότητάς μας είναι να βάλουμε στα κεφάλια μας τα μαντήλια των παππούδων μας. Αυτό θα ήταν ψεύτικο και γραφικό. Τα μαντήλια όμως αυτά, όσο θα υπάρχουν, θα κρατούν ζωντανό το πένθος που υπήρξε καθοριστικό για την παγίωση της αντιστασιακής νοοτροπίας και της αποστροφής από κάθε τι φασιστικό.
Γι’ αυτό και όταν πριν λίγα χρόνια εμφανίστηκαν στα ψηφοδέλτια των εκλογών τα φασιστικά σύμβολα της Χρυσής Αυγής, δεν τα είδαμε στις κάλπες μας και αυτό είναι κάτι πραγματικά μεγάλο!
Μεταμφιεσμένα όμως και αόρατα, αυτά τα σύμβολα, τρυπώνουν από τις σχισμές της λήθης, από τα κενά στις καμπύλες των δακτυλικών αποτυπωμάτων μας, βρίσκουν τον τρόπο να ζουν και να βασιλεύουν σχεδόν παντού δυστυχώς. Αναφέρω επιγραμματικά τους τόπους όπου αυτά τα σύμβολα ζουν εκκολάπτοντας φίδια.
Ζουν στα αχρείαστα μαχαίρια, στα σκοτεινά τζάμια, στην οδηγική παραφροσύνη, στον τσαμπουκά της μέγιστης ιπποδύναμης,στις πρόστυχες αρπαγές, στα απασφαλισμένα εννιάρια, στις παντός είδους φραγές και καταπατήσεις, στις ξέχειλες κούπες του αλκοόλ, στις προεκλογικές πρακτικές, στον εγωκεντρισμό της οικογενειοκρατίας, στη λόρδωση των «καλόσειρων», στην κύφωση των «κακόσειρων», στην ψευδεπίγραφη τοπική ανωτερότητα.
Στην άγνοια του μεγέθους του κόσμου και της γνώσης, ως αποτέλεσμα της απαξίωσης του σχολείου που κάποτε τα άλλαξε όλα.
Όλα αυτά μαζί έχοντας δημιουργήσει έναν σκοτεινό, τοξικό και φασιστικό χαρακτήρα, καταλήγουν και συμπυκνώνουν στη συμπεριφορά τους την περιφρόνηση και την καταπίεση, τη βία δηλαδή κατά της γυναίκας, που στέκεται αμήχανη και παγωμένη να απορεί παρατηρώντας τους νέους πατριάρχες να ασχημονούν μιλώντας μια γλώσσα άγνωστη και βρώμικη. Τους παρατηρεί να λοιδορούν τους τίμιους και εργατικούς και να κομπάζουν για την πατέντα του πλουτισμού διά της απραξίας με τη συμπαράσταση φυσικά μιας άλλης τοξικότητας που λέγεται οργανωμένο κράτος.
Μιλώ για τις παράτυπες επιδοτήσεις ζεστού χρήματος σε μη δικαιούχους, τάχα μου νέους αγρότες. Γιατί τα αδούλευτα λεφτά, το μόνο που προσφέρουν τελικά, είναι ανώφελη κατανάλωση και το μόνο που παράγουν είναι παρασιτικούς ανθρώπους χωρίς κανένα μέλλον. Ένα τοξικό μείγμα για το σήμερα και το αύριο με σίγουρο αποτέλεσμα την απόλυτη αλλοίωση της ταυτότητάς μας.
Οι λίγοι θέλω να πιστεύω και οι αδύναμοι που θα βρεθούν περιπλεγμένοι σε αυτό το σκοτεινό δάσος της ψεύτικης υπεροχής, είναι βέβαιο ότι θα γίνουν τοξικοί, όπως τα μανιτάρια που τα τρως και πεθαίνεις.
Αυτούς τους λίγους, που έχουν κάνει Θεό τους την αποφορά του συστήματος μίμησης, την ευκολία και κατανάλωση, την πάση θυσία αλλαγή της ταυτότητάς τους, την έξαψη και αδρεναλίνη του εγκλήματος και το μίσος απέναντι σε ότι περικλείει αγάπη και αληθινό έρωτα, τους θέλουμε πίσω. Δεν τους χαρίζουμε. Είναι φίλοι και συγγενείς. Θυμίζοντάς τους πως η βαθιά ρίζα τους είναι τα μαύρα τσεμπέρια, και ότι σε αυτά οφείλουν την ύπαρξη και την καταγωγή που τους κάνει τόσο περήφανους, θα έπρεπε κάποτε, επίσημα και επιθετικά να τους έχουμε ενημερώσει ότι:
Αν πρέπει οπωσδήποτε να βρουν και να προσκυνήσουν το Θεό και το Σύμπαν, ας μην ψάχνουν ούτε στα μαχαίρια, ούτε στον εγωκεντρισμό του φαλλού τους, ούτε στα μολύβια που έχουν οι σφαίρες και η ψευτιά τους, ούτε στο μίσος που νιώθουν για όσους αγαπούν τη ζωή και χαμογελούν.
Θα τους λέγαμε να ξαπλώσουν για λίγο σιωπηλά και να προσευχηθούν στο μαξιλάρι της κοιλιάς του ανθρώπου που τους ανέχεται ή να θυμηθούν τότε που έκαναν αυτήν την προσευχή πάνω και μέσα στην κοιλιά της μάνας τους.
Αν κάτι δεν αλλάξει και τότε, θα βρουν απέναντί σας κάποιους άλλους νέους που δεν έχουν μαχαίρια.
Είναι πιο πολλοί, είναι πιο δυνατοί.
Είναι οι τραγουδιστές των νεκρών μας ενώ εκείνοι δες είναι παρά η παράφωνη ντροπή τους.
Η έμφυλη βία, δεν είναι μόνο το μαχαίρι που καρφώνεται σε γυναικείο στήθος. Ούτε μόνο η γροθιά που ισοπεδώνει έναν ομοφυλόφιλο. Είναι κάθε τοξική συμπεριφορά που τους φοβίζει και αναγκαστικά τους περιορίζει σε ρόλους κατώτερους, τους προσβάλει, καθορίζει τις επιλογές τους, καταπατεί και κουρελιάζει τα όνειρα και τους σχεδιασμούς τους και τελικά εξαερώνει ανίερα τις επιθυμίες και τις αγάπες τους, αφήνοντάς τους άδειους, στεγνούς και μόνους, στο περιβάλλον της πιο άγριας πατριαρχίας.
Τα μετακατοχικά Ανώγεια είχαν αποκλείσει από την κοινωνία τους το φασισμό και τις συμπεριφορές του, επειδή στέκονται απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, με ποιητική ελευθερία και τα δυο φύλα μοιράστηκαν:
Οι άντρες τραγούδησαν τη ζωή και οι γυναίκες μοιρολόγησαν το θάνατο.
Όπως ίσως συμβαίνει πάντα και παντού. Οι άντρες τα εύκολα, οι γυναίκες τα δύσκολα! Και οι δυο μαζί όμως ξαναέχτισαν το χωριό.
Ένα τέτοιο ζευγάρι, είναι από τον φασισμό ανίκητο γιατί δεν αφήνει, σε ολόκληρο στο φάσμα της ύπαρξης, κανένα κενό. Ένα τέτοιο ζευγάρι ξέρει και να ζει και να πεθαίνει. Δηλαδή δεν φοβάται. Και ότι δεν φοβάται τον φασισμό, ακαριαία τον νικά.
Καταλήγω λοιπόν σε ένα λογικό νομίζω συμπέρασμα:
Ο φασισμός και η τοξική αρρενωπότητα είναι η κορώνα και τα γράμματα του ίδιου κέρματος.
Σαν σύνθημα το ακούω και το λέω: Οι φασίστες και οι τοξικοί άντρες, μισούν και κυνηγούν τον έρωτα γιατί δεν μπορούν ούτε να τον νιώσουν ούτε να τον νικήσουν.
Μισούν κα ασκούν κάθε είδους βία στις γυναίκες και στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα γιατί μέσα τους αισθάνονται ασήμαντοι και λίγοι.
Όπως είπα και νωρίτερα, είναι πράγματι σπουδαία η κάλπη που δεν δίνει ούτε ένα «ναι» στους φασίστες.
Σπουδαιότερη όμως είναι η κοινωνία που λειτουργεί αμείλικτα και απομονώνει τις χυδαίες και τοξικές συμπεριφορές.
Απέναντι στην οικτρή θέλω να πιστεύω μειοψηφία και την ασχήμια της τοξικής αρρενωπότητας, βάζω να σταθεί η ανάμνηση ενός βαρσάμου και βασιλικού για να καθαρίσει ο αέρας.
Ένας αξέχαστος και πεντακάθαρος. Με τον πιο εμφατικό τρόπο, σήμερα μπορεί αν και δε ζει, να παίρνει θέση και να είναι παρόν σε ότι συμβαίνει, αφού είχε τον καημό να μιλήσει και να γράψει απλά, ελεύθερα και ποιητικά όσο ζούσε, για τον έρωτα, τη φύση, την αδικία, τον αδύναμο άνθρωπο και ξεχωριστά με έναν μοναδικό τρόπο για τη γυναίκα.
Άλλος ένας Μιχάλης Σταυρακάκης. Ο Νιδιώτης και διεθνιστής Ανωγειανός, που όταν αποφάσισε να ανοίξει διάλογο με τους ανθρώπους του κόσμου, δε διάλεξε να μιλήσει σε άντρα, όπως ίσως θα του επέβαλε η εκπαίδευσή του από τα πατριαρχικά στερεότυπα.
Διάλεξε να μιλήσει σε γυναίκα.
Δε διάλεξε μια λευκή.
Διάλεξε μια μαύρη.
Δε διάλεξε να μιλήσει σε μια Ελληνίδα.
Διάλεξε να μιλήσει σε μια Αφρικάνα.
Ο κυρίαρχος επαναστατικός και αντιρατσιστικός του λόγος, βρήκε με ευγενή και διακριτικό τρόπο να δώσει χώρο σε ένα Πλατωνικό και παγκόσμιο ερωτικό μήνυμα:
Κοίταξε τη Χαϊμαλίνα συγκινημένος ίσια στα κατάμαυρα μάτια της, την έπιασε από το χέρι και την έφερε στη Νίδα, για να την ξεδιψάσει στη δροσερή βρύση του Χριστού, να την κοιμίσει στο ιερό της Σπηλιάρας του Δία και μαζί να γεμίσουν τον ουρανό και τον κόσμο, αστέρια κι αδέρφια.
Όπως ακριβώς το είχε ονειρευτεί σε έναν από τους καλοκαιρινούς, έναστρους στοχασμούς του:
«Ήθελα να κάμω
πολλά παιδιά
τόσα πολλά σαν τ΄ άστρα
να γεμίσω τον κόσμο αδέρφια».