Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας – Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων
Βράδιαζε… Το άρμα του θεού-`Ηλιου χαμένο πίσω από τη βίγλα της Δύσης έστελνε τις στερνές του ηλιαχτίδες, τις ίδιες στιγμές που η κυρά-Νύχτα άπλωνε βιαστικά τα σκούρα κρέπια της στο τοπίο και στα εσώψυχα του γέρου, που καθισμένος αναπαυτικά κάτω απ’ τη βαθύσκιωτη κληματαριά, παρακολουθούσε τα δαχτυλίδια του καπνού της πίπας του, που ανάλαφρα και αέρινα λικνίζονταν ανοδικά. Τα φύλλα της κληματαριάς, κοκκινωπά λόγω εποχής και υπάκουα στο αιθυλένιο που τους έδινε το κορμί της μάνας, εγκατέλειπαν ένα-ένα τη θέση που κατείχε από την άνοιξη, και έπεφτε στο χώμα. Στην ίδια τη συχνότητα και τα φύλλα της παρακείμενης αχλαδιάς, της αμυγδαλιάς, της δαμασκηνιάς, της συκιάς… Στην ίδια τη συχνότητα και η διάθεση του γέρου…Μελαγχολική, βυθισμένη στο σκηνικό της φθινοπωρινής φθοράς, λες και η εποχή τον καλούσε βουβά όσο και εύγλωττα να συνταυτίσει τα εσώψυχα με την προϊούσα αποσύνθεση που τον τύλιγε ασφυκτικά.…Αλλόκοτη η ταύτιση του έμβιου ψυχισμού του γέρου, με τον άλογο ψυχισμό της μάνας-Φύσης, στo φθινοπωρινό ετούτο σκηνικό…
…Η διάθεσή του δεν γλύκαινε, ούτε στη σκέψη πως σε λίγους μήνες, πάλι η φύση γύρω του θα λουλουδιάσει με τον γυρισμό της Περσεφόνης στα επίγεια, από το σκοτεινό το άντρο του Πλούτωνα, την Άνοιξη. Τα κιτρινισμένα φύλλα στο έδαφος τούτες τις στιγμές, του θύμιζαν τις χαρές και τα όνειρα της ψυχής του, που μια ζωή φυλλορροούσαν και χάνονταν στις χρονοκαταιγίδες του μονόδρομου του…
…Το σκοτάδι άρχισε να πυκνώνει…Παρέα με τη μοναξιά και τη σιωπή ο γέρος, ένοιωθε θλίψη, κι άρχισε να μονολογεί:
– «Φθινόπωρο, στο γύρισμα του χρόνου! Ότι εσύναξε για τόσους μήνες η μάνα-Φύση με τη ζωοδότρα διεργασία της φωτοσύνθεσης, αρχίζει τώρα να υπαναχωρεί και να το αποδιώχνει εις το χώμα, στα πλείστα δέντρα, θάμνους και φυτά…Μα είναι νόμος του Θεού, νόμος της μάνας-Φύσης απαράβατος, ετούτος! Κι ας διαρκεί τουλάχιστον ολίγους μήνες…Ποιος το μπορεί να αθετήσει τούτους τους νόμους τους τυπωμένους απ’ την αρχή του χρόνου; Κανείς!…Όμως, δεν έχει άραγες φθινόπωρο η φύση η ανθρώπινη, ετούτη η ανθρώπινη ψυχή, κομμάτι θεϊκό από την εποχή που έδωσε ο Πλάστης στον πρωτάνθρωπο “ζώσα πνοή”; Και πώς το αιτιολογώ, ετούτο; Μα, αν ήταν δέντρο η φιλία –ας πούμε- ολίγα φύλλα θα του είχαν απομείνει σαν έχει ξεθωριάσει ετούτο το χαραχτηριστικό απ’ την ανθρώπινη ψυχή, στην κίβδηλη την εποχή που ζούμε! Φθινόπωρο εις την ανθρώπινη ψυχή, ολοχρονίς!.. Για σκέψου λίγο!…
Αμ’ η αγάπη; Υπάρχει άραγες αγάπη εις τον άνθρωπο σε τούτο το “φθινόπωρο ψυχής”, σαν βλέπεις κάποιους ν’ απεργάζεται μεθόδους βλαβερές και όπλα καταστρεπτικά για το συνάνθρωπο τον όπου Γης, μα και για την ίδια τη μάνα-Φύση μας τη ζωοδότρα;
Για δες το, πώς κατάντησε ο άνθρωπος: Γρανάζι αναλώσιμο στη χρυσοφόρα μηχανή του Μαμμωνά, όπου την εμπιστεύεται στους όπου Γης ανθρωποβρώστες οπαδούς του!
Και είναι λίγοι τούτοι οι οπαδοί, μα έχουν εις την κατοχή τους χρήμα, χρυσό, όπλα και δύναμη που τους τη δίνει το “Δίκαιο του Ισχυρού”, όπου οι ίδιοι έχουνε θεσπίσει για να καταπιέζουνε λαούς αδύνατους, ανθρώπους και συνάνθρωπους φτωχούς!
Επλήθυναν οι “Λάζαροι” της διαχρονικής παραβολής στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, αθέατοι εις την κοντόφθαλμη την όραση των πλούσιων, καθώς λογιάζονται για “Άρχοντες” εκείνοι, κι απαξιώνουν έστω μια ματιά στους δύσμοιρους όπου λιμοκτονούν!… Χάθηκε η αγάπη απ’ τον άνθρωπο…Τη θέση της κατέλαβε η κακία, ο φθόνος, το μίσος, η ζήλεια…
Μα χάθηκε η αγάπη κι ανάμεσα στα ίδια τα αδέρφια. Πλήθυναν οι απόγονοι του Κάιν των Γραφών, μάρτυρες καθημερινά τα θύματα (με όποιο τρόπο)-απόγονοι του `Αβελ! Κατάντια και σημείο των καιρών, να μην λογίζονται αδέρφια όσοι προέρχονται από την ίδια μήτρα!…Φθινόπωρο εις την ανθρώπινη ψυχή, ολοχρονίς!…
…Αμ η πίστη; Η εποχή μας, βρίσκει τον Οίκο του Πατρός Εκείνου, να είναι χρυσοποίκιλτος και μέσα του να πρωταγωνιστούν αυτόκλητοι οι “Αντιπρόσωποί” Του, πλέρια ντυμένοι τη χλιδή, ν’ αναγιγνώσκουν τον καταγεγραμμένο λόγο Του και να προτρέπουν τους πιστούς. Αδέξια προτροπή για δρόμους, όπου τραβούν αντίθετα πλείστοι από δαύτους….Εκείνος, λιτός στο ντύσιμο, πλούσιος στο λόγο, οξύμωροι αληθινά πολλοί απ’ τους “Αντιπροσώπους” Του σε τούτα…Και να’ τανε μόνο αυτά;…
…Αμ’ οι θεσμοί; Για δείτε πώς κατάντησαν στις μέρες μας! Πού να στραφείς και να μη νοιώσεις την απογοήτευση να σου σπαράζει τα εσώψυχα!…
Και όλα τούτα –τα ολίγα- που επισκέφτηκαν τη σκέψη μου απόψε, γίνονται απ’ τον άνθρωπο εις το κυνήγι της πεζής ευδαιμονίας της ύλης της φθαρτής, άσχετα απ’ το κόστος σε βάρος του συνάνθρωπου! Και πέφτει στο κενό η διαχρονική η ρήση του σοφού Σωκράτη: “Ου το ζην περί πλείστου ποιητέου, αλλά το ευ ζην” (Δεν πρέπει να βάζουμε σε μοίρα ανώτερη την πεζή ζωή, αλλά την έντιμη, ηθική, ανώτερη ζωή). `Επεα πτερόεντα του μεγάλου Σοφού της Αρχαιότητας, στη στεγνή από αξίες ανθρώπινη ψυχή και κοινωνία του σήμερα!…Φθινόπωρο εις την ανθρώπινη ψυχή ολοχρονίς!…»
…Σιώπησε…Η κυρά-Νύχτα είχε για τα καλά εδραιωθεί στα γύρω…Τύλιξε το χοντρό ημίπαλτο εις το λιπόσαρκο κορμί ο γέρος, τύλιξε και το μάλλινο κασκόλ γύρω από το σβέρκο, το λαιμό…Ένοιωθε εξουθενωμένος, αδύναμος ν’ αποσυρθεί εις τον κοιτώνα του…`Ηταν λιτός εξάλλου στις απαιτήσεις του στον ύπνο…Αέρινα και απαλά, του’ κλεισε τα καπάκια των ματιών, ο Μορφέας…
…Όταν άνοιξε τα μάτια του ξανά, το άρμα του θεού-`Ηλιου είχε κάνει για τα καλά την εμφάνισή του στο διάσελο της Ανατολής….Ένοιωθε ξυλιασμένος απ’ τις ριπές του πρωινού μαΐστρου καθώς η θέση του βρισκόταν σε παχιά σκιά. Μετακινήθηκε σε θέση ηλιόλουστη. Έμεινε ακίνητος να νοιώθει το γέρικο ξυλιασμένο του κορμί να αναπαίρνει, απ’ τις ζεστές τις πρωϊνιάτικες ηλιαχτίδες…
`Ενοιωσε όμορφα οργανικά, μα η ψυχή παράμενε κρύα και παγωμένη από τις σκέψεις της νύχτας που τον αποκοίμισαν κάτωθε της κληματαριάς, μα τον ακολουθούσαν ως τα τώρα. Δεν έλεγε να ζεσταθεί από τις ηλιαχτίδες που τον έλουζαν.
Γέλασε στην πρώτη σκέψη που του ήρθε πρωϊνιάτικα, κι ακούστηκε να μουρμουράει:
«Ουτοπία είναι, να προσπαθείς να ζεστάνεις την ψυχή σου με τον ήλιο!…»
Τον άκουσε η κληματαριά, η μοναξιά και η σιωπή που τον συντρόφευαν…