του Καθηγητή Γιάννη Βογιατζάκη *
Ομολογώ ότι δεν είμαι καλός στα επετειακά κείμενα. Στις 5 Ιουνίου κάθε έτους, πιάνω τον εαυτό μου να λέει «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Στην προεκλογική περίοδο που διανύουμε, το περιβάλλον εμφανίζεται ψηλά στον προεκλογικό λόγο και στην πολιτική ατζέντα (όπως και σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις άλλωστε). Ο περιβάλλων χώρος και η ποιότητά του προβάλλονται ορθώς ως ουσιώδεις παράμετροι της ποιότητας ζωής όλων και της κοινωνικής ευημερίας για όλους σε τοπικό, εθνικό και ενωσιακό επίπεδο. Μυστηριωδώς, και ως δια μαγείας, μετεκλογικά, περνούν σε δεύτερη μοίρα. Άλλωστε, και οι ανησυχίες της πλειοψηφίας των πολιτών στρέφονται αλλού (οικονομία, μετανάστευση, Κυπριακό, κ.λπ).
Στα κείμενά μου προσπαθώ να μην επαναλαμβάνομαι αλλά αποτυγχάνω κατά συρροή. Πώς να γράψω κάτι διαφορετικό όταν η εικόνα του νησιού μας, της Κύπρου, ταξιδεύοντας από δυτικά προς τα ανατολικά, μου γεννά τις ίδιες σκέψεις; ‘Όταν βλέπω τα ίδια και χειρότερα στον βωμό της ανάπτυξης; Περισπούδαστοι αλλά αχρείαστοι δρόμοι εντός και εκτός προστατευόμενων περιοχών, «πύργοι» για τους εκλεκτούς σε πόλεις «θερμοκήπια», πολυτελείς επαύλεις με πισίνες σ’ έναν άνυδρο τόπο, μαρίνες στις ομορφότερες ακτές. Ανάπτυξη, η οποία έχει τη σφραγίδα του πολιτικού κόσμου, αλλά και τη στήριξη ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας.
Αν μετρούσαμε αγαθές προθέσεις και πολιτικές, θα μπορούσαμε να αναδείξουμε πολλές τα τελευταία χρόνια, με πρόσφατο Ευρωπαϊκό παράδειγμα τον Νόμο για την Αποκατάσταση της Φύσης. Δεν είναι η απουσία πολιτικών και νομοθεσιών το πρόβλημα, αλλά η δυσκολία εφαρμογής τους, όπως μας υπενθυμίζουν οι πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κύπρο. Δεν φταίει μόνο ότι δεν κάνουμε αρκετά σε εθνικό επίπεδο, αλλά ότι αυτό αντανακλάται και σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο.
Αν κοιτάξουμε έξω από τον νησιωτικό μικρόκοσμό μας, δεν έχουμε και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Αν δούμε τον χάρτη με τις ενεργές ένοπλες συγκρούσεις ανά τον κόσμο (οι οποίες ποικίλουν από τοπικές διενέξεις έως πολεμικές συρράξεις) θα απογοητευτούμε. Οι μόνες περιοχές/χώρες που «απουσιάζουν» είναι η Βόρεια Αμερική, η Ευρωπαϊκή Ένωση (όχι η Ευρώπη), η Αυστραλία, η Κίνα, η Νότια Αφρική, η Αργεντινή και η Χιλή. Με εξαίρεση τις τρεις τελευταίες, όλοι γνωρίζουμε τον ρόλο των υπολοίπων στις γειτονικές/περιφερειακές συγκρούσεις και τι αυτό σημαίνει σε διεθνή κλίμακα.
Προφανώς κάποιες συγκρούσεις σχετίζονται ιστορικά με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, άλλες πάλι όχι. Οι τελευταίες αποτελούν απότοκο του αρχέγονου, πολεμοχαρούς και αυτοκαταστροφικό ενστίκτου να επιβληθούμε σε ανθρώπους με διαφορετική ιδεολογία, θρησκεία ή χρώμα. Για τον πλανήτη, η συμπεριφορά μας ίσως να μην είναι και τόσο ανησυχητική. Στα δισεκατομμύρια χρόνια ζωής του έχει ήδη γνωρίσει πολλές καταστροφές με πέντε μαζικές εξαφανίσεις ειδών (διανύουμε την έκτη). Παρόλα αυτά επιμένει, επανέρχεται, με διαφορετική όψη, αλλά ανακάμπτει. Για εμάς, τους ανθρώπους, πρέπει να ανησυχούμε.
Οι «οραματιστές» ετοιμάζονται ήδη για τον εποικισμό του Άρη ως νέοι πιονιέροι προς τη γη της επαγγελίας πέραν από τον Ατλαντικό (ή τη Σελήνη). Ελπίζω μέχρι τότε να έχει αλλάξει και το γονιδίωμα των πρώτων εποίκων και κυρίως τα ένστικτά τους, διαφορετικά, όπως διδάσκει η ιστορία, απλώς θα επαναλάβουμε τα ίδια σε διαφορετικό πλανητικό ή και γαλαξιακό περιεχόμενο.
Πρόσφατα, ένας ειδικός σε θέματα επικοινωνίας (κοινώς «communication expert») μας είπε ότι πρέπει να δίνουμε στον κόσμο θετικά μηνύματα για το περιβάλλον. Οι επιστήμονες όμως δεν είναι ούτε διαφημιστές ούτε «marketeers» που προωθούν προϊόντα και υπηρεσίες. Σε σοβαρά θέματα, προτιμώ τον ρεαλισμό. Όσο οι οραματιστές ασχολούνται με το μέλλον, οι ρεαλιστές ας επενδύσουμε στο παρόν, και ως ελάχιστη συνεισφορά μας, ας εκπαιδεύσουμε ανθρώπους οι οποίοι να αντιλαμβάνονται τις προκλήσεις, να δρουν με περιβαλλοντικές ευαισθησίες και να προασπίζονται τα δικαιώματα του περιβάλλοντος από τον εργασιακό και τον κοινωνικό τους χώρο. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, ενώ το αποτέλεσμα θα κριθεί σε βάθος χρόνου.
* Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διαχείριση και Προστασία Περιβάλλοντος», Διευθυντής του Εργαστηρίου Διαχείρισης Χερσαίων Οικοσυστημάτων του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου