Του Γιάννη Μυλόπουλου *
Κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, συμβαίνει τουλάχιστον μια μεγάλη οικολογική καταστροφή.
Στα ΜΜΕ , για να κρύψουν την αλήθεια, επαναλαμβάνουν την ίδια προπαγάνδα. Φωτιές, λένε, τα καλοκαίρια καίνε παντού. Έφτασαν, μάλιστα, να συγκρίνουν την Ελλάδα με την… Καλιφόρνια.
Πριν πάμε όμως στην άλλη άκρη των ΗΠΑ, στο Ειρηνικό, όπου δεν υπάρχει πεδίο σύγκρισης ούτε για τα ακραία φαινόμενα, ούτε όμως και για τις καταστροφές, ας δούμε τι συμβαίνει στις γειτονικές μας χώρες. Με τις οποίες μοιραζόμαστε τις ίδιες ακριβώς ακραίες μετεωρολογικές, αλλά και παρόμοιες περιβαλλοντικές συνθήκες.
Η Ελλάδα, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, έρχεται με απόσταση πρώτη χώρα στη Μεσόγειο, ως προς τις καμένες εκτάσεις.
Όχι ως προς τα επεισόδια δασικών πυρκαγιών. Εκεί ερχόμαστε 7οι.
Με λιγότερα, δηλαδή, επεισόδια πυρκαγιών σε σχέση με τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, των ευρωπαϊκών συμπεριλαμβανομένων, και με μειωμένο κατά 50% τον αριθμό των πυρκαγιών σε σχέση με το παρελθόν, συγκρινόμενοι με τον εαυτό μας, καταφέρνουμε τελευταία και είμαστε πρώτοι σε καμένες εκτάσεις.
Όταν μέχρι το 2022 κατατασσόμασταν 6οι στη Μεσόγειο ως προς τις καμένες εκτάσεις.
Γιατί; Τι συνέβη από το 2022 και μετά και κατρακυλήσαμε στη θλιβερή πρώτη θέση με τις μεγαλύτερες καταστροφές, συγκρινόμενοι με χώρες στις οποίες συμβαίνουν τα ίδια με εμάς;
Η αιτία είναι ότι τελευταία, παρά την επίσημη αναγνώριση της κλιματικής κρίσης ως μεγάλης απειλής, επενδύουμε ελάχιστα στην πιο βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπισή της. Επενδύσουμε ελάχιστα στην προσαρμογή μας σε αυτήν.
Με την επένδυση στην πρόληψη των πυρκαγιών να είναι μόλις το 20% της συνολικής, ελάχιστης και αυτής, επένδυσης για την Πολιτική Προστασία.
Και είναι γνωστό ότι οι φωτιές σβήνουν την άνοιξη, όταν λαμβάνονται μέτρα πρόληψης, με καθαρισμό της εύφλεκτης ύλης στα δάση και με διάνοιξη δασικών δρόμων και αντιπυρικών ζωνών.
Αλλά ακόμη και αυτό το 80% της επένδυσης στην Πολιτική Προστασία που πηγαίνει στην κατάσβεση των πυρκαγιών, είναι κι αυτό ελάχιστο σε σύγκριση με τη μεγάλη ανάγκη. Οι ελλείψεις σε προσωπικό στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, οι καταγγελίες των συμβασιούχων πυροσβεστών για την δική τους αντιμετώπιση, αλλά και ο αριθμός των πυροσβεστικών αεροπλάνων που τελικά επιχειρούν στις φωτιές, δεν χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις.
Αφού η συνολική επένδυση της Ελλάδας στην Πολιτική Προστασία ανέρχεται μόλις στο 1,3% του συνολικού προϋπολογισμού του Ταμείου Ανάκαμψης. Το οποίο δόθηκε ακριβώς για να θωρακιστεί η χώρα και να ανακάμψει από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που τη μαστίζουν.
Αλλά και από αυτό το ισχνό 1,3% του Ταμείου Ανάκαμψης που δόθηκε στην Πολιτική Προστασία, απορροφήθηκε μέχρι φέτος το καλοκαίρι μόλις το 1%.
Και αυτά σε ένα καλοκαίρι που όλοι, του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου, περίμεναν μεγάλες πυρκαγιές λόγω ανομβρίας και ξηρασίας τον χειμώνα και την άνοιξη που προηγήθηκαν.
Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια για τις πυρκαγιές που σβήνουν ουσιαστικά από μόνες τους, αφού κατακάψουν τεράστιες δασικές εκτάσεις.
Με 104.090 στρέμματα περιαστικής δασικής γης στην Αττική καμένα μόνο φέτος το καλοκαίρι και με το 37% αυτού του περιαστικού δάσους να έχει καεί τα τελευταία χρόνια, πρωθυπουργός, κυβέρνηση και ΜΜΕ, επιμένουν να παραμυθιάζουν τον κόσμο ότι τα ίδια συμβαίνουν παντού.
Αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Είμαστε μοναδική χώρα στον κόσμο που καίγεται ο δημόσιος πλούτος της και ο πρωθυπουργός ισχυρίζεται ότι οι πληγέντες είναι, ευτυχώς, λίγοι. Αναγνωρίζοντας ως πληγέντες μόνον όσους χάνουν τη ζωή και τα σπίτια τους…
Αλλά ακόμη και αν δεχτούμε, ως τετελεσμένο γεγονός, την καταστροφή από τις πυρκαγιές και δεν αναζητήσουμε ευθύνες, με τη λογική ότι έτσι κι αλλιώς η ιδιωτικοποίηση δημόσιας γης επιτρέπεται πλέον από τη νομοθεσία, υπάρχει το ζήτημα της αποδεδειγμένης εξαιρετικά ελλιπούς, από πλευράς κράτους, πρόληψης και κατάσβεσης των πυρκαγιών.
Κι ακόμη περισσότερο, υπάρχει το μείζον ζήτημα της εξέλιξης των καμένων, τα οποία δεν αναδασώνονται αλλά ιδιωτικοποιούνται για να αλλάξουν χρήση.
Τι κάνει, αλήθεια, ένα κράτος που πλήττεται από ακραίες συνθήκες που ευνοούν τις καλοκαιρινές φωτιές;
Θωρακίζει το θεσμικό του πλαίσιο, ώστε οι καταστροφές στον δημόσιο πλούτο να αποκαθίστανται στο μεγαλύτερο, δυνατό, μέρος τους.
Εκτός από την Ελλάδα. Η οποία τα τελευταία χρόνια έκανε ακριβώς το αντίθετο.
Χαλάρωσε, δηλαδή, το θεσμικό πλαίσιο, όσον αφορά στις εξαιρέσεις στη συνταγματική επιταγή της αναδάσωσης κάθε καμένης δασικής έκτασης.
Ναι μεν η αναδάσωση θεωρείται στη νομοθεσία υποχρεωτική, αλλά εξαιρούνται από αυτήν οι επενδύσεις που γίνονται στα καμένα και έχουν μεγάλη εθνική, οικονομική ή κοινωνική σημασία.
Εξαιρούνται δηλαδή οι «πράσινες» επενδύσεις σε βιομηχανικής κλίμακας εγκαταστάσεις παραγωγής ΑΠΕ. Κι ακόμη, εξαιρούνται μεγάλες επενδύσεις σε τουριστικές και ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις. Αφού η «πράσινη» μετάβαση και ο τουρισμός θεωρούνται υψηλές εθνικές προτεραιότητες για την Ελλάδα.
Που σημαίνει ότι αν η αντιπολίτευση ζητήσει αναδάσωση των καμένων στην Βουλή, θα της απαντήσουν ότι η αναδάσωση προχωρεί κανονικά.
Εννοώντας όμως σαν αναδάσωση την αντικατάσταση των δασών από δάση ανεμογεννητριών και την αντικατάσταση των λιβαδιών από λιβάδια από καθρέφτες φωτοβολταϊκών πάρκων.
Αναδάσωση, δηλαδή, δια της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας γης. Και μάλιστα με έναν τρόπο που έχει ολέθριες συνέπειες για το μέλλον της χώρας.
Γιατί οι οικολογικές καταστροφές σε εποχή κλιματικής κρίσης, όταν δεν αποκαθίστανται, ανατροφοδοτούν τα ακραία φαινόμενα και πολλαπλασιάζουν τις φυσικές καταστροφές.
Επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, με θερμότερο και ξηρότερο κλίμα, οικολογική καταστροφή και απώλεια της βιοποικιλλότητας, λειψυδρία και καταστροφικές πλημμύρες, αλλά και καταστροφή μιας σειράς σημαντικών αναπτυξιακών δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο με μεγάλη ανταγωνιστική αξία στις διεθνείς αγορές και συνεπώς και φτωχοποίηση και εγκατάλειψη της υπαίθρου και αποανάπτυξη, θα είναι οι συνέπειες της μη αποκατάστασης των καμένων δασών τα επόμενα χρόνια.
Με συνέπεια την περιβαλλοντική, την οικονομική και εντέλει και την κοινωνική απερήμωση της ελληνικής υπαίθρου. Κι αυτό σε μια εποχή που, υποτίθεται, καταβάλλονται προσπάθειες για… πράσινη ανάπτυξη.
Που όλο και περισσότερο, όμως, μοιάζει με μια νέα στυγνή μορφή ενός «πράσινου» καπιταλισμού.
Γιατί υπήρχε και άλλος δρόμος για την «πράσινη» μετάβαση.
Ο δρόμος της εκπόνησης ενός σύγχρονου χωροταξικού σχεδιασμού, που θα προέβλεπε την γεωγραφική κατανομή των ΑΠΕ κατά τρόπο που θα διασφάλιζε τις μικρότερες δυνατές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Και όχι όπως συμβαίνει τώρα, με την ανεξέλεγκτη, ως προς τις συνέπειες, συγκέντρωσή τους σε καμένες περιοχές.
Κι ακόμη, υπήρχε ο δρόμος της ανάθεσής τους όχι αποκλειστικά σε επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία δεν υπολογίζουν περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος από τις επενδύσεις τους.
Ο δρόμος της ανάθεσης της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, δηλαδή, και στην τοπική αυτοδιοίκηση και σε τοπικές ενεργειακές κοινότητες. Οι οποίες αφενός θα φρόντιζαν για τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στον τόπο τους και αφετέρου θα εξασφάλιζαν έτσι φτηνό ρεύμα.
Δίνοντας μια λύση στο πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας που μαστίζει τη χώρα.
Τίποτε δεν είναι τυχαίο.
Τα δάση καίγονται ανεμπόδιστα τα καλοκαίρια, γιατί δεν γίνονται επενδύσεις στην πρόληψη και την προσαρμογή στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής. Κι ακόμη, γιατί γίνονται ελάχιστες δημόσιες επενδύσεις για την κατάσβεση των πυρκαγιών, σε σχέση με τη μεγάλη ανάγκη.
Και στη συνέχεια, ακόμη χειρότερα, τα καμένα δεν αναδασώνονται, με τελικό σκοπό να ιδιωτικοποιηθούν.
Ως εάν η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών να είναι ο μόνος δρόμος για την «πράσινη» μετάβαση.
Με τα οικονομικά συμφέροντα που εγκαθίστανται στα καμένα δάση να τα εκμεταλλεύονται για λόγους εθνικής, οικονομικής ή κοινωνικής σκοπιμότητας, όπως ο νόμος ορίζει.
Τα δάση ιδιωτικοποιούνται για να προστατευτούν καλύτερα, σύμφωνα με δήλωση του ίδιους του πρωθυπουργού.
Βάζουν, δηλαδή, το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Μια ματιά στα δάση που κάηκαν τα τελευταία χρόνια στην Εύβοια και στον Έβρο δίνει τον τόνο αυτών που συμβαίνουν στα καμένα.
Όμως αυτό δεν είναι «πράσινη» ανάπτυξη.
Η ανάπτυξη για να είναι «πράσινη», πρέπει να υπάρχει αυθεντικό πράσινο. Ένα υγιές και ακέραιο, δηλαδή, φυσικό περιβάλλον.
Ούτε, όμως βιώσιμη ανάπτυξη είναι.
Η ανάπτυξη για να είναι βιώσιμη, για να έχει δηλαδή διάρκεια, πρέπει τα δημόσια αγαθά να παραμείνουν δημόσια. Γιατί αυτός είναι ο πραγματικός πλούτος της χώρας. Ο οποίος, στη δική μας περίπτωση, αφήνεται να καεί για να μεταφερθεί η δημόσια γη σε ιδιωτικά συμφέροντα.
Ούτε καν ανάπτυξη είναι, όμως, αυτό που συμβαίνει.
Με την ύπαιθρο ερημοποιημένη και την κοινωνία φτωχοποιημένη και με λίγες ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις να κερδίζουν από την οικολογική καταστροφή, αυτό που συμβαίνει είναι μεγέθυνση του πλούτου της οικονομικής ολιγαρχίας.
Αυτό είναι, εντέλει, το νεοφιλελεύθερο σχέδιο με κωδικό «ιδιωτικοποίηση δημόσιας γης» πίσω από τις καταστροφικές φωτιές. Ένα σχέδιο ολέθριο για τη χώρα και για το λαό της.
Αφήνουν τα δάση να κατακαίγονται, για να μεταφέρεται πλούτος σε οικονομικά συμφέροντα.
Αν δεν είναι έτσι ας το αποδείξουν, εξαγγέλλοντας άμεσα γενική απαγόρευση δόμησης και επενδύσεων στα καμένα…
Κι ακόμη, ας εξαγγείλουν ότι, εκτός από τις πέντε γνωστές μεγάλες εργολαβικές επιχειρήσεις, δυνατότητα για παραγωγή «πράσινης» ενέργειας αποκτούν και ενεργειακές κοινότητες με συμμετοχή της αυτοδιοίκησης σε όλη την Ελλάδα.
Και ο γράφων, στην περίπτωση αυτή, θα τα πάρει όλα πίσω και θα ζητήσει και ταπεινά συγγνώμη που τους παρεξήγησε…
*Γιάννης Α. Μυλόπουλος, Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ