Παρέμβαση της «Κατάληψης Rosa Nera» αναδεικνύει το ζήτημα της ποινικής μεταχείρισης των μεταναστών που φτάνουν στη Νότια Κρήτη, καταγγέλλοντας συνοπτικές διαδικασίες και εξοντωτικές ποινές σε ανθρώπους που εξαναγκάστηκαν να πιάσουν το τιμόνι.
Στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου στα Χανιά έχει τεθεί το τελευταίο διάστημα η διαχείριση των αυξημένων μεταναστευτικών ροών, καθώς οι αφίξεις πλοιαρίων από τα παράλια της Βόρειας Αφρικής προς τις ακτές της Νότιας Κρήτης πυκνώνουν. Ωστόσο, πέρα από το ζήτημα της υποδοχής, ένα σοβαρό νομικό και ανθρωπιστικό ζήτημα ανακύπτει στις δικαστικές αίθουσες της πόλης: η μαζική άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον μεταναστών με την κατηγορία της διακίνησης, πρακτική που έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση συλλογικοτήτων αλληλεγγύης.
Με αφορμή τις συνεχιζόμενες δίκες, η «Κατάληψη Rosa Nera» εξέδωσε κείμενο-παρέμβαση, περιγράφοντας μια «κατάσταση εξαίρεσης» εντός των δικαστηρίων, όπου αιτούντες άσυλο καταδικάζονται σε ποινές κάθείρξης εκατοντάδων ετών, συχνά χωρίς ουσιαστική νομική εκπροσώπηση.
Το προφίλ των αφίξεων και η «γκρίζα ζώνη» της διακίνησης
Σύμφωνα με τα δεδομένα που παραθέτει το κείμενο, οι ροές αφορούν κυρίως πληθυσμούς από το Σουδάν και την Αίγυπτο. Πρόκειται για ανθρώπους που διαφεύγουν από εμπόλεμες ζώνες και εμφύλιες συρράξεις ή διαβιούν υπό αυταρχικά καθεστώτα, γεγονός που, βάσει του διεθνούς δικαίου, θα έπρεπε να τους καθιστά αυτοδικαίως δικαιούχους διεθνούς προστασίας και ασύλου.
Το κρίσιμο σημείο τριβής εντοπίζεται στον χαρακτηρισμό αυτών των ανθρώπων ως «διακινητών». Όπως καταγγέλλεται, το τελευταίο εξάμηνο στα Χανιά παρατηρείται σωρεία δικών όπου στο εδώλιο δεν κάθονται τα μέλη των οργανωμένων κυκλωμάτων, αλλά οι ίδιοι οι μετανάστες. Πρόκειται συνήθως για άτομα που, επειδή αδυνατούσαν να καταβάλουν το πλήρες αντίτιμο του ταξιδιού (το οποίο αγγίζει τα 2.000 δολάρια), εξαναγκάστηκαν από τα κυκλώματα να αναλάβουν βοηθητικούς ρόλους, όπως το χειρισμό του πηδαλίου, τον ανεφοδιασμό καυσίμων ή την κατοχή του κινητού για κλήσεις έκτακτης ανάγκης.
Η πρακτική αυτή, σύμφωνα με την καταγγελία, εξυπηρετεί τα πραγματικά δίκτυα διακίνησης, τα οποία αποφεύγουν το ρίσκο της σύλληψης και συνεχίζουν ανενόχλητα τη δράση τους, συχνά σε συνεργασία με αρχές τρίτων χωρών, ενώ οι «αναλώσιμοι» επιβάτες επωμίζονται τις βαρύτατες κατηγορίες της παράνομης προώθησης.
Ποινές «μαμούθ» και δικονομικά κενά
Η εικόνα που μεταφέρεται από τις δικαστικές αίθουσες των Χανίων περιγράφεται με μελανά χρώματα. Οι κατηγορίες περί παράνομης μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών επισύρουν ποινές που αθροιστικά κυμαίνονται μεταξύ 100 και 200 ετών, συνοδευόμενες από χρηματικά πρόστιμα εκατομμυρίων ευρώ.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις συνθήκες διεξαγωγής των δικών. Οι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και ανήλικοι, προσέρχονται υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, συχνά χωρίς να έχουν πλήρη επίγνωση της βαρύτητας των κατηγοριών. Καταγγέλλεται ελλιπής διερμηνεία και ανεπαρκής χρόνος προετοιμασίας για την υπεράσπιση, η οποία συχνά διορίζεται την τελευταία στιγμή, έχοντας στη διάθεσή της ελάχιστα λεπτά για να μελετήσει ογκώδεις δικογραφίες. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το κείμενο, είναι η έκδοση μαζικών καταδικαστικών αποφάσεων μέσα σε ελάχιστο χρόνο, μετατρέποντας τη δικαστική διαδικασία σε έναν μηχανισμό «αορατοποίησης» και αποτροπής.
Αυτοοργάνωση και κινητοποιήσεις
Απέναντι σε αυτό το πλαίσιο, η ανακοίνωση αναδεικνύει την προσπάθεια αυτοοργάνωσης της κοινότητας των Σουανών μεταναστών, οι οποίοι παρέχουν αλληλοβοήθεια, νομική ενημέρωση και στήριξη στα μέλη τους που βρίσκονται έγκλειστα.
Με κεντρικό σύνθημα την αθώωση των μεταναστών και την απόδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, έχουν προγραμματιστεί δράσεις διαμαρτυρίας στα Χανιά:
-
Τρίτη 16 Δεκεμβρίου: Μικροφωνική συγκέντρωση στην Πλατεία Αγοράς στις 19:00.
-
Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου: Συγκέντρωση αλληλεγγύης στα Δικαστήρια Χανίων στις 09:00 το πρωί.
Η υπόθεση αναδεικνύει τις σύνθετες προκλήσεις του μεταναστευτικού ζητήματος στην Κρήτη, θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα της δίκαιης δίκης και της διάκρισης μεταξύ θυμάτων και θυτών στα θαλάσσια σύνορα της Ευρώπης.



