Της Αγαθής Κάτσια
Σε έναν κόσμο που απεγνωσμένα προσπαθεί να μειώσει την επιτάχυνσή του, τα #slow γίνονται μόδα. Slow cooking, slow living, slow journalism. Κάπου εδώ ο μέσος μη ψηφιακός άνθρωπος φαντάζεται έναν βραδύποδα που μαγειρεύει σε αργή κίνηση. Ωστόσο, slow σήμερα σημαίνει το χθεσινό “κανονικό”. Αργή δημοσιογραφία είναι εκείνη η παραδοσιακή, η ενδελεχής, που θάφτηκε κάτω από τα viral και τα clickbait, γιατί έτσι αποφάσισε ο παντοδύναμος Αλγόριθμος Αναζήτησης.
Καθοδηγούμενα ρομπότ ανέλαβαν την σύνταξη ψευδών ειδήσεων
Οι εφημερίδες πεθαίνουν -μέση διάρκεια ανάγνωσης στο διαδίκτυο τα 8 δευτερόλεπτα-
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ: Διαβάστε πρώτοι τις τελευταίες αποκαλύψεις για το μέλλον του ΤΥΠΟΥ
Αυτοί είναι οι τίτλοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για αυτό το άρθρο . Ή μάλλον είναι οι τίτλοι που θα έκαναν το άρθρο πιο πιθανό να φανεί στην επιφάνεια του ψηφιακού καζανιού ειδήσεων. Το αν θα διαβάζονταν είναι άλλη ιστορία.
Πολλές ελπίδες δεν έχει, γιατί δεν τηρεί τον χρυσό κανόνα των 350 λέξεων με μπόλικες εικόνες, λεζάντες και λίγο, στεγνό, εύπεπτο, πραγματολογικό περιεχόμενο, για συμβάντα, όχι για ανθρώπους. Ιδανικά ένα περιεχόμενο που θα το “αρπάξουν” αμέσως οι χρήστες και θα κολλήσει σαν χταπόδι στις οθόνες της ομάδας- στόχου γιατί περιέχει λέξεις-κλειδιά από τα ενδιαφέροντά τους. Θα αναπαραχθεί σαν αμοιβάδα με copy-paste ανεβάζοντας και άλλο τα κοντέρ στην αναζήτηση των λέξεων μέσα από τον Γούγλη και θα φτάσει να κατασπαράξει τον εαυτό του, όταν σκάσει η επόμενη “καυτή” είδηση, μετά από 15 λεπτά. Οποιοσδήποτε πλέον μπορεί να δημιουργήσει περιεχόμενο, ακόμα και αυτοματοποιημένα ρομπότ. Αρκεί να αρέσει και να είναι καινούριο.
Όλα αυτά είναι τα γνωρίσματα της σύγχρονης ψηφιακής δημοσιογραφίας. Είναι απλά διαφορετική. Στοχεύει σε εκείνο το εγκεφαλικό κέντρο που ελέγχει την γρήγορη απόλαυση. Μια νέα είδηση είναι μια μικρή έκρηξη αδρεναλίνης. Οι εκρήξεις αδρεναλίνης ξέρετε τι χαρακτηριστικό έχουν; Είναι εθιστικές. Μας κάνουν να σκρολάρουμε ξανά και ξανά, μήπως, σκάσει κάτι που θα μας διεγείρει. Πάλι. Κι άλλο.
Γιατί, αργή;
Η άλλη, η αργή- όπως ονομάστηκε- δημοσιογραφία προσφέρει και αυτή απόλαυση, αλλά με έναν τελείως διαφορετικό μηχανισμό. Θα την προσομοίωνα με την ανάγνωση των λογοτεχνικών βιβλίων ή την εκτέλεση μιας σύνθετης εργασίας, που απαιτεί να περιέλθουμε σε μια κατάσταση απόλυτης συγκέντρωσης (το λεγόμενο flow) όπου συντελείται η μάθηση ( με την έννοια της γνωστικής διεργασίας). Ή, που ενεργοποιεί τις ανώτατες εγκεφαλικές λειτουργίες της ενσυναίσθησης και της κριτικής σκέψης.
Πως τα κάνει όλα αυτά; Θεωρητικά έχει ακρίβεια και εγκυρότητα, βάθος αντίληψης, ανάλυση, γνώμη εμπειρογνωμόνων και δίνει ένα ευρύτερο πλαίσιο για την πληροφορία. Μεταφράζοντας σε “γρήγορη” γλώσσα: οι ειδήσεις είναι πραγματικές, φωτίζει και τις δυο πλευρές μιας υπόθεσης, ζητάει τη γνώμη ειδικών και κάνει προσωπική ανάλυση ώστε να προσφέρει κάτι εκτός από το ωμό γεγονός. Κυρίως, πέρα από όλη αυτή τη διανοητική ρητορική, έχει πρακτική σημασία: αλλάζει συνειδήσεις. Αντί να γράφει για γεγονότα και ημερομηνίες, γράφει για ανθρώπους και τις ιστορίες τους.
Κάνοντας μια αναδρομή σε ιστορικές δημοσιογραφικές έρευνες, φαίνεται πως αφήνουν πίσω τους ένα ανεξίτηλο κοινωνικό σημάδι. Από την διάσημη υπόθεση με το σκάνδαλο Watergate, όπου oι αποκαλύψεις της Washington Post οδήγησαν σε παραίτηση του προέδρου Nixon μέχρι την πολύ πιο πρόσφατη δημοσίευση του ρεπορτάζ του Ρόναν Φάροου στο περιοδικό New Yorker σχετικά με τις σεξουαλικές επιθέσεις του Χάρβει Ουάνσταϊν που πυροδότησε το κίνημα MeToo. Ωστόσο και στον ελληνικό ορίζοντα θα δούμε οτι υπάρχουν ρεπορτάζ με κοινωνικό απόηχο, όπως εκείνα σχετικά με τον θάνατο του μικρού Άλεξ και του Βαγγέλη. Έφεραν στο φως κραυγαλέα ζητήματα bullying, που ως τότε θεωρούνταν πολύ μακριά από την δική μας πραγματικότητα.
Συμφέρει;
Όχι. Η αργή δημοσιογραφία είναι ακριβή και άβολη για τους διαφημιστές. Προσελκύει λίγο κοινό, δεν επιτρέπει το “πλασάρισμα” προϊόντων και σε επίπεδο διαδικτύου, έχει μικρή διάδοση. Σαν να συγκρίνουμε τηλεοπτική διαφήμιση με διαφήμιση στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου. Η μόνη της ελπίδα, από εμπορικής πλευράς, είναι οτι ενισχύει το όνομα του διαφημιζόμενου, χάρη στην υψηλή αξιοπιστία. Με άλλα λόγια, άλλο να διαφημίζεσαι σε “κίτρινες” σελίδες δίπλα σε ψεύτικες και αναδημοσιευμένες ειδήσεις και άλλο να σχετίζεις το εταιρικό σου προφίλ με την έρευνα της δεκαετίας. Ακόμα και αυτή η συμμετοχή όμως, δεν είναι αρκετή για να συντηρήσει εξ΄ολοκλήρου το κίνημα της αργής δημοσιογραφίας.
Έτσι, οι εκδότες αναγκάστηκαν να εφεύρουν ένα νέο μοντέλο χρηματοδότησης: το παλιό μοντέλο. Ο κάθε αναγνώστης πληρώνει συνδρομή για να έχει πρόσβαση στα δημοσιεύματα που τον ενδιαφέρουν, όπως ακριβώς την εποχή που αγοράζαμε την πρωινή εφημερίδα. Αν αυτό ακούγεται παράταιρο, ας θυμηθούμε οτι η Guardian ήδη λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο, προσφέροντας προνομιούχο περιεχόμενο στους συνδρομητές. Δυο -τρεις ακόμα ειδησεογραφικές πλατφόρμες τοποθετούνται πλέον ως εξ’ ολοκλήρου “ αργές” και συντηρούμενες από τους συνδρομητές τους.
Τι ανταγωνισμό μπορεί να παρέχει αυτό το μοντέλο στην αφθονία της δωρεάν πληροφορίας εκεί έξω; Μικρή. Οι ειδικοί προβλέπουν οτι ο Τύπος με την παραδοσιακή μορφή θα συρρικνωθεί δραματικά στα επόμενα 10 χρόνια. Οι περισσότεροι θα συνεχίσουν να διαβάζουν τις ανοιχτής πρόσβασης ιστοσελίδες για ενημέρωση. Κάποιοι λίγοι όμως, θα επενδύουν ένα ποσό στην σελίδα της επιλογής τους, ώστε να λαμβάνουν το αντίστοιχο προϊόν. Το τι ενημέρωση διαλέγει ο καθένας, τελικά το καθορίζει ο ίδιος. Ή και όχι.
Αν η ενημέρωση ήταν μάρκα ρούχων, δεν νομίζω οτι θα θέταμε κανένα προβληματισμό. Όταν όμως διακυβεύονται θέματα προπαγάνδας, καθοδήγησης της κοινής γνώμης, εως και απλά δικαιωμάτων πρόσβασης στην πληροφορία, η κατάσταση γίνεται πολύ εύθραυστη. Ήδη η ψαλίδα πρόσβασης στην πληροφορία είναι τεράστια, λόγω τεχνολογικής αλλά και οικονομικής ανισότητας. Όταν αυτή η πληροφορία μπορεί να μετατραπεί σε οτιδήποτε, να πολλαπλασιαστεί και να κάνει την είσοδο της στα προτεινόμενα σου μέσω μιας αναζήτησης στο Google που έκανες πριν απο δυο μήνες, φαίνεται πως ο ψηφιακός κόσμος της δημοσιογραφίας μετατρέπεται σε ένα λαβύρινθο με καθρέφτες, χωρίς έξοδο για τον χρήστη. Δεν διαλέγεις την πληροφορία, εκείνη σε διαλέγει. Μάλιστα διαλέγει να σου στέλνει πανομοιότυπες “φωνές” με εκείνες που ήδη διάβασες και σου άρεσαν. Άρα πολυφωνία μηδέν. Ακόμα και αν όλοι οι απλοί χρήστες γράψουν τη γνώμη τους, πιθανότητα να μη φτάσεις σε αυτήν, παρά μόνο μέσω ειδικής, κοπιαστικής έρευνας.
Και τώρα;
Θα μπορούσαμε να περιμένουμε μια εξ άνωθεν σωτηρία υπό τη μορφή των πρωτοκόλλων προστασίας προσωπικών δεδομένων, των συντεχνιών και των συμβουλίων που ρυθμίζουν τον Τύπο, έστω μιας Παγκόσμιας Διακρατικής Συμφωνίας για την Αξιοπιστία του Τύπου και τη Διάσωση της Δημοσιογραφικής Τιμής. Έχει αποδειχθεί όμως πολλάκις, πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφαρμόσιμο στον ψηφιακό ωκεανό. Οδηγείται με τους κανόνες της κατανάλωσης και εκεί, σαν καταναλωτές, μπορούμε μόνο εμείς να διαμορφώσουμε το τοπίο. Αν δεν νιώθουμε έτοιμοι να ταχθούμε με μια συγκεκριμένη, επί πληρωμή, μορφή Τύπου, που συμβαδίζει με το αξιοκρατικό μας σύστημα, μπορούμε τουλάχιστον να αντισταθούμε στον ειδησεογραφικό κανιβαλισμό.
Λιγότερα κλικ. Σε ό, τι υποβιβάζει την νοημοσύνη μας και προσβάλλει τον ανθρωπισμό μας. Σε ό, τι είναι κραυγαλέο, ψευδές, φτιαχτό και ανούσιο. Κανείς δεν μπορεί να κάνει το τελικό φιλτράρισμα για το τι θα έρθει στην οθόνη, πέραν του χρήστη. Η προσοχή του χρήστη, είναι αγαθό που πυροδοτεί τον ανταγωνισμό των πηγών ενημέρωσης. Προτείνω λοιπόν να κοστολογησει ο καθένας την προσοχή του, πολύ, πολύ ακριβά και να τη διανείμει ανάλογα. Αναγκαστικά, κάτι που λαμβάνει λίγη προσοχή, χάνεται στις αχανείς πεδιάδες του διαδικτύου. Σταματάει να είναι καλή επένδυση, άρα καλή επένδυση γίνεται το πιο ποιοτικό περιεχόμενο, που διαβάζεται και διαμοιράζεται από τους χρήστες.
Όσο για τους δημοσιογράφους, δεν χρειάζεται να ανήκουν σε συγκεκριμένο κίνημα με #slow και αγνό, αμόλυντο βιογραφικό. Αρκεί πρώτα να απαντούν με ειλικρίνεια στο ερώτημα: γράφω για τον αλγόριθμο ή για ανθρώπους;
Bonus fun fact ή αλλιώς το κερασάκι στην τούρτα: Ανάμεσα στα περί τα 10 ελληνικά άρθρα για την “αργή δημοσιογραφία”, τα 4 είναι copy-paste.