Του Γιώργου Στάμκου
«Η φτώχεια είναι σαν τιμωρία για ένα έγκλημα που δεν έχεις διαπράξει».
Ιλάι Καμάροφ
«Φτωχός σήμερα σημαίνει πάντοτε φτωχός»υποστηρίζει η Γερμανίδα κοινωνιολόγος Γιούτα Αλμέντιγκερ, επισημαίνοντας με νόημα πως, αντιστρόφως, οι πλούσιοι παραμένουν διαχρονικά πλούσιοι, παρά την Κρίση. Καθόλου παράξενο λοιπόν πως κι αυτή η οικονομική κρίση έκανε τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους. «Αν το σκατό είχε αξία, τότε οι φτωχοί θα γεννιόντουσαν χωρίς κώλο», λένε εύστοχα οι Γάλλοι. Αυτό σημαίνει πράγματι να είναι κανείς φτωχός. Να είναι αποκλεισμένος σχεδόν από τα πάντα. Να μην έχει πρόσβαση ούτε στα βασικά.
Οι φτωχοί είναι αποκλεισμένοι, ενώ οι πλούσιοι έχουν επιλογές. Αυτή, νομίζω, είναι και η βασικότερη διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών σ’ αυτό τον κόσμο. Οι οικονομικοί ειδήμονες βέβαια μπορεί να έχουν διαφορετική άποψη. Η υποστηρίζει σε άρθρο της πως πλούσιοι γίνονται εκείνοι που έχουν σχέδιο, καταναλώνουν λιγότερα απ’ όσα παράγουν, υπολογίζουν καλά τους κινδύνους και δεν φοβούνται. Σωστή, σε γενικές γραμμές, άποψη. Δεν λαμβάνει υπόψιν της όμως το γεγονός πως οι περισσότεροι πλούσιοι σ’ αυτόν τον κόσμο έγιναν πλούσιοι επειδή κληρονόμησαν περιουσίες, τίτλους και ονόματα ή έκλεψαν, εξαπάτησαν κι έκαναν κάθε λογής κομπίνα για να βγάλουν χρήματα. Πράγματι έτσι είναι: «Όποιος κλέβει λίγο ρίχνεται στη φυλακή.Όποιος κλέβει σε μεγάλη κλίμακα δέχεται συγχαρητήρια για το επιχειρηματικό του πνεύμα» (Φερνάντο Σαβατέρ, Ισπανός φιλόσοφος και συγγραφέας). Όλοι οι πετυχημένοι μαφιόζοι εξελίσσονται νομοτελειακά σε πλούσιους «επιχειρηματίες», εκτός αν είναι εντελώς Νεάντερταλ. Οι περισσότεροι έγιναν πλούσιοι επειδή κατάφεραν εξ αρχής να βγάλουν αρκετά «μαύρα» ή αφορολόγητα χρήματα.Γιατί οι πλούσιοι απεχθάνονται τους φόρους, την ανακατανομή του εισοδήματος τους, πιο πολύ κι από τον θάνατο.
Οι φτωχοί από την πλευρά τους δεν έχουν σχεδόν καθόλου επιλογές. Οι φτωχοί και οι άνεργοι δεν μπορούν από μόνοι τους να λύσουν τα προβλήματά τους. Δεν είναι μόνον το ότι υποφέρουν από ακραία υλική αποστέρηση. Όλη τους η ενέργεια είναι διοχετευμένη στην εξεύρεση τρόπων επίλυσης του προβλήματος της καθημερινής επιβίωσης. Οι έχοντες άφθονο ελεύθερο χρόνο και ελευθερία κινήσεων πλούσιοι εξουσιάζουν το λαό για έναν απλούστατο λόγο: η τάξη τους είναι συσπειρωμένη σ’ έναν σκοπό –στην επίτευξη διαρκώς περισσότερου πλούτου και στη διαιώνιση των κοινωνικών ανισοτήτων–, ενώ οι φτωχοί είναι μονίμως διασπασμένοι. Σε άνδρες και γυναίκες, θρησκείες, έθνη, πολιτικά κόμματα, ποδοσφαιρικές ομάδες, επαγγελματικές τάξεις. Και συνεχώς συγκρούονται μεταξύ τους για το παραμικρό: για την πίστη, την ιδεολογία, τη σημαία, για το μεροκάματο, για την ίδια τους την επιβίωση. Πραγματικός «κοινωνικός κανιβαλισμός», όπως συνέβη και κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους: Οι αστυνομικοί εναντίον των διαδηλωτών. Οι αγρότες εναντίον των φορτηγατζήδων. Οι φορτηγατζήδες εναντίον των εμπόρων. Οι ταξιτζήδες εναντίον των ξενοδόχων. Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον των δημοσίων. Και το συνδικάτο που ελέγχεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα εναντίον όλων…
Αυτό δεν συμβαίνει αποκλειστικά στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και στις ΗΠΑ, το επίκεντρο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, όπως επισημαίνει και ο Αμερικανός κοινωνιολόγος και ακτιβιστής Χάουαρντ Ζιν στο βιβλίο του : «Το 1% του πληθυσμού έχει στην κατοχή του το ένα τρίτο του πλούτου. Τα υπόλοιπα δύο τρίτα κατανέμονται με τρόπο που στρέφει το 99% εναντίον αλλήλων: τους μικροϊδιοκτήτες εναντίον των αστέγων, τους λευκούς εναντίον των μαύρων, τους διανοούμενους και τους επαγγελματίες εναντίον των αμόρφωτων και των ανειδίκευτων. Οι ομάδες αυτές κατηγορούν η μία την άλλη και μάχονται μεταξύ τους με τόση σφοδρότητα ώστε δεν αντιλαμβάνονται την κοινή τους θέση: ότι μοιράζονται τα αποφάγια μιας πολύ πλούσιας χώρας»[1].
Την ίδια στιγμή οι ζάπλούτοι, που αντιπροσωπεύουν αυτό το 1%, είναι ενωμένοι, σχεδόν αγαπημένοι, και κάνουν «συγχωνεύσεις», «επιχειρηματικούς γάμους» και «κοινά projects». Ούτε ρουθούνι δεν ανοίγει στη δική τους συνομοταξία. Και το πιο φοβερό απ’ όλα είναι ότι παραμένουν ουσιαστικά ανεπάγγελτοι. Δεν έχουν κάποιο «επάγγελμα», που να προσφέρει κάτι στην κοινωνία. Είναι απλώς πλούσιοι…
Χρειάζονται όμως μια ανεξάντλητη δεξαμενή φτωχών για να τους υπηρετούν και να τους εκμεταλλεύονται. Οι φτωχοί απ’ την άλλη κάθονται στριμωγμένοι στη γωνία και περιμένουν τις εξελίξεις ή το αναπόφευκτο. Είναι παγιδευμένοι στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης και δεν έχουν την πολυτέλεια να προβλέπουν τις εξελίξεις. Τσακισμένοι από το μόχθο τρέχουν πανικόβλητοι για να πληρώσουν το νοίκι, το ηλεκτρικό ρεύμα, τους λογαριασμούς, τις δόσεις, για να ταΐσουν τα παιδιά τους.Την ίδια στιγμή οι πλούσιοι, απερίσπαστοι από τον καθημερινό μόχθο, σχεδιάζουν το μέλλον του κόσμου και δολοπλοκούν ώστε να διαιωνιστεί η κυριαρχία τους. Και δεν εργάζονται οι ίδιοι πάνω σ’ αυτό καθώς έχουν στην υπηρεσία τους μια στρατιά πανέξυπνων συμβούλων, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι «γενίτσαροι», στρατολογημένοι από την τάξη των φτωχών. Τους πληρώνουν ακριβά για να εφευρίσκουν διαρκώς τρόπους για να κρατούν τους φτωχούς κολλημένους στη φτώχεια τους.
Οι φτωχοί, εργαζόμενοι ή μη, δεν έχουν μόνον τον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης, αλλά έχουν να αντιμετωπίσουν και τη συκοφάντηση εκ μέρους των πλουσίων. Τους θεωρούν ανίκανους και υπεύθυνους για τη φτώχεια τους[2]. Η τάξη των πλουσίων επιστρατεύει επιτελεία από «γενίτσαρους» επιστήμονες προκειμένου να αποδείξουν πως οι φτωχοί είναι άξιοι της μοίρας τους. Πως δεν είναι απλά «ελαττωματικοί καταναλωτές», αλλά τεμπέληδες, καθυστερημένοι και εκ φύσεως άχρηστοι για να εξελιχθούν. Προσπαθούν να μας πείσουν πως η φτώχεια είναι γενετικό ελάττωμα απ’ το οποίο δεν μπορεί εύκολα να απαλλαγεί κανείς, γι’ αυτό και θα πρέπει να αφεθεί στη μοίρα του. Τι υποκρισία!
Ένας τέτοιος ψευδο-επιστήμονας είναι και ο Τσαρλς Μάρει, ο οποίος υποστηρίζει πως η σύγχρονη κατώτερη τάξη στη Μεγάλη Βρετανία, στις ΗΠΑ και στο Δυτικό κόσμο γενικότερα, προέκυψε από τα πολλά παιδιά που γεννούν οι ανύπαντρες μητέρες για να εισπράξουν τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας. Τα παιδιά αυτά, που μεγαλώνουν χωρίς τη φροντίδα του πατέρα, ονομάζονται περιφρονητικά «Τσαβ» (Chav), μια λέξη που προέρχεται από τη γλώσσα των τσιγγάνων, αλλά έχει περάσει στα αγγλικά λεξικά με τον ορισμό «νεαρός της εργατικής τάξης ντυμένος με αθλητικές φόρμες». Η λέξη απέκτησε τελευταία, ειδικά μετά την «τσαβική εξέγερση» του Αυγούστου του 2011 στις αγγλικές πόλεις, υποτιμητική σημασία, υποδηλώνοντας την ηλιθιότητα, την αντικοινωνική συμπεριφορά, τη βαρβαρότητα, τα φτηνά γούστα και τα αλλοπρόσαλλα μεθύσια[3].
Πέρα από τις ταξικές προκαταλήψεις των πλουσίων, που καλλιεργεί το φόβο και το μίσος για την «κτηνώδη εργατική τάξη», οι φτωχοί παραμένουν οι πραγματικοί ήρωες της ζωής, τα ηρωικά υποζύγια που υπομένουν αγόγγυστα το μαρτύριο της καθημερινής επιβίωσης έχοντας μάλιστα στην πλάτη τους την υποχρέωση να υπηρετούν και να θρέφουν την τάξη των πλουσίων. Οι φτωχοί ξέρουν το πραγματικό νόημα της ζωής, ενώ οι πλούσιοι πρέπει να το μαντεύουν. Γνωρίζουν για παράδειγμα πως το φαγητό είναι πιο σημαντικό κι από τον χρόνο, διότι αν δεν επιβιώσεις βραχυπρόθεσμα δεν έχεις μέλλον μακροπρόθεσμα. Δεν μπορείς να πετύχεις κανένα στόχο αν στο μεταξύ μείνεις από καύσιμα. Γνωρίζουν επίσης πως δεν υπάρχουν άγγελοι στα χαρακώματα. Στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης μπορείς να χάσεις τα πάντα και ειδικά την αξιοπρέπεια σου. Για τους πλούσιους όλα αυτά είναι επιστημονική φαντασία, άλλος πλανήτης. Έτσι καλομαθημένοι που είναι δεν θα επιβίωναν ούτε μία μέρα στον κόσμο των φτωχών.
***
Τον 19ο και το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα υπήρχε ένας συνεχόμενος ταξικός πόλεμος από κάτω προς τα πάνω. Η εργατική και η μεσαία τάξη, δηλαδή το 99% του πληθυσμού, πίεζαν διαρκώς το 1% των ζάπλουτων και των αριστοκρατών διεκδικώντας την ανακατανομή του πλούτου και την παραχώρηση δικαιωμάτων και ελευθεριών, που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα. Όμως από την δεκαετία του 1980 ως τις μέρες μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ένας ταξικός πόλεμος από πάνω προς τα κάτω. Πλέον το 1% των ζάπλουτων αντεπιτίθεται και πιέζει διαρκώς τις μάζες, τη μεσαία και την εργατική τάξη, ώστε να αποδεχθούν τη μείωση του βιοτικού τους επιπέδου, την εγκατάλειψη των κεκτημένων δικαιωμάτων τους και τη σταδιακή αποδόμηση του Κράτους-Πρόνοιας.Ενώ οι ζάπλουτοι συνεχίζουν, εν μέσω κρίσης, να απολαμβάνουν την προνομιούχα θέση τους, οι φτωχοί γονατίζουν από όλο και μεγαλύτερα βάρη που μετατίθενται στις πλάτες τους. Το 2008 οι τραπεζίτες μετέφεραν τις ζημίες τους στα κράτη και κατ’ επέκταση στους φορολογούμενους. Στη συνέχεια τα επενδυτικά Funds και οι κερδοσκόποι ώθησαν τις κυβερνήσεις να πάρουν σκληρά μέτρα «δημοσιονομικής εξυγίανσης» σε βάρος των πολιτών τους. Νεοσυντηρητικοί πολιτικοί, όπως η Άγκελα Μέρκελ και το μπλοκ των Γερμανών τραπεζιτών και βιομηχάνων, ανάγκασαν τις υπερχρεωμένες χώρες της νότιας Ευρώπης να δεχθούν σκληρά μέτρα λιτότητας, που αύξησαν τη φτώχεια κι εκτόξευσαν την ανεργία στα ύψη. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο νεοσυντηρητικός Βρετανός πρωθυπουργός Ντέϊβιντ Κάμερον που απείλησε τους εξεγερμένους νέους των αγγλικών πόλεων με «αντεπίθεση» και εξοστρακισμό τους από τη βρετανική κοινωνία. Σε όλο το Δυτικό κόσμο η ταξική πίεση από πάνω προς τα κάτω αυξάνει και μαζί της αυξάνει και η «θερμοκρασία» των κοινωνιών. Το «σημείο βρασμού» της δεν είναι και τόσο μακριά…
[1] Howard Zinn, , Εκδόσεις ΑΙΩΡΑ, 2008 σελ. 642 «Χάρη στη μεταστροφή του φορολογικού συστήματος υπέρ των πλουσίων από το 1981 ως το 1990, το καθαρό εισόδημα του πλουσιοτέρου 1% αυξήθηκε κατά 87%. Την ίδια περίοδο το καθαρό εισόδημα του φτωχότερου 40% του πληθυσμού, είτε μειώθηκε κατά 5% (για εκείνους που είχαν τα χαμηλότερα εισοδήματα), είτε αυξήθηκε λιγότερο από 8,6%».
[2] Howard Zinn, , Εκδόσεις ΑΙΩΡΑ, 2008 σελ. 643 «Οι θιασώτες της ελεύθερης επιχειρηματικότητας και του Laissez-Faire πίστευαν πως οι φτωχοί ήταν άνθρωποι που δεν εργάζονταν και δεν παρήγαγαν και ότι κατά συνέπεια έφταιγαν οι ίδιοι για τη φτώχεια τους. Δεν λάμβαναν υπόψιν τους ότι οι γυναίκες που φρόντιζαν τα παιδιά τους ουσιαστικά δούλευαν πολύ σκληρά. Δεν αναρωτιόνταν για έπρεπε να τιμωρούνται, συχνά με θάνατο, μωρά που λόγω ηλικίας δεν ήταν ικανά να προσφέρουν εργασία, μόνο και μόνο επειδή μεγάλωναν σε φτωχές οικογένειες».
[3] Owen Jones, , Λονδίνο 2011.
* Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com) είναι συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού ΖΕΝΙΘ