Συνεχίζομε την αναφορά μας στις Κρητικές επαναστάτριες:
Αρετή Νιώτη
Σε μια ομάδα με τον πατέρα της, το θείο και τον αδελφό της έδρασαν στον Μυλοπόταμο, τη Γόρτυνα και την Κνωσό. Έγιναν το φόβητρο στους Τούρκους των περιοχών αυτών
Μαρία Θεοχάρα Φεραρόλη
Από τους Λάκκους Κυδωνίας
Μαρία Τωράκη από τα Κεραμειά
Κάτω από βροχή σφαιρών μετέφεραν πολεμοφόδια στους μαχητές της περιοχής τους στην επανάσταση του 1866-69
Αρετή Τσιτσιριδοπούλα από τα Κεραμειά και Μαρία Καντηλιέρη από τα Περιβόλια
Διακρίθηκαν στην υπηρεσία του ταχυδρόμου και στη μεταφορά επίσημων εγγράφων και χρημάτων περνώντας κρυφά μέσα από τα τουρκικά στρατόπεδα στην επανάσταση του 1866-69.
Παντελία Κονταξάκη από τη Μαλάξα
Διακρίθηκε στην επανάσταση του 1897 και πληγώθηκε κατά την πολιορκία του πύργου της Μαλάξας
Μαριγώ Λαμπράκη – Καζαντζάκη από τις Αρχάνες
Διακρίθηκε στην επανάσταση του 1897. Αρχικά μπόρεσε να εξασφαλίσει φυσέκια, μπαρούτι και μολύβι, τα οποία προμηθευόταν από το Ηράκλειο και με κίνδυνο της ζωής της μετέφερε στις Αρχάνες. Η συμβολή της στην πετυχημένη επανάσταση των Αρχανών το 1897 υπήρξε σημαντική
Ειρήνη Μαυρογιαννοπούλα – Μαρνελάκη ή Μαυρορήνη από τις Αρχάνες Ηρακλείου
Έφερε ανδρική στολή και προκαλούσε το θαυμασμό για το θάρρος και την ανδρεία της. Διακρίθηκε στην επανάσταση του 1897. Το σπίτι της στις Αρχάνες είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο για τους πληγωμένους. Η Ειρήνη Μαρνελάκη κουβαλώντας όπλα και πολεμοφόδια για τους επαναστάτες των Αρχανών το 1897, πέθανε με το σημάδι που της άφησε το τουρκικό βόλι.
Σοφία Βέργα
Ήταν από το χωριό Μοχός της επαρχίας Πεδιάδας Ηρακλείου, αδελφή τριών ατρόμητων παλικαριών, που σκοτώνοντας δύο γνωστούς για την αγριότητά τους Τούρκους κατέφυγαν ως Χαΐνηδες στα βουνά, όπου συνέχισαν την δράση τους. Η δράση τους αυτή ήταν μια ανάσα ζωής για τους σκλάβους της περιοχής. Την επαναστατική τους δράση μεταφέρανε αργότερα στα νησιά του Αιγαίου και τη Μάνη. Το 1807, σε εποχή λιομαζώματος, ο Τούρκος Καραμπίνης, γιός του Αρίφ Μόχογλου Αγά, είχε οργανώσει ένα βραδινό γλέντι στο κονάκι του. Κάλεσε διάφορες κοπέλες του χωριού που από φόβο αναγκάστηκαν να πάνε. Μεταξύ αυτών ήταν και η Σοφία. Όταν τέλειωσε το γλέντι, ο Τούρκος είπε στη Σοφία να μείνει προκειμένου να της δώσει κάποιο δώρο. Εκείνη με δισταγμό αλλά χωρίς πονηρία και με κάποια απερισκεψία ίσως, πλησίασε την κασέλα που εκείνος είχε ανοίξει. Σκύβοντας λοιπόν, την έκλεισε και της έπιασε τα στήθη. Παρά τους αφόρητους πόνους και την προσπάθεια του Καραμπίνη να τη βιάσει εκείνη κατορθώνει και ξεφεύγει. Την πυροβολεί όμως στην εξώπορτα και οι γείτονες την πήραν αιμόφυρτη και την πήγαν στο σπίτι της. Όταν τα αδέλφια της έμαθαν το γεγονός κατέβηκαν πήγαν στον τάφο της αδελφής τους και ορκίστηκαν εκδίκηση. Ψάχνοντας το αποσυνθεμένο πτώμα της βρήκαν το βόλι, που την είχε σκοτώσει ο Τούρκος. Με το ίδιο βόλι σκότωσαν τον αιμοβόρο Τούρκο φονιά της, τον Καραμπίνη όπως διασώζει η λαϊκή μούσα:
«Ήρθε η ώρα κι η στιγμή
να πληρωθεί το αίμα
της Σουφουλιάς που το ‘χυσε
Του Μοχογλού η χέρα»