Οδός Τσουδερών
Πήρε το όνομά από την οικογένεια Τσουδερών που ήταν όλοι αγωνιστές.
Μελχισεδέκ Τσουδερός:
Ηγούμενος της Μονής Πρέβελη που ευλόγησε τη σημαία της Κρητικής Επανάστασης του 1821 και πολέμησε στα βουνά. Είχε γεννηθεί το 1770 και το όνομά του ήταν Μιχαήλ. Ονομάστηκε Μελχισεδέκ όταν εκάρη μοναχός. Ήταν αδελφός του Γεωργίου Τσουδερού, υπαρχηγού και αρχηγού του Κρητικού στρατού.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία από τους πρώτους και καθώς ήταν από τη φύση του ένα ανήσυχο φιλελεύθερο πνεύμα, διαισθάνθηκε εγκαίρως τον σημαντικό ρόλο που θα διαδραμάτιζε και άρχισε να αλληλογραφεί με τον μάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο και αντάλασσαν απόψεις για το καίριο ζήτημα της επικείμενης επανάστασης. Όταν ο Πατριάρχης συνελήφθη και απαγχονίστηκε, οι Τούρκοι βρήκαν στην αλληλογραφία του στοιχεία για τις απόψεις του Μελχισεδέκ. Τότε δόθηκε εντολή να συλληφθεί μαζί με τους μοναχούς της Μονής Πρέβελη και να εξοντωθούν όλοι. Σώθηκαν καθώς ειδοποιήθηκαν από Τούρκο, τον Αλή αγά Ατζέμη ο οποίος διατηρούσε φιλική σχέση με την ηγούμενο.
Έφυγε στα βουνά και ύψωσε τη σημαία της επανάστασης στον Κουρκουλό, ένα ύψωμα στο Ροδάκινο. Έγινε θρύλος για τους αγώνες του σ’ όλο το Ρέθυμνο και μετά το θάνατό του, σε μάχη στο Πολεμάρχι Κισάμου. Οι Κρήτες τον θρήνησαν με πολλά μοιρολόγια που μεταφέρθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά. Από τα «Τραγικά ποιήματα» της Α. Καμπουροπούλου δανειζόμαστε λίγους επίκαιρους στίχους:
«Λαβώνουν τον ηγούμενο που ήτονε ανδρείος
πρώτος εις τα στρατεύματα
στους Τούρκους εναντίος
Δέκα ημέρες έζησεν
τ’ αδέλφια του μαζεύει
τους καλογήρους του ζητά
και όλους τους βραβεύει
Παραγγελιά κι ανάθεμα
εις όλους των αφήνει
να πολεμήσουν την Τουρκιά
και ας χαθούν κι εκείνοι»
(Από τον Β’ Τόμο του Γεωργίου Ι. Παναγιωτάκη «Επιφανείς Κρήτες ανά τους αιώνες)
Οδός Σήφακα
Παιδιά κι’ είντα ‘χου(ν) τα πουλιά
και κλαίσινε τση Κρήτης;
Γ-ή τ’ άκουσαν πως πόθανεν ο καπετάνιος Σήφης;
Κλαίει τον-ε η Κίσαμος κι οι γι-Αποκορωνιώτες
κι’ οι Σελινιώτες, Σφακιανοί, Χανιώτες, Ρεθεμνιώτες!
Κλαίει τον κι’ η γυναίκα ν-του…
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στον Σήφακα, τον ηρωικό στρατηγό της Κρήτης του 1821. Το πλήρες ονοματεπώνυμό του ήταν Σήφης Κωνσταντουδάκης. Μα το μεγαλόπρεπο σώμα του, τον καθιέρωσε με την επωνυμία Σήφακας (δηλαδή, πελώριος Σήφης)
Γεννήθηκε το 1771 στο χωριό Μελιδόνι Αποκορώνου, όπου είχε εγκατασταθεί ο Σφακιανός πατέρας του – από τη Νίμπρο. Έτσι, ήταν καπετάνιος «κοινής αποδοχής» για τους κατοίκους και των δύο γειτονικών επαρχιών. Στις μάχες οδηγούσε τους Αποκορωνιώτες με τον τίτλο του «Αρχηγού της επαρχίας». Αλλά ταυτόχρονα κι οι Σφακιανοί τον λογάριαζαν δικό τους.
Ατρόμητος, ακούραστος, ριψοκίνδυνος, πατριώτης στο έπακρο και αφιλοκερδής, είχε μια χαρακτηριστική βροντερή φωνή που έλεγαν, ότι φωνάζει το Σήφακας απ’ τη Μαλάξα κι ακούγεται στα Χανιά. Ήταν η φωνή του σάλπισμα εμψυχώσεως για τους δικούς μας, απογοήτευσις δε και τρόμος για τους εχθρούς.
Οι ιστορικοί αναφέρονται σ’ αυτόν με ιδιαίτερη εκτίμηση. Τέτοια ήταν η προσωπικότητά του, ώστε αρκετά μέλη της οικογένειάς του εγκατέλειψαν το επώνυμο Κωνσταντουδάκης και πήραν σαν επίθετο το δικό του όνομα. Παράδειγμα ο μικρότερος αδελφός του Αντώνης Κωνσταντουδάκης, καπετάνιος κι αυτός σε επόμενους χρόνος αναφέρεται από κάποιους ιστορικούς και ριμαδόρους της εποχής, ως Αντώνης Σήφακας. Πήρε μέρος και διέπρεψε σε αμέτρητες μάχες, σε διάφορα μέρη με βάση του όμως το βουνό της Μαλάξας.
Τον τρίτο χρόνο της επαναστάσεως πολεμώντας τους Τούρκους στην επαρχία Κισάμου έπαθε πνευμονία. Τον μετέφεραν στο χωριό Ρογδιά. Τον φρόντισαν όσο μπορούσαν. Μα ο ήρωας πέθανε (18-3-1823). Η κηδεία του έγινε στη Μονή Γωνιάς. Τα οστά του φυλάσσονται στο οστεοφυλάκιο της Μονής Γωνιάς