Του Μιχαήλ Γ. Κελαϊδή
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου αποτελεί την αρχή της νέας Εύας και το θάνατο της Μητέρας Θεάς της Παγανιστικής Μητριαρχίας του παρελθόντος. Στον παλαιό Αδάμ ο ερχομός του Χριστού σηματοδοτεί το νέο καινό Αδάμ.
Η Μητέρα Του Θεού εδώ δεν ταυτίζεται με την αμαρτία την απώλεια της παλαιάς Εύας, αλλά η νέα Εύα αναδεικνύεται σε απαράβατο όρο της σωτηρίας.
Ο Ευαγγελισμός Της Θεοτόκου είναι απαράβατος όρος της Ενσάρκωσης, το κλειδί στο “γένοιτο”. Η υπακοή εξορκίζει την ανυπακοή της πρώτης Εύας. Δεν πρόκειται όμως για πράξη ανελευθερίας ή καταναγκασμού, το “γένοιτο” Της Θεοτόκου σημαίνει την ελευθερία της βούλησης (αντί για την αναγκαιότητα της φύσης). Ελεύθερα, εκούσια και συνειδητά συγκατανεύει στο θέλημα Του Θεού σύμφωνα με την Ευαγγελική μαρτυρία (Λκ.1.34). Στην αναγγελία του Αρχάγγελου Γαβριήλ η Παναγία ορθά ρωτά “πως έσται μοι τούτο, επειδή άνδρα ού γινώσκω;” και αφού ο Άγγελος της έφερε το παράδειγμα της στείρας υπερήλικης συγγενή που κυοφορούσε τον Άγιο Ιωάννη, απάντησε “γένοιτο” που είναι καρπός ελευθερίας.
Καμία ανάγκη δεν υποχρέωσε την Θεοτόκο να συγκατανεύσει στον Γαβριήλ, θέλησε και έγινε συνεργός της σωτηρίας.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου οδηγεί στην ενσάρκωση του Θείου λόγου, κοινός παρονομαστής είναι η ελευθερία της βούλησης “οστις θέλει οπίσω μου έλθειν” (Μαρκ. 8.34) που είπε ο Ιησούς Χριστός. Καμία ανάγκη δεν έπεισε την Θεοτόκο, δεν ήταν τυφλή υπακοή αλλά αποτέλεσμα του κριτικού διαλόγου με τον Άγγελο. Το “γένοιτο” αναιρεί το προχριστιανικό “ανάγκα και θεοί πείθονται”. Η ελευθερία της βούλησης αναιρεί κάθε ανάγκη, μοίρα, τύχη ή νόμο. Η υπακοή αντί της ανυπακοής μετρά μόνο αν είναι καρπός ελευθερίας όπως η περίπτωση της Παναγίας. Η παλαιά Εύα ζήτησε την ελευθερία μέσω της ανυπακοής και κατέληξε στην ανελευθερία. Η νέα Εύα θυσίασε στιγμιαία αλλά ελεύθερα και συνειδητά την ελευθερία της με την υπακοή της για να κερδίσει παντοτινά την ελευθερία της από τα δεσμά της φύσης.