Γράφει η Αγγελική Ελ. Ροσμαράκη
Ντάλα μεσημέρι και ο ήλιος πυρπολούσε την άνυδρη γη και τα πρόσωπα των ταλαιπωρημένων Παλαιστίνιων που περίμεναν υπομονετικά στην ουρά, για τον καθιερωμένο έλεγχο στα τσεκ πόιντ, προκειμένου να περάσουν στην άλλη πλευρά για νοσοκομεία, γιατρούς, φάρμακα ή για να δουν αγαπημένα πρόσωπα που είχαν φύγει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε χώρες της Δύσης και ζούσαν εκεί πια. Όταν κάποτε επέστρεφαν με την λαχτάρα να δουν τους δικούς τους, δεν μπορούσαν να περάσουν στα κατεχόμενα στην Γάζα ή στη Δυτική Όχθη εξαιτίας της ισραηλινής κατοχής. Έτσι, έπρεπε οι συγγενείς να πάνε στο Τελ Αβίβ για να τους συναντήσουν. Όταν κάποιες φορές Παλαιστίνιοι πολίτες αναγκάζονταν εξ αιτίας των συνθηκών να πάνε σε χώρες της Δύσης με νόμιμο τρόπο και όχι με πλαστά διαβατήρια, ταξιδεύοντας λαθραία μέσα σε τεράστια φορτηγά ή γλιστρώντας από τα σύνορα για να περάσουν σε γειτονικές χώρες και ύστερα στην Ευρώπη, βλαστημούσαν την ώρα και τη στιγμή. Οι έλεγχοι που δεν περιορίζονταν σε τυπικά τσεκαρίσματα, αλλά είχαν την μορφή ανάκρισης με την χρήση βασανιστηρίων πολλές φορές, τα «ατυχήματα» που δεν είχαν σε τίποτα να προκαλέσουν οι ισραηλινοί για να στείλουν στον άλλο κόσμο εν ψυχρώ τους βάρβαρους «χαμαμτζήδες», όπως αποκαλούσαν τους κατοίκους της Γάζας, εξαιτίας της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης της Χαμάς, αποθάρρυναν πολλούς, που είτε ήθελαν να φύγουν, κυρίως οι νέοι, είτε είχαν σοβαρούς λόγους να ταξιδέψουν, να απορρίπτουν τον νόμιμο τρόπο διαφυγής και να επιλέγουν δρόμους και τρόπους κυρίως παράνομους.
Στην ουρά, ήταν όλοι πατείς με πατώ σε, με τους στρατιώτες να τους σπρώχνουν με την κάνη του όπλου και να τους προπηλακίζουν και γενικώς να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Και μέσα σ’ όλο αυτό το χαμό, ένας ιταλός δημοσιογράφος να τραβάει με το κινητό όλο αυτό το απίστευτο χάλι. Τον είδε ένας στρατιώτης από τον έλεγχο, τον πλησίασε χαλαρά κι άρχισε ψιλή κουβέντα μαζί του.
«Είδες κατάσταση; Αυτοί δεν είναι άνθρωποι είναι ζώα, είπε ο στρατιώτης που τον έλεγαν Ααρών. Δεν έχουν ούτε πολιτισμό ούτε αρχές, το μόνο που ξέρουν είναι να γεννούν παιδιά και να τώρα τα αφήνουν να ψήνονται με τις ώρες στον ήλιο».
Ο δημοσιογράφος έκανε ότι συμφωνεί, κουνώντας πότε πότε το κεφάλι και συνέχιζε να καταγράφει τη σκηνή.
«Ο ισραηλινός λαός, ξαναλέει με ύφος ο Ααρών, είναι ευλογημένος, είμαστε οι εκλεκτοί του Θεού, αλλά η τύχη μας έριξε σε τούτη τη γη μαζί με αυτούς τους βάρβαρους που φτιάχνουν ρουκέτες κάσαμ όλη την ώρα και τους εκτοξεύουν στο Ασντόντ. Κοντεύουν να το εξαφανίσουν. Και δεν φτάνουν όλα αυτά, αλλά σκάβουν και τούνελ κάτω από τη γη . Κοντεύουν να φτάσουν στο Τελ Αβίβ. Νομίζουν ότι δεν ξέρουμε τι κάνουν τόσα χρόνια με τον αποκλεισμό που ζουν χωρίς νερό και ρεύμα. Όλες οι νέες γενιές δουλεύουν στα τούνελ παίρνοντας μεροκάματα πείνας από την Χαμάς, με κίνδυνο της ζωής τους τις περισσότερες φορές. Πάρα πολλοί σκοτώνονται εκεί».
Ο δημοσιογράφος που τον έλεγαν Βιτόριο, έπαψε να τραβάει με το κινητό την ατέλειωτη ουρά και κοίταξε τον Ααρών. Ο άλλος περίμενε να τον δει να συμφωνεί και να επιβεβαιώνει με ένα τρόπο τα λεγόμενά του. Ωστόσο, αυτός τον κοίταζε κάπως ψυχρά και δίχως να μιλά.
«Σου λέω ότι τα τούνελ κοντεύουν να φτάσουν μέχρι την Λιβύη και από εκεί η Χαμάς μεταφέρει όπλα και χρήματα».
Σειρά τώρα στην ουρά είχε ένα ζευγάρι με δυο μικρά παιδιά και ένας στρατιώτης έκανε έλεγχο στα χαρτιά τους.
– Που πάτε; τους ρώτησε και πόσο καιρό θα μείνετε;
Ο Παλαιστίνιος του εξήγησε, ότι ήταν άρρωστη η αδελφή της γυναίκας του και είχε ζητήσει να τους δει. Ο στρατιώτης τον ρωτούσε σε σπαστά αγγλικά, εβραϊκά και κάποια αραβικά .
– Πόσο καιρό θα μείνετε;
Ο άνδρας του εξηγούσε υπομονετικά στα αγγλικά, αλλά ο στρατιώτης δεν χαμπάριαζε και εκνευριζόταν.
– Καταραμένα αγγλικά, έλεγε, ποτέ μου δεν θα μπορέσω να συνεννοηθώ μ’ αυτά.
Ο άνδρας του απαντούσε σε αργό ρυθμό, ότι θα μείνουν λίγες μέρες απέναντι και θα επιστρέψουν το συντομότερο, μόλις καλυτερέψει κάπως η υγεία της κουνιάδας του. Ο στρατιώτης βαρέθηκε στο τέλος, έκανε μια κίνηση με το χέρι του, προέκταση του οποίου ήταν το όπλο, σαν να έλεγε, «πηγαίνετε» και έκανε νόημα στους επόμενους να προχωρήσουν. Ο Βιτόριο, δημοσιογράφος της κρατικής ιταλικής τηλεόρασης, βρισκόταν εκεί μετά από πολλές διατυπώσεις, καθυστερήσεις και τις γνωστές κωλυσιεργίες από το στρατό κατοχής και τις κεντρικές υπηρεσίες του Τελ Αβίβ. Σκοπός του ήταν να καταγράψει, ως πολεμικός ανταποκριτής σε καιρό ειρήνης υποτίθεται, την κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας και ειδικότερα τις αφόρητες συνθήκες στα σημεία ελέγχου, για τα οποία οι πληροφορίες ήταν άφθονες στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο η κρατική τηλεόραση ήθελε μια πιο εμπεριστατωμένη εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε εκεί.
Ο Βιτόριο θυμήθηκε πρόσφατα σε ένα σημείο ελέγχου που πήγε να παρατηρήσει με την ιδιότητα του ανταποκριτή, μια συμπλοκή μεταξύ Παλαιστινίων και ισραηλινού στρατού. Ακτιβιστές οχυρωμένοι πίσω από ένα εγκαταλελειμμένο φορτηγό πετούσαν πέτρες με σφεντόνες σε μια διμοιρία στρατιωτών που ήταν παρατεταγμένοι λίγο πιο πάνω και αυτοί απαντούσαν με επικίνδυνα χημικά που έσκαζαν μπροστά στα πόδια τους. Ήρθε επίσης μια εικόνα στο μυαλό του, με ένα παιδί δεμένο πισθάγκωνα που το είχε χαστουκίσει άνευ λόγου ένας στρατιώτης και το οποίο ύστερα το επιβίβασαν μέσα σε μια κλούβα προς άγνωστη κατεύθυνση. Μια άλλη φορά είχε βρεθεί σε κάποιο άλλο σημείο ελέγχου με την ίδια ατέλειωτη ουρά όπως και τώρα. Ξαφνικά καθώς πλησίαζε, άκουσε μέσα από το πλήθος ρυθμικά παλαμάκια και τραγούδια κι αναρωτήθηκε τι να συμβαίνει. Είδε ωστόσο κάποιον μέσα στο πολύχρωμο πλήθος ντυμένο γιορτινά με ένα λευκό λουλούδι στο πέτο και λευκοντυμένα παρανυφάκια γύρω- γύρω και κατάλαβε ότι ήταν συνοδεία γάμου. Αλλά ο στρατιώτης στον έλεγχο ήταν θορυβημένος και ανήσυχος επειδή είχε μια πληροφορία ότι πρόκειται να χτυπήσουν τρομοκράτες αυτοκτονίας. Η νύφη περίμενε στην άλλη πλευρά, αλλά κανένας δεν πέρασε απέναντι εκείνη τη μέρα, καθώς οι στρατιώτες είχαν φοβηθεί για τις επιθέσεις. Είχε ακούσει πάρα πολλές μαρτυρίες ανθρώπων και τον καθημερινό αγώνα τους, ανθρώπων που δεν ήθελαν τίποτα άλλο παρά να συνεχίζουν την απλή ζωή τους. Έτσι, λίγη σημασία έδινε στα λεγόμενα του Ααρών που θεωρούσε τους παλαιστίνιους τρομοκράτες και βαρβάρους και προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Τον άφηνε να μιλά σχεδόν χωρίς να του απαντά και ο άλλος είχε πεισμώσει με την στάση του και δεν έχανε ευκαιρία σε όλη την διάρκεια της μέρας να ξεκινά συζητήσεις που κατέληγαν σε μονολόγους.
– Ξέρεις πόσο άσχημα φέρονται στις γυναίκες οι βάρβαροι τρομοκράτες που εσύ θαυμάζεις και υποστηρίζεις; Τον ρώτησε και δίχως ο άλλος να του έχει δώσει την παραμικρή αφορμή για να υποθέσει κάτι τέτοιο, με την ψύχραιμη και ουδέτερη στάση που προσπαθούσε να κρατήσει απέναντι στα γεγονότα. Τις έχουν χειρότερα ακόμη και από τα ζώα. Μηχανές για να γεννοβολάνε παιδιά τα οποία πριν κλείσουν τα είκοσι, γίνονται τζιχάντ* και αυτοπυρπολούνται για την δόξα του Αλλάχ. Αλλά δεν σκοτώνονται μόνοι τους, διαλέγουν πολυσύχναστα μέρη σε πόλεις του Ισραήλ, λεωφορεία, εμπορικά κέντρα, όπου μπαίνουν απαρατήρητοι, ζωσμένοι τα εκρηκτικά και σκορπούν το θάνατο.
– Τι πατριώτες! αντέτεινε ο Βιτόριο. Δίνουν τη ζωή τους για την πατρίδα τους. Τα νιάτα τους.
– Θα μπορούσαμε να τους ξεκάνουμε όλους σε μια μέρα, είπε με πείσμα ο Ααρών.
– Και γιατί δεν το κάνετε; Ρώτησε ο Βιτόριο.
– Γιατί… είμαστε ανθρωπιστές, απάντησε ο Ααρών και σχεδόν το πίστευε.
Ο Βιτόριο ωστόσο σταμάτησε να τον ακούει, γιατί στην ουρά γινόταν πανδαιμόνιο με έναν ηλικιωμένο που επέμενε να περάσει, ενώ είχε παρέλθει η ώρα και οι έλεγχοι θα ξανάρχιζαν την άλλη μέρα το πρωί.
-Σε παρακαλώ, έλεγε στον στρατιώτη, άσε με να περάσω . Η γυναίκα μου πεθαίνει απέναντι. Ζήτημα είναι αν θα την προλάβω. Πρέπει να πάω να τη δω.
Ο στρατιώτης αδιαφορούσε και επέμενε ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω και να ξανάρθει το πρωί. Αλλά ο γέροντας είχε πεισμώσει. Φορούσε μια κόκκινη παλαιστινιακή μαντήλα στο κεφάλι και το πρόσωπό του ήταν αυλακωμένο από τις ρυτίδες. Ήταν αξιολύπητος, έκλαιγε σχεδόν. Ο στρατιώτης τον κοιτούσε και γελούσε. Ο Ααρών το ίδιο. Για το Βιτόριο δεν ήταν και κάτι πρωτόγνωρο . Ήταν τόσα πολλά αυτά που είχε δει και μέσα από το διαδίκτυο και τώρα ιδίοις όμασι που ήταν έτοιμος για όλα. Έβλεπε έναν ηλικιωμένο να έχει τόση λαχτάρα να πάει κοντά στην γυναίκα του και αυτούς του δύο που είχαν βρει την ευκαιρία να χλευάζουν. Ο γέροντας άφησε κατά γης την μικρή τσάντα που κρατούσε σχεδόν μπροστά στα πόδια του στρατιώτη και δεν έλεγε να το κουνήσει από εκεί.
– Κοίτα πίσω σου πόσοι είναι στην ουρά, του έλεγε ο στρατιώτης. Μια ουρά μέχρι που φτάνει το μάτι σου. Όλοι αυτοί θα γυρίσουν πίσω και θα ξανάρθουν αύριο το πρωί. Γιατί πρέπει να δώσω σε εσένα μόνο προτεραιότητα;
– Αύριο θα είναι πια πολύ αργά, πως δεν το καταλαβαίνεις; Έλεγε ο γέροντας κλαίγοντας σχεδόν, στον άτεγκτο στρατιώτη που τον έσπρωχνε προς τα πίσω με την άκρη του όπλου. Πρέπει να περάσω σήμερα. Τι αύριο μου λες. Δεν υπάρχει αύριο.
Ο στρατιώτης κοντοστάθηκε κάπως σαν να άλλαξε γνώμη, είδε ωστόσο την τεράστια ουρά που περίμενε, όλους αυτούς τους απελπισμένους μέσα στο καυτό καταμεσήμερο και έσπρωξε αποφασιστικά και με δύναμη αυτή τη φορά τον γέροντα. Εκείνος πισωπάτησε ξαφνιασμένος και προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί στα αραβικά και σε κάτι σπασμένα αγγλικά, αλλά ο στρατιώτης τον έσπρωξε ξανά με βία, σχεδόν με σαδισμό. Ο παππούς δεν άντεξε την πίεση ούτε την σωματική ούτε και την ψυχολογική και σωριάστηκε καταγής κάτωχρος. Εκείνοι που ήταν δίπλα του προσπάθησαν να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες, αλλά στάθηκε μάταιο. Ανάμεσά τους και ο Βιτόριο που έστρεψε το βλέμμα του γεμάτο οργή στον Ααρών.
– Ελπίζω, όταν ξαναπείς όλους αυτούς τους απελπισμένους, τρομοκράτες και βάρβαρους, να το ξανασκεφτείς κάθαρμα, του φώναξε καθώς προσπαθούσε μαζί με τους άλλους, να μεταφέρει πίσω στα κατεχόμενα τον νεκρό γέροντα.
*καμικάζι αυτοκτονίας
* Η Αγγελική Eλ. Ροσμαράκη είναι
Kοινωνιολόγος, Med Εκπαίδευσης,
MSc Creative Writing