Οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας αποφάσισαν οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ, μετά από έκτακτη συνεδρίαση που πραγματοποίησαν στο Παρίσι.
Συγκεκριμένα, αποφάσισαν την επιβολή κυρώσεων σε 27 Ρώσους ιδιώτες και οντότητες, σε τράπεζες, στον τομέα της άμυνας, καθώς επίσης και να περιορίσουν την πρόσβαση των Ρώσων στις ευρωπαϊκές αγορές.
Όλα τα μέλη της ρωσικής Δούμας θα υποστούν κυρώσεις, που αφορούν σε απαγόρευση ταξιδιών και πάγωμα περιουσιακών στοιχείων.
«Αυτό το πακέτο κυρώσεων, που εγκρίθηκε ομόφωνα από τα κράτη μέλη, θα βλάψει τη Ρωσία και θα τη βλάψει πολύ», τόνισε ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας.
Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, δεν βρίσκεται στη λίστα των κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τον Μπορέλ.
Οι κυρώσεις από την Βρετανία
Κυρώσεις κατά της Ρωσίας ανακοίνωσε και ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον.
Ο Τζόνσον δήλωσε στους βουλευτές του ότι δεν πρέπει να έχουν καμία αμφιβολία πως αυτό που συνέβη ισοδυναμεί με «ανανεωμένη εισβολή» στην Ουκρανία.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι πέντε ρωσικές τράπεζες (Rossiya, IS Bank, General Bank, Promsvyazbank και Βlack Sea Bank) και τρεις Ρώσοι με τεράστια περιουσία, συμπεριλαμβανομένου του δισεκατομμυριούχου Γκενάντι Τιμτσένκο, θα υποστούν οικονομικές κυρώσεις.
Οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία κατέχουν στο Ηνωμένο Βασίλειο θα δεσμευτούν και θα τους απαγορευτεί η είσοδος στη χώρα. «Αυτή είναι η πρώτη δόση», δήλωσε ο Μπόρις Τζόνσον, «θα ακολουθήσουν περαιτέρω κυρώσεις εάν ο Πούτιν προχωρήσει παραπέρα», πρόσθεσε.
«Θα πρέπει να προετοιμαστούμε για μια παρατεταμένη κρίση», συμπλήρωσε ο Τζόνσον, ενώ τόνισε ότι επειδή «το διακύβευμα είναι τόσο μεγάλο, το εγχείρημα του Πούτιν στην Ουκρανία πρέπει να αποτύχει».
Το διάταγμα Μπάιντεν
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, υπέγραψε προεδρικό εκτελεστικό διάταγμα, με το οποίο απαγορεύθηκε κάθε εμπορική συναλλαγή και κάθε επένδυση φυσικών ή νομικών προσώπων της χώρας του στις δύο αυτοανακηρυγμένες Λαϊκές Δημοκρατίες της ανατολικής Ουκρανίας που αναγνωρίστηκαν επίσημα από τη Ρωσία χθες Δευτέρα, ανακοίνωσαν οι υπηρεσίες του.
Επιβάλλεται πλήρης απαγόρευση κάθε «νέας επένδυσης» στο Λουγκάνσκ και στο Ντονέτσκ από αμερικανικά νομικά και φυσικά πρόσωπα, όπου κι αν βρίσκονται, καθώς και «οι εισαγωγές στις ΗΠΑ, άμεσα ή έμμεσα, αγαθών, υπηρεσιών ή τεχνολογίας» από τις δύο περιφέρειες.
Η Ουάσιγκτον ετοιμάζεται να ανακοινώσει περαιτέρω κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας σήμερα.
«Θα λάβουμε περαιτέρω μέτρα (…) για αυτήν την ξεκάθαρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας», δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος του Λευκού Οίκου μιλώντας νωρίτερα σε δημοσιογράφους.
Ο αξιωματούχος επισήμανε ότι στο Ντονμπάς, στην ανατολική Ουκρανία, δρούσαν ρώσοι στρατιωτικοί επί οκτώ χρόνια – κάτι που η Μόσχα αρνείται – και τώρα ο ρώσος πρόεδρος αποφάσισε να «δράσει ανοικτά σε αυτήν την περιοχή», κάτι στο οποίο θα «αντιδράσουμε αναλόγως».
Ξεκαθάρισε πάντως ότι ο κ. Μπάιντεν δεν προτίθεται να αναπτύξει αμερικανούς στρατιώτες στην Ουκρανία.
Το «πάγωμα» του Nord Stream 2
«Στον πάγο» βάζει τον Nord Stream 2 ο Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, μετά τις εξελίξεις στην Ουκρανία, με την αναγνώριση των δύο αποσχισθεισών επαρχιών από τη Ρωσία.
Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Reuters, Thomas Escritt, ο Σολτς δήλωσε ότι ο Nord Stream 2 «δεν θα λάβει πιστοποίηση».
Ο Σολτς σημείωσε ακόμη ότι πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση στις ενεργειακές προμήθειες της Γερμανίας, τονίζοντας ότι η κατάσταση «έχει αλλάξει ριζικά».
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, ο Γερμανός καγκελάριος ξεκαθάρισε ότι ο αγωγός φυσικού αερίου δεν μπορεί να προχωρήσει υπό τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί. Τόνισε ότι η διαδικασία αδειοδότησης διεκόπη.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Βερολίνο, πρόσθεσε ότι η κυβέρνησή του προχωρά σε αυτό το μέτρο ως απάντηση για τις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Όπως αναφέρει το RT ( Russia Today), o αγωγός 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο οποίος ανήκει κατά πλειοψηφία στον ρωσικό κρατικό ενεργειακό γίγαντα Gazprom, είναι ικανός να μεταφέρει 55 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως από τη Ρωσία στη Γερμανία. Ο αγωγός θα μπορούσε να ήταν η απάντηση στην τρέχουσα ενεργειακή κρίση της Ευρώπης και να βοηθήσει στην αναπλήρωση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου της ηπείρου, στις οποίες είχε απομείνει λιγότερο από 5% φυσικού αερίου την περασμένη εβδομάδα.
Ωστόσο, ενώ ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του περασμένου έτους, ο αγωγός έκτοτε «χτύπησε» στο τείχος της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και δεν έχει παραδώσει ούτε ένα κυβικό μέτρο ακόμη, καθώς εκκρεμεί η πιστοποίηση.